Αίγυπτος: νόθο δημοφήφισμα υπέρ της στρατιωτικής χούντας
Σε ποσοστό 98% εγκρίθηκε το προτεινόμενο απ’ τη στρατιωτική χούντα νέο σύνταγμα της Αιγύπτου στο δημοψήφισμα στις 14–15/1. Ωστόσο, στις κάλπες προσήλθε μόλις το 38% των ψηφοφόρων, σε κλίμα απόλυτης τρομοκρατίας και σκληρής καταστολής οποιασδήποτε διαδήλωσης ή διαμαρτυρίας, με 360 χιλ. αστυνομικούς και στρατιωτικούς να επιτηρούν τη διαδικασία, όλη την ηγεσία των Αδελφών Μουσουλμάνων και χιλιάδες μέλη και στελέχη τους στη φυλακή και σε καθεστώς πλήρους λογοκρισίας και φίμωσης των αντιπολιτευόμενων ΜΜΕ.
Ήταν ένα αποτέλεσμα που η στρατιωτική χούντα, ο νυν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Άμυνας Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, που προαλείφεται για νέος πρόεδρος, ήθελε –και φρόντισε– πάση θυσία να πετύχει: πέρα απ’ την αστυνομοκρατία, τη λογοκρισία, την άγρια καταστολή και τις φυλακίσεις (για 10.000 κάνουν λόγο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι), ήδη από το Σεπτέμβρη έχει απαγορευτεί κάθε δραστηριότητα των Αδελφών Μουσουλμάνων και έχουν παγώσει τα περιουσιακά στοιχεία τους, ενώ απ’ τις 25/12 έχουν επιπλέον χαρακτηριστεί «τρομοκρατική οργάνωση», γεγονός που επιτρέπει ακόμα και την καταδίκη σε θάνατο των μελών τους, κατασχέσεις περιουσιών και πάγωμα λογαριασμών, ακόμα και φιλανθρωπικών οργανώσεων που σχετίζονται μαζί τους. Ταυτόχρονα, καθώς το στρατιωτικό καθεστώς ελέγχει σχεδόν απόλυτα την ενημέρωση (μόνο το Αλ Τζαζίρα δεν έχει καταφέρει ακόμα να εξαλείψει), προσπάθησε να δημιουργήσει ένα φιλολαϊκό προφίλ, να παρουσιαστεί ως εγγυητής της σταθερότητας, της ανάπτυξης και της κοινωνικής ισότητας που απέτυχαν να φέρουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Έτσι, δεν δίστασε να υποσχεθεί διπλασιασμό των μισθών στο δημόσιο τομέα, περιορισμό των υπέρογκων ανώτερων μισθών, τερματισμό των στρατοδικείων ενάντια σε πολίτες και της λογοκρισίας στα ΜΜΕ, αναγνώριση των νέων ανεξάρτητων συνδικάτων, ισότητα των φύλων κ.ο.κ. Απέκρυψε δε επιμελώς ότι βασικός στόχος του νέου συντάγματος είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων του στρατιωτικού κατεστημένου, η ενίσχυση και η αυτονόμηση της εξουσίας του, που δεν υπόκειται πια σε κανένα κοινοβουλευτικό ή άλλο έλεγχο, και η διατήρηση των προνομίων που απολάμβανε επί Μουμπάρακ. Μπορεί, λοιπόν, να αφαίρεσε τα άρθρα του συντάγματος της κυβέρνησης Μόρσι που επέβαλλαν τον ισλαμικό νόμο και να περιέλαβε άρθρα για τα δικαιώματα των γυναικών, όμως αυτά απλά χρυσώνουν το χάπι της απόλυτης εξουσίας του στρατού, που θεσμοθετείται πάνω στις αποφάσεις για τις στρατιωτικές δαπάνες από τον κρατικό προϋπολογισμό, τον ορισμό του υπουργού Άμυνας, καθώς και τη συνταγματική κατοχύρωση των έκτακτων στρατοδικείων για τους πολίτες που επιτίθενται εναντίον του στρατού και μιας σειράς αντεργατικών και αντιλαϊκών διατάξεων.
