Εκλογές στο Μπανγκλαντές

Έκρυθμη παραμένει η κατάσταση στο Μπανγκλαντές μετά τις βουλευτικές εκλογές στις 5 Ιανουαρίου. Οι εκλογές, καθώς και η προεκλογική περίοδος, χαρακτηρίστηκαν ως οι πιο βίαιες και αιματηρές από την ανεξαρτησία της χώρας το 1971.

Αν και η θητεία της κυβέρνησης είχε λήξει, η πρωθυπουργός Σέιχ Χασίνα Ουαζέντ αρνούνταν να προκηρύξει νέες εκλογές. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση για αυταρχισμό και διαφθορά, ζητώντας την παραίτησή της και διορισμό ανεξάρτητης υπηρεσιακής κυβέρνησης, όπου δεν θα συμμετείχε μέλος κανενός κόμματος και η οποία θ’ αναλάμβανε την προκήρυξη και διεξαγωγή εκλογών. Κάτω και από την πίεση της λαϊκής δυσαρέσκειας, η Ουαζέντ, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τον σκόπελο μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης, προκήρυξε εκλογές.

Η αντιπολίτευση κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να ελέγξει την εκλογική διαδικασία, ώστε να εξασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία. Ανήγγειλε ότι δεν θα συμμετάσχει σ’ αυτές και ότι θα τις μποϋκοτάρει. Μέσω των συνδικάτων που ελέγχει, οργάνωσε τριήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες κλείνοντας δημόσιες υπηρεσίες και σχολεία, προχωρώντας σε αποκλεισμούς δρόμων και σιδηροδρομικών σταθμών. Κάλεσε στο κλείσιμο των καταστημάτων και οργανωμένες ομάδες οπαδών της επιτίθονταν σε οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος ή και σε τυχαίους περαστικούς. Τις μέρες των εκλογών προκήρυξε 48ωρη απεργία, ενώ οι οπαδοί της επιτέθηκαν σε τουλάχιστον 400 εκλογικά τμήματα καταστρέφοντάς τα ολοσχερώς.

Απ’ τη μεριά της η κυβέρνηση κατήγγειλε την αντιπολίτευση για τη δημιουργία αναταραχής και ότι προσπαθεί ν’ ακυρώσει τις εκλογές προς όφελός της. Στρατιωτική δύναμη 50.000 ανδρών αναπτύχθηκε σ’ όλη τη χώρα για τον περιορισμό των επεισοδίων, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ στρατού, αστυνομίας, οπαδών της κυβέρνησης και αντιπολιτευόμενων ήταν καθημερινές, με δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες.

Η κατάσταση εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την εντολή για κατ’ οίκον περιορισμό της ηγέτιδας της αντιπολίτευσης Χαλέντα Ζία και την απαγόρευση να συμμετάσχει στις εκλογές το Ισλαμικό Κόμμα. Μέλη του προσήχθησαν σε δίκη και καταδικάστηκαν σε θάνατο με την κατηγορία ότι διέπραξαν αγριότητες κατά του λαού και υπέρ του Πακιστάν κατά τη διάρκεια του πόλεμου της ανεξαρτησίας.

Το αποτέλεσμα ήταν μόλις το 40% του εκλογικού σώματος να συμμετάσχει στις εκλογές. Μερικοί αναλυτές αναφέρουν ότι είναι πιθανόν να ψήφισε λιγότερο απ’ το 30%. Απ’ τις 300 εκλογικές περιφέρειες, εκλογές διεξήχθησαν μόλις στις 147. Οι επιθέσεις στα εκλογικά τμήματα, η παρεμπόδιση των ψηφοφόρων να προσέλθουν στις κάλπες αλλά και η απόφαση της ίδιας της κυβέρνησης να μην διεξαχθούν εκλογές εκεί όπου κατέβαινε μόνο δικός της υποψήφιος, έριξαν τα ποσοστά της συμμετοχής και κατέστησαν τα αποτελέσματα αμφισβητούμενα. Οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ΟΗΕ, άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμοί αρνήθηκαν να στείλουν παρατηρητές χαρακτηρίζοντας την εκλογική διαδικασία «διάτρητη» και τις συνθήκες διεξαγωγής «ανώμαλες».

