Η «Έκθεση Ντράγκι» για το μέλλον της ΕΕ

Ντράγκι

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Οκτωβρίου 2024

Στα μέσα Σεπτέμβρη δόθηκε στην δημοσιότητα η «Έκθεση Ντράγκι». Η Έκθεση παραγγέλθηκε από την ίδια την Κομισιόν πριν από ένα χρόνο ώστε να γίνει γνωστή η οικονομική κατάσταση της ΕΕ, η θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και ταυτόχρονα να αναπτυχθούν προτάσεις για το μέλλον της ΕΕ.

Όπως ήταν αναμενόμενο η Έκθεση περιγράφει με ζηλευτή ακρίβεια αλλά ωμότητα την υποχώρηση της ΕΕ, την τελευταία 25ετία, απέναντι στους ανταγωνιστές της: ΗΠΑ και Κίνα. Ως ένα βαθμό εντοπίζει και ορισμένες αιτίες γι’ αυτήν την υποβάθμιση. Αλλά εκεί που μοιάζει με όνειρο καλοκαιρινής νυκτός είναι στις προτάσεις της για την ανατροπή της υποβάθμισης της ΕΕ.

Οι αιτίες της υποβάθμισης της ΕΕ

Η Έκθεση σημειώνει ότι το 2002 το ΑΕΠ της ΕΕ ήταν 7,2 τρισ. δολάρια (περιλαμβανομένης και της Βρετανίας), των ΗΠΑ 9 τρισ. και της Κίνας 1,2 τρισ. Το 2022 το ΑΕΠ της ΕΕ είχε αυξηθεί σε 16,7 τρισ., των ΗΠΑ σε 27,3 τρισ. και της Κίνας σε 18 τρισ. δολάρια. Το χάσμα ως προς το ΑΕΠ μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ διευρύνθηκε από 15% το 2015 σε 30% το 2022. Αυτή η υποβάθμιση της ΕΕ εντοπίζεται και σε άλλους τομείς. Π.χ. το 2000, το μερίδιο της ΕΕ στις παγκόσμιες εξαγωγές μη ενεργειακών αγαθών ανέρχονταν περίπου στο 27% και της Κίνας περίπου στο 7%. Σήμερα της ΕΕ βρίσκεται περίπου στο 17% ενώ της Κίνας έχει εκτιναχθεί στο 20%. Επιπλέον, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα κύρια εξαγωγικά αγαθά της Κίνας εντοπίζονταν σε τομείς κυρίως μικρού και μεσαίου τεχνολογικού επιπέδου (ένδυση, υπόδηση, πλαστικά) σήμερα προέρχονται από το ανώτερο επίπεδο (ηλεκτρικά αυτοκίνητα, εξειδικευμένα μηχανήματα, εναλλακτικές μορφές ενέργειας, κ.α.).

Ενώ μέχρι το 2000 η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο στην ΕΕ είχε περίπου αγγίξει την αντίστοιχη των ΗΠΑ, έκτοτε έχει πέσει κοντά στο 80% της τελευταίας. Στις 50 κορυφαίες εταιρίες τεχνολογίας μόνο 4 είναι ευρωπαϊκές ενώ το μερίδιο της ΕΕ στα παγκόσμια έσοδα τεχνολογίας μειώθηκε μεταξύ 2013 και 2023 από 22% στο 18% (το αντίστοιχο των ΗΠΑ αυξήθηκε από 30% στο 38%).

Αλλά δίπλα στα προαναφερθέντα υπάρχουν και άλλες δυσοίωνες προβλέψεις όπως η ταχύτερη γήρανση του πληθυσμού στην ΕΕ, οι ακριβότερες τιμές στην ενέργεια, η σταδιακή συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου, κ.α.

Πού οφείλεται αυτή η υποβάθμιση; Η έκθεση εντοπίζει το πρόβλημα στην έλλειψη: α) μιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ειδικά στις επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών, β) στις μειωμένες δαπάνες για Έρευνα και Καινοτομία, ειδικά στις νέες τεχνολογίες, γ) στην προσκόλληση της ΕΕ σε μια βιομηχανική δομή (καταναλωτικά αγαθά, αυτοκινητοβιομηχανία, κ.α.) που ήδη γίνεται παραδοσιακή, αντί για ενίσχυση του κλάδου των νέων τεχνολογιών όπως στις ΗΠΑ.

