Μνημονιακός προϋπολογισμός 2024 Και φορολογία ελευθέρων επαγγελματιών

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου 2023

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Προϋπολογισμός του 2024, που κατατέθηκε στις 21 Νοεμβρίου στη Βουλή, δεν διαφέρει με το προσχέδιό του (δες προηγούμενο φύλλο της Εργατικής Πάλης) εκτός από το ότι σε αυτόν καταγράφονται οι δαπάνες διαφόρων υπουργείων, οι οποίες δεν αναφέρονταν στο προσχέδιο.

Συνοψίζοντας, τα βασικά χαρακτηριστικά του προϋπολογισμού του 2024 είναι:

α) Η αύξηση του ΑΕΠ για το 2024 προβλέπεται να ανέρθει στο 2,4% αλλά πάνω από το 60% αυτής της αύξησης οφείλεται στην εμπροσθοβαρή εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης, πράγμα που σημαίνει ότι από το 2025 και μετά οι αυξήσεις του ΑΕΠ θα ισοπεδωθούν λίγο πάνω ή κάτω από το 0%.

β) Ο προϋπολογισμός του 2024 είναι μία από τις χειρότερες εκδοχές μνημονιακού προϋπολογισμού. Αυξάνει ανάλγητα και προκλητικά τους φόρους προς τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και διατηρεί σταθερές τις δαπάνες των κοινωνικών υπουργείων αλλά και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.

γ) Η φορολογική επιδρομή, για την ακρίβεια λεηλασία, στο εισόδημα των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δεν έχει προηγούμενο. Αυτή η φορολογική επιδρομή συμβάλει σχεδόν ισοδύναμα με την κερδοσκοπία των επιχειρήσεων στις σαρωτικές αυξήσεις στα προϊόντα του λεγόμενου καλαθιού της νοικοκυράς (τρόφιμα, ενέργεια, κ.α.). Οι αυξήσεις των βασικών καταναλωτικών αγαθών συνεχίζονται, δηλαδή η ακρίβεια γιγαντώνεται, παρ’ όλο που γενικά ο πληθωρισμός μειώνεται, όχι λόγω κλιματικής κρίσης ή άλλων προβλημάτων στην αγροτική παραγωγή, αλλά σχεδόν αποκλειστικά εξαιτίας της φρενιασμένης κερδοσκοπίας των λίγων μονοπωλιακών ομίλων (εταιρίες τροφίμων, σούπερ μάρκετ, ενεργειακές εταιρίες, κ.α.). Το αστικό κράτος λεηλατεί τους μισθούς και τις συντάξεις, όπως ακριβώς τους λεηλατούν και οι μεγάλες αστικές επιχειρήσεις.

δ) Οι δαπάνες για την Υγεία αυξάνονται από 5,6 δισ. το 2023 σε 6 δισ. το 2024, οι δαπάνες  για την Παιδεία παραμένουν σταθερές, από 6,4 στα 6,5 δισ. για το 2024, και το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες για την Πρόνοια που παραμένουν σταθερές στα 3,5 δισ. Αυτή η πολιτική που κρατά χαμηλά τις δαπάνες σε όλη τη μνημονιακή περίοδο, παρ’ όλη τη μεγάλη αύξηση των αναγκών, οδηγεί σε τρία συνειδητά σχεδιασμένα αποτελέσματα: α) το προσωπικό μειώνεται και η εργασία εντατικοποιείται στο μέγιστο βαθμό, β) οι προσφερόμενες υπηρεσίες, παρά την αυτοθυσία των εργαζομένων, χειροτερεύουν διαρκώς, και γ) η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη αυτήν την κατάσταση προχωρά, σταδιακά και σιωπηλά, σε ιδιωτικοποιήσεις μέχρι να αρχίσει απροκάλυπτα να ιδιωτικοποιεί ολόκληρους τομείς, με πρόσχημα τις… υποβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες.

