Επικίνδυνη κλιμάκωση και στον Ειρηνικό Ωκεανό

Κίνα – Νησιά Σολομώντα – Ταϊβάν 

Κλιμάκωση και στον Ειρηνικό 

 

Από την Εργατική Πάλη Ιουνίου  

 

Τον Μάρτιο, η είδηση για μια συμφωνία της Κίνας με τα Νησιά Σολομώντα (μικρή νησιωτική χώρα στον Ειρηνικό, σε απόσταση 2.000 χλμ. από την Αυστραλία) προκάλεσε σοκ στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στην περιοχή. 

Αν και το περιεχόμενο δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως, σύμφωνα με το προσχέδιο η Κίνα προσφέρει υπηρεσίες και εξοπλισμό «εσωτερικής ασφάλειας» και διατήρησης της «τάξης» – δηλαδή ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής. Προβλέπεται επίσης συνεργασία για ανθρωπιστική βοήθεια και αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Το «αγκάθι» για τις ΗΠΑ είναι ότι η Κίνα θα χρησιμοποιεί τα νησιά για ελλιμενισμό πλοίων και ανεφοδιασμό: αυτό ανοίγει τον δρόμο στη δημιουργία μόνιμης ναυτικής βάσης, αν και επισήμως τα Ν. Σολομώντα το αρνούνται. 

Απ’ όταν ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος Σι, η Κίνα δύο φορές αναβάθμισε τις σχέσεις της στο Νότιο Ειρηνικό, χαρακτηρίζοντας οχτώ χώρες ως «στρατηγικούς εταίρους» (η ύψιστη διπλωματική διαβάθμισή της). Το 2020 αποτέλεσε τομή στην παρουσία της στην περιοχή: δημιούργησε ταμείο 1,9 δισ. δολαρίων για την αντιμετώπιση του Covid-19. Ενώ πέρυσι, σε συνάντηση χωρών της περιοχής, συμφωνήθηκε η συνεργασία με την Κίνα για «τη μείωση της φτώχειας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής». Την τελευταία δεκαετία, η Κίνα αναδείχθηκε στον δεύτερο μεγαλύτερο χρηματοδότη μετά την Αυστραλία. 

Μετά τα Ν. Σολομώντα, ακολουθούν επίσημες κινέζικες επισκέψεις σε Παπούα Νέα Γουινέα και άλλες χώρες: Βανουά, Σαμόα, Τόνγκα, Κιριμπάτι. Το τελευταίο, ενώ από το 1979 είχε την αμυντική συμφωνία της Ταράουα με τις ΗΠΑ (αποκτούσαν έτσι βέτο για στρατιωτικές εγκαταστάσεις τρίτων στο έδαφος του), αυτή δεν έχει ανανεωθεί – η Κίνα σπεύδει τώρα να καλύψει το κενό. 

Επιπλέον, το νησιωτικό σύμπλεγμα του Ειρηνικού χρησιμεύει στην Κίνα για την εναέρια μεταφορά φορτίων από την Ασία στην Κεντρική και Νότια Αμερική, συμβάλλοντας στο χτίσιμο της παγκόσμιας εμπορικής πρωτοκαθεδρίας της. Μέχρι το 2021, η Κίνα είχε υπογράψει συμφωνίες σχετικές με αυτό το σχέδιο με άλλες δέκα νησιωτικές χώρες του Ειρηνικού. 

Από το 2013, οι άμεσες επενδύσεις της Κίνας στην περιοχή τετραπλασιάστηκαν. Κινέζικες εταιρίες έχουν επενδύσει δισ. δολάρια σε εξορύξεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ προσπαθούν να ελέγξουν σημαντικά αποθέματα θαλάσσιου πλούτου και υποδομών (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, λιμάνια). Μεταξύ 2010 και 2020, το συνολικό εμπόριο αλιείας της Κίνας με την περιοχή τετραπλασιάστηκε.  

Μόνο τέσσερις απ’ αυτές τις νησιωτικές χώρες (Ν. Μάρσαλ, Ναουρού, Παλάου, Τουβαλού) έχουν διπλωματικές σχέσεις με το καθεστώς της Ταϊβάν, που είναι αντίπαλος του Πεκίνου. Ν. Σολομώντα και Κιριμπάτι ήταν οι τελευταίες που μετατοπίστηκαν, το 2019, από την αναγνώριση της Ταϊβάν προς την Κίνα. Στην περίπτωση των Ν. Σολομώντα, η Κίνα είχε υποσχεθεί τότε μεγάλη οικονομική βοήθεια, πράγμα που πυροδότησε έντονες ταραχές, σχεδόν σίγουρα μεθοδευμένες από τις ΗΠΑ, και οδήγησε σε επέμβαση της Κίνας (με αποστολή δακρυγόνων και αστυνομικών στελεχών). 

