O υπόγειος παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος
Πως το «G20» μετατρέπεται σε «G μηδέν»
Στις 15-16 Φλεβάρη συναντήθηκαν στη Μόσχα οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες του G20. Μία εβδομάδα πριν είχαν συναντηθεί οι αντίστοιχοι του G7. Το κύριο θέμα ήταν η προσπάθεια χαλιναγώγησης του υπόγειου παγκόσμιου νομισματικού πολέμου. Το πρόβλημα οξύνθηκε πρόσφατα από την Ιαπωνία. Η πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση του Σίνζο Άμπε — τρομαγμένη και από την πρόσφατη απροσδόκητη επιδείνωση της ιαπωνικής οικονομίας (ενώ το 2ο τρίμηνο του 2012 η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 3,9%, στο 3ο τρίμηνο κατέρρευσε στο 0,4% και στο 4ο στο 0,1%) — αποφάσισε αιφνιδιαστικά και μονομερώς να τονώσει την ιαπωνική οικονομία «τυπώνοντας» γιεν. Αυτή η κίνηση μεταφράζεται σε αύξηση του εγχώριου πληθωρισμού και υποτίμηση του γιεν (ώστε να «ενισχυθούν και οι εξαγωγές της Panasonic και της Sony»). Έτσι, από τις αρχές Οκτώβρη μέχρι σήμερα το γιεν έχει υποτιμηθεί κοντά στο 20% σε σχέση με το δολάριο, το ευρώ αλλά και νομίσματα άλλων χωρών (Κίνας, Βραζιλίας κ.α.). Από την πρόβλεψη αυτής της υποτίμησης ο γνωστός κερδοσκόπος κ. Σόρος λέγεται ότι κέρδισε 1 δις δολάρια.
Στη Σύνοδο του G7 η υποτίμηση του γιεν αποδόθηκε στην προσπάθεια της ιαπωνικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την εγχώρια ύφεση (που θεωρείται θεμιτή) και όχι σε προσπάθειά της να χειραγωγήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του γιεν (πράγμα που θα σήμαινε ότι τις ισοτιμίες δεν τις καθορίζουν οι αγορές αλλά οι κυβερνήσεις). Οι G7 βάφτισαν το κρέας ψάρι και καμουφλάρισαν κάτω από μια «ψύχραιμη» διατύπωση την ανημπόρια τους μπροστά στην κίνηση της Ιαπωνίας. Οι αγορές όμως θεώρησαν ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο έντονων συναλλαγματικών διακυμάνσεων, απέναντι στις οποίες οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Γι’ αυτό, στη Σύνοδο του G20, όλοι οι υπουργοί Οικονομικών έτρεχαν να διορθώσουν αυτή την «εσφαλμένη» εντύπωση και να καθησυχάσουν τις αγορές ότι δεν θα ξεκινούσε νομισματικός πόλεμος. Στην πραγματικότητα βέβαια μαίνεται εδώ και καιρό ένας υπόγειος νομισματικός πόλεμος και η υποτίμηση του γιεν ήταν το πιο πρόσφατο επεισόδιό του. Ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμη ανεξέλεγκτος. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε το σταμάτημα του παγκόσμιου εμπορίου και, συνεπώς, την εκρηκτική επιδείνωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Πίσω από αυτά βρίσκονται οι εκρηκτικές αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού αλλά και οι αλλαγές στους οικονομικούς συσχετισμούς δύναμης: και τα δύο μόνο με κατακλυσμιαίες αλλαγές μπορούν να αλλάξουν. Καταρχάς, τα νομίσματα των ιμπεριαλιστικών χωρών είναι υπερτιμημένα απέναντι στα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, κ.α.) κι αυτό εκφράζει τη μακροπρόθεσμη άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας των τελευταίων σε σχέση με τις πρώτες. Μια τέτοια διόρθωση όμως θα ισοδυναμούσε με εκατοντάδες πυρηνικές εκρήξεις: θα σήμαινε ότι το δολάριο παύει να είναι ηγεμονικό νόμισμα και ταυτόχρονα ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες γίνονται εξαρτημένες και οι εξαρτημένες γίνονται ιμπεριαλιστικές. Αν και προς το παρόν αυτό είναι αδύνατο, έχουν ξεκινήσει οι διεργασίες, π.χ. η Κίνα (και δεν είναι η μόνη) έχει συνάψει συμφωνίες με 20 χώρες για ανταλλαγές εμπορευμάτων με παράκαμψη του δολαρίου.
Οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν έχουν βγει ακόμη από την κρίση του 2008 ή, για την ακρίβεια, μόλις πήγαν να βγουν φαίνεται ότι ξανακυλάνε. Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια να ρίξουν την κρίση στους άλλους θα γίνει πιο λυσσασμένη και ανεξέλεγκτη. Ένα καλό εργαλείο για αυτό είναι το «τύπωμα» χρήματος για την τόνωση της δικιάς τους οικονομίας και η υποτίμηση του νομίσματός τους (ειδικά αν είναι μονομερής, αιφνιδιαστική και μεγάλη), ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές. Αυτό έκανε η Ιαπωνία. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα: κανένας δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση ώστε να σηκώσει τα βάρη της κρίσης για τους άλλους (όπως λίγο πολύ γινόταν τα τελευταία 30 χρόνια).
Οι ΗΠΑ αντιδράσανε σχετικά ήπια, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν το «τύπωμα» χρήματος, δεν θα μείνουν απαθείς σε υποτιμήσεις άλλων νομισμάτων (ειδικά του ευρώ) και δεν θα διακινδυνεύσουν την αργή ανάρρωση της οικονομίας τους. Οι μεγαλύτερες, όμως, αντιδράσεις προήλθαν από χώρες σαν τη Βραζιλία, που βλέπουν ότι η ανατίμηση του νομίσματός τους κινδυνεύει να τις ξαναβυθίσει στην ύφεση ή σε αναιμική ανάπτυξη. Όσον αφορά το ευρώ, δεν είναι νόμισμα κατάλληλο για όλους τους Ευρωπαίους. Η Γερμανία, οχυρωμένη πίσω από τη σχετικά υψηλή της παραγωγικότητα, ενοχλήθηκε από την υποτίμηση του γιεν, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να ξεκαθαρίσει ότι περαιτέρω υποτίμησή του πρέπει να αποκλειστεί γιατί θα σήμαινε κήρυξη πολέμου. Ταυτόχρονα, δεν έχασε την ευκαιρία να επαναδιατυπώσει τη γνωστή συνταγή της του αποπληθωρισμού και της ενάρετης δημοσιονομικής πολιτικής. Βέβαια, αν εφαρμοζόταν παντού αυτή η συνταγή, η κρίση θα γινόταν ανεξέλεγκτη και θα επέστρεφε σαν μπούμερανγκ πάνω της. Από την άλλη, η Γαλλία, η Ιταλία κ.α. βρίσκονται σε κατάσταση πανικού. Βυθίζονται στην ύφεση, ο κίνδυνος δημοσιονομικής κατάρρευσης τις απειλεί και, ενώ ζητούν απεγνωσμένα σημαντική υποτίμηση του ευρώ, εισπράττουν την άρνηση της Γερμανίας και την ανατίμηση του ευρώ απέναντι στο γιεν.
Έτσι, οι G20 για άλλη μια φορά δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε ένα συνολικό σχέδιο, παρά μόνο να αποφύγουν προς το παρόν τα χειρότερα. Έτσι όμως τα χειρότερα δεν αποφεύγονται. Οι διάφορες κυβερνήσεις θα προχωρούν ολοένα και περισσότερο σε απότομες υποτιμήσεις (με ανοιχτό τον κίνδυνο οποιαδήποτε στιγμή να γίνουν ανεξέλεγκτες), ενώ ταυτόχρονα θα γενικεύονται οι διακρατικές συμφωνίες «αντιπραγματισμού», που όχι μόνο παρακάμπτουν το δολάριο αλλά τείνουν προς τον εμπορικό πόλεμο και τον θρυμματισμό της παγκόσμιας αγοράς.
EΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Απρίλιος 2013