Ουκρανία: καυτός Γενάρης, μακρύς ο δρόμος για το προλεταριάτο

Την παραίτηση του πρωθυπουργού της Ουκρανίας Αζάροφ έκανε δεκτή στις 28/1 ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς, προσθέτοντας ένα ακόμη κομμάτι στο περίπλοκο παζλ που έχει στηθεί στη χώρα. Είχε προηγηθεί η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων από τα τέλη Δεκέμβρη, με συνεχείς καταλήψεις και αποκλεισμούς δημοσίων κτιρίων από τους διαδηλωτές, με αποκορύφωμα την κατάληψη του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση απαντάει με πρωτοφανή καταστολή (ήδη πέντε νεκροί επίσημα και εκατοντάδες τραυματίες), ενώ στα μέσα Γενάρη ψηφίζει περιοριστικά μέτρα, ποινικοποιώντας τους αποκλεισμούς κτιρίων και την απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου.

Στις 24/1, ο Γιανουκόβιτς έρχεται σε συμφωνία με την αντιπολίτευση (εκπροσωπείται από μια τριανδρία φιλοευρωπαϊκών κομμάτων: «Πατρίδα», «Γροθιά», «Ελευθερία») για ολιγόωρη εκεχειρία, ενώ τους προσφέρει τη θέση του πρωθυπουργού, την οποία αρνούνται. Στις 28/1, παράλληλα με την παραίτηση Αζάροφ, η Βουλή ψηφίζει την ακύρωση των περιοριστικών μέτρων, ενώ ξεκινάει η συζήτηση για χορήγηση αμνηστίας στους φυλακισμένους διαδηλωτές, με αντάλλαγμα όμως το σταμάτημα των καταλήψεων και ιδιαίτερα της κατάληψης του κέντρου του Κιέβου.

Δυστυχώς, το «μεγάλο παιχνίδι» δεν παίζεται στους δρόμους της Ουκρανίας αλλά στα «σαλόνια» των ευρωπαίων και ρώσων ιμπεριαλιστών. Η Ρωσία στηρίζει την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς,  που εξυπηρετεί τη συνέχιση της οικονομικής κυριαρχίας της στην Ουκρανία. Απ’ την άλλη, η Ε.Ε. (ως ένα βαθμό και οι ΗΠΑ) βασίζεται στα νεοφιλελεύθερα κόμματα της αντιπολίτευσης (η «Ελευθερία» είναι ένα ακροδεξιό-νεοναζιστικό κόμμα), για ν’ αποσπάσουν τη χώρα από τη ζώνη επιρροής της Ρωσίας.

Τα κροκοδείλια δάκρυα των ευρωπαίων και αμερικάνων ιμπεριαλιστών για την καταπάτηση των λαϊκών ελευθεριών δεν πρέπει να ξεγελάσουν κανέναν. Όσο μισητή, διεφθαρμένη και αυταρχική κι αν είναι η «συμμορία» (όπως την αποκαλούν οι διαδηλωτές) του Γιανουκόβιτς, άλλο τόσο θα είναι και μια κυβέρνηση-ανδρείκελο των Ευρωπαίων, ειδικά της σημερινής Ε.Ε.

Είναι αλήθεια ότι το κίνημα αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλες αντιφάσεις, που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές μέσα απ’ τις «αναλύσεις» των αστικών ΜΜΕ. Είναι όντως παράδοξο σήμερα, που ο «ευρωσκεπτικισμός» μεγαλώνει όλο και περισσότερο στις εργατικές μάζες της Ευρώπης, η ουκρανική εργατική τάξη (ή ένα σημαντικό κομμάτι της) να δίνει μάχη για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη χώρα.

Πρώτον, υπάρχει μεγάλο μίσος για την οικονομική κυριαρχία και τις συνεχείς πολιτικές αναμίξεις της Ρωσίας στα εσωτερικά της Ουκρανίας, πράγμα που έχει συνδεθεί και με το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η κρίση έχει χτυπήσει την Ουκρανία, που βλέπει τους ρυθμούς ανάπτυξής της να εκμηδενίζονται και τους ανέργους ν’ αυξάνονται (παρόλο που ακόμη θεωρείται από τις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά ανεργίας). Τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι σηματοδοτεί για τους έλληνες εργαζόμενους η κηδεμονία της Ε.Ε., κάτι αντίστοιχο σημαίνει η κηδεμονία της Ρωσίας για τους Ουκρανούς.

