Χρεωκοπίες τραπεζών — Προς νέο κραχ τύπου 1929

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Απριλίου

«Βρισκόμαστε στην αρχή μιας κρίσης χρέους στις ΗΠΑ και είμαστε μόλις στα πρώτα βήματά της… η Credit Suisse είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει, αλλά και πολύ μεγάλη για να σωθεί … Έφτασε η ώρα Lehman για την Ευρώπη;» (Νουριέλ Ρουμπίνι, 15/3)

Στις 10/3 κατάρρευσε η αμερικάνικη τράπεζα Silicon Valley Bank (SVB) και οι ρυθμιστικές αρχές την έκλεισαν, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο των αποθεματικών της. Οι καταθέσεις μέχρι 250.000 δολάρια ανά καταθέτη θα εξυπηρετηθούν από τα αποθεματικά της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εγγύησης Καταθέσεων (FDIC). Στις 27/3 τελικά η SVB εξαγοράστηκε από την First Citizens – αμέσως έγινε λόγος για «ηρεμία στις αγορές», αλλά μάλλον πρόκειται για ηρεμία πριν την μπόρα!

Η αμερικάνικη κυβέρνηση και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) προσπαθούν να πείσουν πως το τραπεζικό σύστημα είναι «πραγματικά ασφαλές, καλά κεφαλαιοποιημένο, ανθεκτικό» (υπ. Οικονομικών ΗΠΑ, 12/3). Πως δεν έγινε κάτι σοβαρό, γιατί πρόκειται απλά(!) για την 16η μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα κ.ά. Στην ουσία πρόκειται για τη 2η μεγαλύτερη πτώχευση τράπεζας στην ιστορία των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της Washington Mutual το 2008.

 Που οφείλεται η κατάρρευση της SVB;

Πρώτον, στη νέα έκρηξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, στον παρασιτισμό και τη χρεωκοπία του συστήματος.

Δεύτερον, στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των τελευταίων 40-50 χρόνων της «απορρύθμισης» και «απελευθέρωσης» του χρηματοπιστωτικού τομέα και στα δεκάδες σκάνδαλα στο εσωτερικό του.

Τρίτον, στo ότι από τη μια οι τράπεζες πρέπει να προσφέρουν ασφάλεια στα χρήματα του κοινού αλλά, από την άλλη, αποτελούν κερδοσκοπικούς οργανισμούς που παίρνουν ρίσκα. Μεγαλύτερο κέρδος σημαίνει σήμερα επενδύσεις σε χρεόγραφα και παράγωγα με μεγαλύτερη απόδοση, άρα πιο «τοξικά».

Πυροδότης της κατάρρευσης ήταν η έλλειψη ρευστότητας, δηλ. η τράπεζα δεν είχε τις απαιτούμενες ποσότητες χρημάτων για να ανταποκριθεί στις μαζικές αναλήψεις που ζητούσαν οι καταθέτες (bank run). Αυτές προήλθαν από την «κακή είδησης» πως η SVB θα πουλούσε μετοχές για να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας. Η έλλειψη ρευστότητας οφειλόταν στο ότι η SVB είχε δανειστεί «φτηνό χρήμα» παλιότερα, μέσω της «ποσοτικής χαλάρωσης» (QE). Αυτά τα χρήματα του QE –πολλά τρισεκατομμύρια παγκόσμια– όχι μόνο δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά τροφοδότησαν νέους γύρους κερδοσκοπικών τοποθετήσεων (με πιο χαρακτηριστικές αυτές στα παράγωγα). Όταν όμως άρχισε να ξεσπάει ο πληθωρισμός (λόγω αυτής της τεράστιας μάζας χρήματος, αλλά και λόγω της οικονομικής στασιμότητας και του κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομία ιδιαίτερα μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία), όλες οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια: πλέον το άφθονο «φτηνό χρήμα» επέστρεφε ως «ακριβό». Έγινε πολύ πιο δύσκολο, λόγω του αυξημένου κόστους δανεισμού, τράπεζες όπως η SVB να βρουν πηγές χρηματοδότησης.