Το 38% που οδηγήθηκε στις κάλπες –οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κάλεσαν σε αποχή– υπερβαίνει το 33% που είχε συμμετάσχει στο δημοψήφισμα της κυβέρνησης Μόρσι, γεγονός που επιτρέπει στο στρατιωτικό καθεστώς να παρουσιάζει το νέο σύνταγμα ως δημοκρατικά επικυρωμένο, τη μεταβατική κυβέρνηση ως νόμιμη, να προγραμματίζει βουλευτικές και προεδρικές εκλογές (τις δεύτερες μέσα στο επόμενο εξάμηνο) και να περιμένει την ανάδειξη του Σίσι στο προεδρικό αξίωμα. Δίνει επίσης την πρόφαση που χρειάζονταν Ε.Ε. και ΗΠΑ να άρουν τις τυπικές αντιρρήσεις τους και ν’ αποκαταστήσουν διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με το στρατιωτικό καθεστώς. Άμεσα αναμένεται να εγκρίνει το Κογκρέσο τη χορήγηση του 1,5 δις δολαρίων αμερικανικής βοήθειας, που είχε παγώσει μετά την ανατροπή Μόρσι τον Ιούλιο.
Η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί για πολύ
Η ανατροπή του φιλολαϊκού προφίλ του χουντικού καθεστώτος έχει ήδη αρχίσει, καθώς οι υποσχέσεις τους αναιρούνται η μια μετά την άλλη: οι αυξήσεις των μισθών στο δημόσιο είναι πολύ μικρότερες απ’ ό,τι έταξαν, ενώ εξαιρέθηκε εντελώς ο ιδιωτικός τομέας. Οι μειώσεις στους εξωφρενικούς μισθούς των υψηλόμισθων αποδείχτηκαν μικρές, η θρησκευτική ανοχή που διακήρυξαν είναι εξαιρετικά περιορισμένη στο νέο σύνταγμα και η ισότητα των φύλων παραμένει στα πλαίσια της Σαρία (ισλαμικός νόμος). Επίσης, η ανεξαρτησία των συνδικάτων ξεχάστηκε (ούτε καν εκπροσωπήθηκαν στην επιτροπή διαβούλευσης). Κάθε μέρα που περνάει γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι δεν αποτελούν κανένα σταθεροποιητικό και ουδέτερο παράγοντα, παρά τη ραχοκοκαλιά του προηγούμενου καταπιεστικού καθεστώτος, που συνεργάζεται με τις ελίτ και μαζί πλουτίζουν σε βάρος των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων (ο στρατός ελέγχει το 1/3 περίπου της οικονομίας). Για όλο και μεγαλύτερο μέρος του λαού, η αντίθεση στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την αλαζονική τους διακυβέρνηση δεν συνεπάγεται πια, αυτόματα, στήριξη του στρατιωτικού καθεστώτος, που εκμεταλλεύτηκε για ακόμα μια φορά το κίνημα, όπως είχε κάνει και το 2011. Η στήριξη ή έστω ανοχή που φάνηκε ν’ απολαμβάνει το στρατιωτικό καθεστώς μετά την απομάκρυνση του Μόρσι, καταρρέει γοργά. Ήδη κομμάτια του κινήματος αποστασιοποιούνται (μέλη του Ταμαρόντ και του Ταγκαμού επιστρέφουν στους δρόμους), οι διαδηλώσεις –όχι των ισλαμιστών αλλά της νεολαίας και των εργαζομένων– έχουν ξαναρχίσει απ’ τον Οκτώβρη μαζί με τις απεργίες. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα στη χώρα παραμένουν άλυτα και η μόνη απάντηση των στρατιωτικών είναι η καταστολή. Οι διεργασίες της επανάστασης που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2011 συνεχίζονται και βαθαίνουν, παλεύοντας με τις αδυναμίες του κινήματος που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ. Η οργάνωση, ο συντονισμός και η δημιουργία ενός επαναστατικού προγράμματος και κόμματος παραμένουν το ζητούμενο.