Δεύτερον, το γεγονός ότι οι μάζες φαίνεται να κινητοποιούνται με κάλεσμα της αντιπολίτευσης υπέρ της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», δεν σημαίνει ότι αυτός είναι και ο πόθος τους – δεν το θεωρούν παρά μόνο ως ένα μέσο για να ξεφορτωθούν τον Γιανουκόβιτς και να γλιτώσουν από την οικτρή κατάστασή τους. Όπως συμβαίνει πάντα, οι επιθυμίες των μαζών αφορούν τα δικά τους συμφέροντα (βιοτικό επίπεδο, μισθοί, δημοκρατικά δικαιώματα, πολιτική διαφάνεια κ.λπ.), τα οποία όμως αδυνατούν πολλές φορές να εκφράσουν καθαρά και πολύ περισσότερο να βρουν τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίησή τους. Οι μάζες έχουν σιχαθεί τον Γιανουκόβιτς, ο οποίος εκπροσωπεί μια διεφθαρμένη πολιτική ελίτ και υπηρετεί εξίσου διεφθαρμένους ολιγάρχες. Οι τελευταίοι, ενδεικτικά, παρόλο που κερδίζουν δισεκατομμύρια απ’ τις εξαγωγές πρώτων υλών, δεν πληρώνουν κανένα απολύτως φόρο. Απ’ την άλλη, τα κόμματα που σήμερα μονοπωλούν την πολιτική έκφραση της εξέγερσης, όχι μόνο κρύβονταν και δεν τολμούσαν να βγουν στο προσκήνιο στην εξέγερση του 2004, όπου κυριαρχούσαν αποκλειστικά τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα της εργατικής τάξης, αλλά δεν τολμούν να πειράξουν τους ολιγάρχες (εκτός από τα παιδιά του Γιανουκόβιτς, όλους τους άλλους τους θεωρούν πατριώτες). Δεν αναφέρονται καν στους μισθούς, που είναι δύο ή δυόμισι φορές κάτω από τους αντίστοιχους ρωσικούς και πολύ μικρότεροι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.

Τρίτον, το εργατικό κίνημα της Ουκρανίας –όπως και όλων των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ– βρίσκεται σε κατάσταση ιστορικής σύγχυσης και δεν έχει επουλώσει τις πληγές του. Η απουσία ανεξάρτητου εργατικού κινήματος, και κυρίως ενός επαναστατικού–κομμουνιστικού κόμματος, που θα δώσει πρόγραμμα, μορφές πάλης και αυτοοργάνωσης στους εργαζόμενους, είναι αυτό που λείπει – και αυτό που εκμεταλλεύονται οι μερίδες της ουκρανικής ολιγαρχίας και οι ιμπεριαλιστές, για να χρησιμοποιήσουν τις θυσίες ή και τον ηρωισμό των λαϊκών μαζών για τους δικούς τους σκοπούς. Αυτό το βασικό καθήκον είναι και το πιο δύσκολο σ’ αυτές τις χώρες, που έχουν βιώσει τον εφιάλτη του σταλινισμού. Εκεί γίνεται κατανοητό καλύτερα και το μεγαλύτερο έγκλημα του σταλινισμού, δηλαδή η δυσφήμιση της εναλλακτικής σοσιαλιστικής προοπτικής. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η ανάπτυξη σ’ αυτές τις χώρες των φασιστικών ιδεών, ένας ακόμη ανασταλτικός παράγοντας για την ταξική ριζοσπαστικοποίηση.

Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος που έχει μπροστά του το ουκρανικό προλεταριάτο είναι μακρύς. Αναμφίβολα θα πληρώσει το τίμημα της απουσίας επαναστατικών δυνάμεων, βιώνοντας από πρώτο χέρι το αποτέλεσμα που θα έχει η εναπόθεση των ελπίδων του στα χέρια των αστών και των ιμπεριαλιστών. Ωστόσο, το βάθεμα της κρίσης που θα πλήξει ακόμη περισσότερο τη χώρα, καθώς και οι συνεχιζόμενοι αγώνες και αντιστάσεις σε όλη την Ευρώπη, που διαμορφώνουν προϋποθέσεις για ένα νέο επαναστατικό κύμα, αλλά και το εύθραυστο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται στην Ουκρανία, μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν μια ώθηση για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αυτή τη φορά για τα δικά του ανεξάρτητα ταξικά συμφέροντα.