Όπως ήταν αναμενόμενο, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε η Λαϊκή Ένωση, το κόμμα της Ουαζέντ, με ποσοστό 77% και προχώρησε στο σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Η νέα κυβέρνηση είναι έωλη και απονομιμοποιημένη λόγω όχι τόσο του μποϊκοτάζ όσο κυρίως της δικής της στάσης – και είναι ζήτημα χρόνου προτού προκηρυχθούν νέες εκλογές.

Η αστική πολιτική σκηνή του Μπαγκλαντές τα τελευταία 22 χρόνια χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή στην εξουσία δύο αστικών κομμάτων. Της Λαϊκής Ένωσης (Awami League), που θεωρείται «κεντροαριστερή» και έπαιξε ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα. Ηγέτης της και πρώτος πρόεδρος του ανεξάρτητου Μπαγκλαντές ήταν ο Σέιχ Μουτζιμπάρ Ραχμάν, πατέρας της σημερινής πρωθυπουργού. Το άλλο κόμμα είναι η Εθνική Ένωση (BNP), που θεωρείται δεξιό κόμμα και ιδρύθηκε από τον πρώην πρωθυπουργό Ζιάρ Ραχμάν, σύζυγο της σημερινής ηγέτιδας του κόμματος Χαλίντα Ζία. Και οι δύο άντρες δολοφονήθηκαν.

Τα δύο κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία και μόνο τέσσερις φορές έχουν διεξαχθεί εκλογές, ενώ συχνή είναι η παρέμβαση και κατάληψη της εξουσίας απ’ τον στρατό. Κάθε φορά που το ένα κόμμα βρίσκεται στην εξουσία επιτίθεται, συλλαμβάνει, βασανίζει τους οπαδούς του άλλου και καταστρέφει τις περιουσίες τους. Τα δύο κόμματα είναι βαθιά διεφθαρμένα και το ίδιο ισχύει για όλο τον κρατικό μηχανισμό, δικαστικούς, στρατό, αστυνομία. Μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος των δύο ηγέτιδων έχουν κατηγορηθεί για διαφθορά και χρηματισμό και έχουν οδηγηθεί σε δίκη.

Ωστόσο και τα δύο κόμματα είναι πολύ αδύναμα και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διεκδικήσουν αυτόνομα την εξουσία. Είναι αναγκασμένα να ηγούνται συνασπισμών. Ουσιαστικά αυτό που τα κρατάει στην εξουσία είναι οι ιδιαίτερες σχέσεις τους με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς το Μπανγκλαντές αποτελεί τη δεύτερη κατασκευάστρια και εξαγωγό χώρα στον κόσμο έτοιμων ενδυμάτων για λογαριασμό γνωστών εταιριών των δυτικών χωρών.

Το σκηνικό βίας και φόβου είναι ως ένα βαθμό τεχνητό και λειτουργεί αποτρεπτικά ώστε οι πλατιές εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, που ζουν στη φτώχεια και εξαθλίωση και δεν πιστεύουν ότι τα αστικά κόμματα τούς προσφέρουν λύσεις, να μην εκφράσουν την αηδία και απόρριψη των αστικών πολιτικών έστω με την ψήφο τους και να κρατιούνται στο περιθώριο της πολιτικής ζωή. Ο φόβος των αστών πολιτικών είναι δικαιολογημένος. Η νέα άνοδος των εργατικών αγώνων, με σκληρό πυρήνα τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, δείχνει ότι γίνονται σημαντικές διεργασίες στο εργατικό κίνημα της χώρας, που σύντομα μάλλον θα εκφραστούν και πολιτικά.