ε) Από το 2024 επανέρχεται το Σύμφωνο Σταθερότητας που είχε ανασταλεί λόγω της κρίσης της πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι επανέρχονται τα αιματοβαμμένα πρωτογενή (χωρίς την πληρωμή των τόκων του χρέους) πλεονάσματα του προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2024 γίνεται βασιλικότερη του βασιλέως. Το 2022 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 0,3 δισ. (0,1% του ΑΕΠ) και το 2023 προϋπολογίζονταν στα 1,6 δισ. (0,7% του ΑΕΠ). Τελικά το 2023 έφθασε στα 2,5 δισ. (1,1%). Το 2024 υπολογίζεται στα 5 δισ. (2,1% του ΑΕΠ)!!! Παρ’ όλα αυτά, το χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται φθάνοντας το 2024 τα 403 δισ. (χρέος κεντρικής διοίκησης) συν άλλα 60 δισ. (έντοκα γραμμάτια και repos), και γι’ αυτό το λόγο, μαζί βέβαια με τα σταθερά αυξημένα επιτόκια, αυξάνονται και οι τόκοι για το 2024: από 6 στα 7,5 δισ.

Το φορολογικό νομοσχέδιο των ελευθέρων επαγγελματιών

Αυτή η μνημονιακή φοροεπιδρομή απέναντι σε εργαζόμενους και φτωχά λαϊκά στρώματα πήρε μια νέα διάσταση με την αιφνιδιαστική ψήφιση του νόμου για τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών.

Η συνολική κατάσταση με τη φορολογία έχει ως εξής: οι εφοπλιστές φορολογούνται προαιρετικά, οι τραπεζίτες έχουν να πληρώσουν φόρους κοντά 13 χρόνια (είναι η λεγόμενη αναβολή φορολόγησης τραπεζικών κερδών) και όπως είναι αναμενόμενο κάποια στιγμή θα διαγραφούνε οι οφειλές τους, οι μεγάλοι βιομήχανοι φοροδιαφεύγουν νόμιμα με τις υποτιμολογήσεις/υπερτιμολογήσεις και τις λεγόμενες τριγωνικές συναλλαγές (εξάγουν τα προϊόντα τους π.χ. στην Κύπρο που έχει χαμηλή φορολογία, και μετά τα επανεισάγουν στη χώρα μας όπου και τα πουλούν), οι λαθρέμποροι στη διακίνηση πετρελαίου και βενζίνης γλιτώνουν περίπου 600 εκ. φόρους τον χρόνο (παρ’ όλο που υπάρχουν εδώ και δεκαπέντε χρόνια οι τεχνικές δυνατότητες να παταχθεί το λαθρεμπόριο), η φορολογία στα μερίσματα (στα κέρδη) των επιχειρήσεων μειώθηκε και πάλι, και, τέλος, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις δεκάδες νόμιμες φοροαπαλλαγές των μεγάλων επιχειρήσεων.

Με αυτή την προκλητικά άδικη και ταξική πολιτική η κυβέρνηση ψήφισε το φορολογικό νομοσχέδιο για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Το πρόσχημα ήταν ότι αυτοί φοροδιαφεύγουν. Πράγματι, αυτό ισχύει για τους μεσαίους και μεγάλους ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιαίτερα για τις εταιρίες (δικηγορικές, εμπορικές, μεταφορικές, κ.α.). Αλλά σε αυτό η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε και συνεχίζει να μην κάνει. Αντιθέτως στόχευσε στους μικρούς, που ακόμη κι αν φοροδιαφεύγουν, το κάνουν για να μπορέσουν να αυξήσουν λίγο πιο πάνω από τον βασικό μισθό το χαμηλό τους εισόδημα ή για να μπορέσουν να αντιστοιχίσουν το εισόδημά τους στις ατελείωτες ώρες δουλειάς τους. Αυτούς στοχεύει η κυβέρνηση και εφαρμόζει το σύστημα του τεκμαρτού εισοδήματος. Με αυτή την φορολόγηση στοχεύει να αρπάξει, ψυχρά και ωμά, 600 εκ. για το 2024. Επιπλέον με αυτό το σύστημα, οι μεγάλοι θα πληρώνουν ένα υποτυπώδη φόρο και θα απαλλάσσονται από τον όποιον φορολογικό τους έλεγχο. Προφανώς, ο απώτερος στόχος της κυβέρνησης είναι να εξοντώσει τους μικρούς για να ωφεληθούν οι μεσαίοι και οι μεγάλοι.