Στην ανάλυση του Ντράγκι για την υποβάθμιση της ΕΕ οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι υπάρχει μια γενναία αίσθηση αυτοκριτικής. Πράγματι, χρειάζεται απίστευτο θάρρος για έναν νεοφιλελεύθερο για να ομολογήσει ότι η ΕΕ, από τότε μάλιστα που εισήχθη το ευρώ και γενικεύτηκαν και βάθυναν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η ΕΕ όχι μόνο δεν προόδευσε αλλά βρίσκεται μπροστά σε μια «υπαρξιακή πρόκληση» δηλαδή, με απλά λόγια, σε μια θανάσιμη πορεία. Αλλά αυτό το θάρρος είναι μάλλον προσωρινό, και πολύ γρήγορα ο νεοφιλελεύθερος Ντράγκι επανακάμπτει δριμύτερος. Παρ’ όλο που στην Έκθεση αφθονούν οι στατιστικές συγκρίσεις με την Κίνα, το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι οι ΗΠΑ. Ο Ντράγκι αγωνιά για την υποβάθμιση της ΕΕ αλλά βλέπει τη λύση όχι στην Κίνα ή στις BRICS, αλλά στις ΗΠΑ, και μάλιστα παραβλέποντας την οικονομική υποβάθμιση των ΗΠΑ (άσχετα αν υποβαθμίζονται βραδύτερα απ’ ότι η ΕΕ) και θαυμάζοντας τις νέες τεχνολογίες.

Με τις νεοφιλελεύθερες προκαταλήψεις και με έναν θαυμασμό απέναντι στις ΗΠΑ, η ανάλυση της Έκθεσης για την υποβάθμιση της ΕΕ θολώνει και εκτρέπεται, παρά τις όποιες επιμέρους σωστές διαπιστώσεις.

Οι ανεφάρμοστες νεοφιλελεύθερες προτάσεις

Αντίστοιχα χωλαίνουν και οι προτάσεις για την ανατροπή της υποβάθμισης της ΕΕ. Ποιες είναι αυτές; Ο Ντράγκι κινούμενος στη σφαίρα των ευσεβών πόθων του προτείνει ένα γιγαντιαίο δεκαετές πρόγραμμα ενίσχυσης των επενδύσεων, ειδικά στις νέες τεχνολογίες, ύψους 750 με 800 δισ. τον χρόνο, που αντιστοιχεί ετησίως στο 4,4 με 4,7% του ΑΕΠ της ΕΕ το 2023. (Το σχέδιο Μάρσαλ του 1948-51 αντιστοιχούσε περίπου στο 1-2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ). Πώς θα συγκεντρωθεί αυτό το ποσό; Με κοινό δανεισμό σε επίπεδο ΕΕ. Ποιος θα το χρησιμοποιήσει; Ο ιδιωτικός τομέας και όχι ο δημόσιος. Αντίστοιχα θα πρέπει να υπάρξει και μια αύξηση των εσόδων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μαζί με μια ανακατανομή των δαπανών του από ενισχύσεις σε αγρότες κ.α. προς τις νέες τεχνολογίες.

Οι προτάσεις του Ντράγκι είναι κυριολεκτικά ένα όνειρο καλοκαιρινής νυκτός, και αυτό για δύο βασικούς λόγους:

α) Ο Ντράγκι έχει θαμπωθεί από τις ΗΠΑ και τις νέες τεχνολογίες. Αλλά οι ΗΠΑ είναι ένας κόκκινος γίγαντας με μια τεράστια λαμπρότητα αλλά καταδικασμένος να καταρρεύσει. Αντί να διδαχθεί από άλλες περιόδους ανάπτυξης άλλων καπιταλιστικών χωρών ή ακόμη και των BRICS, δηλαδή να προτείνει εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις σε παιδεία, υγεία, αύξηση του βιοτικού επιπέδου, υποδομές, έρευνα και ανάπτυξη, ίδρυση νέων επιχειρήσεων, κ.α., μένει προσκολλημένος στα νεοφιλελεύθερα δόγματά του.

β) Ο κοινός δανεισμός της ΕΕ είναι απλά ευσεβής πόθος γιατί αφενός θα σήμαινε την ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας και αφετέρου θα έπρεπε να στηρίζεται σε μια ολοένα και μεγαλύτερη. οικονομική και κυρίως πολιτική ενοποίηση της ΕΕ. Στην πραγματικότητα η ΕΕ κινείται επιταχυνόμενα προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως συμβολικά αποδεικνύει και η μερική αναστολή της Συνθήκης του Σέγκεν από την ίδια την Γερμανία!

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η έκθεση του Ντράγκι συνάντησε την απόλυτη σιωπή. Ο μόνος που ασχολήθηκε μαζί της, αλλά μόνο και μόνο για να την περιφρονήσει, ήταν ο Λίντνερ, υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας.

Είναι κοινό μυστικό ότι η μπουρζουαζία στις ΗΠΑ και στην ΕΕ δεν πιστεύει πλέον σε δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης απέναντι στους ανταγωνιστές γι’ αυτό και έχει επιλέξει τον πόλεμο απέναντι τόσο στην εργατική τάξη όσο και στους ανταγωνιστές της. Στο μόνο που μπορεί να χρησιμεύσει η Έκθεση, είναι να ενισχυθεί ο τομέας παραγωγής όπλων.