Η παρουσία και επέμβαση των ΗΠΑ στην περιοχή του Νότιου Ειρηνικού χρονολογείται από το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα και βέβαια έγινε ηγεμονική μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το 1954 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ την χαρακτήρισε μέρος μιας ευρύτερης «αμερικανικής λίμνης». Σήμερα, η Διοίκηση Ινδο-Ειρηνικού του στρατού των ΗΠΑ αριθμεί 375.000 πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού, 2.500 μαχητικά αεροπλάνα και 200 ναυτικά οχήματα, μεταξύ των οποίων 5 αεροπλανοφόρα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έδωσε προτεραιότητα στο χτίσιμο βάσεων σε Γκουάμ και Αυστραλία, ενώ το Παλάου προσφέρθηκε να «φιλοξενήσει» αμερικάνικες βάσεις. 

Ωστόσο οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες. Το 1993 είχαν κλείσει την πρεσβεία τους στα Ν. Σολομώντα, ένα σημάδι στρατηγικής αστοχίας. Η συσπείρωση Quad, όπου συμμετέχουν μαζί με Αυστραλία, Ιαπωνία, Ινδία, δύσκολα επαρκεί για την αναχαίτιση της Κίνας. Αυτό φαίνεται και από την αποτυχία των ΗΠΑ να στοιχίσουν την Ινδία στις αντιρωσικές κυρώσεις. 

Πραγματική αιχμή του δόρατος των ΗΠΑ μένει η συμφωνία AUKUS με Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία. Αυτή είναι πραγματικά επίφοβη, αλλά επίσης αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Ο τοποτηρητής της, η Αυστραλία, βρίσκεται σε αυξανόμενη δυσκολία να σηκώσει το βάρος της αντιπαράθεσης με την Κίνα. Η οικονομία της φθίνει, πράγμα που θα χειροτερέψει αν αποκοπεί από τις σχέσεις της με την Κίνα. Οι πραγματικοί μισθοί πέφτουν, το κόστος ζωής αυξάνεται (π.χ. υπάρχει στεγαστική κρίση), ενώ η χώρα αντιμετωπίζει εντεινόμενες καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής (πυρκαγιές, πλημμύρες κ.λπ.). Στις πρόσφατες εκλογές, οι Συντηρητικοί που κατέβαιναν με σύνθημα «πρέπει να ετοιμαζόμαστε για πόλεμο» έχασαν – αλλά οι νικητές Εργατικοί, που καλούνται να διαχειριστούν τις παραπάνω κρίσεις και την απαίτηση των ΗΠΑ για αντικινεζική κλιμάκωση, δεν έχουν εναλλακτική πολιτική. Όλα αυτά ενώ οι ΗΠΑ ουσιαστικά δεν χρηματοδοτούν την περιοχή, ζητώντας –όπως και στην Ευρώπη– οι σύμμαχοί τους να σηκώσουν τα βάρη. 

Στο επίκεντρο των συγκρούσεων βρίσκεται το ιστορικό πρόβλημα της Ταϊβάν. Μετά τη νίκη της Κινέζικης Επανάστασης το 1949, σ’ αυτό το νησί απέναντι από την ηπειρωτική Κίνα είχε καταφύγει το ηττημένο αστικό εθνικιστικό κόμμα Κουόμιτανγκ, εγκαθιδρύοντας ένα αυταρχικό καθεστώς με την στήριξη των ΗΠΑ. Αργότερα αναπτύχθηκε εκεί μια πολύ σημαντική βιομηχανία ηλεκτρονικών, στρατηγικός τομέας όπου η Ταϊβάν πρωταγωνιστεί. Μετά τη σινο-σοβιετική ρήξη τη δεκαετία του 1960 και την προσπάθεια των ΗΠΑ επί Νίξον να προσεταιριστούν την Κίνα ενάντια στην ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ διατηρούν την πολιτική της «Μίας Κίνας»: μια σκόπιμη ασάφεια, όπου δεν αναγνωρίζουν επίσημα την Ταϊβάν, αλλά ούτε το δικαίωμα της Κίνας να την ενσωματώσει – το οποίο η τελευταία προβάλλει με αυξανόμενη ένταση και ως αυστηρά εσωτερικό θέμα. Στην πρόσφατη συνάντηση της Quad στο Τόκιο, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι αν η Κίνα εισέβαλλε στην Ταϊβάν, οι ΗΠΑ θα έμπαιναν σε πόλεμο, προκαλώντας την κινέζικη αντίδραση οι ΗΠΑ να μην παίζουν με τη φωτιά. Επίσημα, ο Λευκός Οίκος προσπάθησε να αρνηθεί ότι καταργείται η πολιτική της «Μίας Κίνας», ωστόσο η προσπάθεια των ΗΠΑ να ανοίξουν δρόμους ανοιχτής επέμβασης στην Ταϊβάν εντείνεται διαρκώς (ειδικά νομοσχέδια, «αμυντική» βοήθεια κ.λπ.). 

Όλες αυτές οι εξελίξεις γίνονται στο φόντο μιας τρομακτικής κούρσας εξοπλισμών στην περιοχή. Οι συγκρίσεις με την Ουκρανία είναι αναπόφευκτες. Η σκιά της εξάπλωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του πολέμου πέφτει βαριά σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ένα διεθνές αντιπολεμικό κίνημα είναι επιτακτικά αναγκαίο.