Το πρόβλημα αφορά και πολλές επιχειρήσεις διεθνώς (ανάμεσά τους και μεγάλες), πολλές από τις οποίες είναι «ζόμπι»: τα έσοδά τους δεν φτάνουν για να καλύψουν τα έξοδα και την αποπληρωμή των χρεών τους. Μοιραία αυτό καταλήγει σε απολύσεις – και σήμερα βλέπουμε πολλές χιλιάδες σε μεγάλες επιχειρήσεις (π.χ. της «υψηλής τεχνολογίας»).

Ντόμινο καταρρεύσεων

Η κατάρρευση της SVB προκάλεσε ένα τραπεζικό ντόμινο, κάτι που οφείλεται στον τεράστιο βαθμό αλληλεξάρτησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στο πόσο ευάλωτο έχει γίνει, ακόμα και σε φαινομενικά τυχαία γεγονότα. Στις ΗΠΑ, δεκάδες άλλες μικρές και αδύναμες περιφερειακές τράπεζες αντιμετωπίζουν τα ίδια ή χειρότερα προβλήματα. Η Signature Bank χρεοκόπησε, στο παρά πέντε γλύτωσε η First Republic Bank (FRB). Στην Ευρώπη, πρώτη βάρεσε κανόνι η Credit Suisse, 2η μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα, με την κεντρική τράπεζα της χώρας να ρίχνει «σωσίβιο» 50 δισ. ευρώ – το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί σε τράπεζα από την κρίση του 2008. Eξαγοράστηκε από την UBS, κίνηση «αποφασιστική… για την σταθερότητα όλου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος», όπως δήλωσε ο ελβετός πρόεδρος. Το μεγαθήριο της Deutsche Bank επίσης κινδυνεύει. Όλα συγκλίνουν στο ότι είμαστε στην αρχή μιας νέας κρίσης, ισχυρότερης από το 2008, με δεκάδες ευρωπαϊκές τράπεζες (όπως και ελληνικές) να κινδυνεύουν.

 Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

Το 2023 δεν είναι 2008, αλλά όχι επειδή το σύστημα είναι καλύτερα θωρακισμένο. Αντίθετα, ποτέ δεν ανέκαμψε, όλα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν απέτυχαν και βρίσκεται σήμερα ακόμα πιο αδύναμο. Η υπερδεκαετής «ποσοτική χαλάρωση» ανέβαλε την κατάρρευση για μια πολύ μεγαλύτερη αργότερα (τη σημερινή;), ενώ η «αντιπληθωριστική» αύξηση των επιτοκίων φέρνει χρεωκοπίες.

Το παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός πριν μερικούς μήνες προέβλεπε πως το 2023 θα είναι χρονιά ύφεσης, μιλώντας για συστημική «πολυκρίση». Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται εδώ και μισό αιώνα στο μακρύ κύμα κάμψης, ενώ έχουμε το 3ο ξέσπασμα μιας κρίσης σε 15 χρόνια (2008, 2020, 2023), κάτι που δρα σωρευτικά.

Γι’ αυτό η κατάσταση, τα προβλήματα και η χρεωκοπία του συστήματος είναι σήμερα πολύ πιο σοβαρά. Η έκρηξη της κρίσης προμηνύεται πολύ πιο καταστροφική. Το καπιταλιστικό σύστημα απειλείται με γενικό «κρασάρισμα», ενώ η ώρα της θερμής (πυρηνικής;) αναμέτρησης ΗΠΑ και Κίνας πλησιάζει. Ούτε η αύξηση των επιτοκίων, ούτε η ποσοτική χαλάρωση μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Ακόμα και οι πιο «συστημικές» τράπεζες και επιχειρήσεις δεν μπορούν εσαεί να διασώζονται με ενέσεις κρατικού χρήματος. Το φόρτωμα αυτών των «σπασμένων» στις πλάτες των εργαζομένων με ακόμη πιο βάρβαρες νεοφιλελεύθερες επιθέσεις συναντάει όλο και πιο μεγάλες ή εκρηκτικές αντιστάσεις.

Η διεθνής εργατικής τάξη και οι λαοί πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους με εθνικοποίηση των τραπεζών και των τομέων-κλειδιά της οικονομίας, κάτω από εργατικό έλεγχο. Για την οικοδόμηση μιας άλλης οικονομίας και κοινωνίας, που θα λειτουργούν με σκοπό την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι το κέρδος.