Κορονοϊος και οικονομική κρίση: Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού ή η αρχή ενός νέου δράματος;
Κορονοϊος και οικονομική κρίση: Το τέλος του νεοφιλελευθερισμού ή η αρχή ενός νέου δράματος;
–
Aπό την Εργατική Πάλη Μαΐου
–
Όσο προχωράει η πρωτόγνωρη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα ερωτήματα για τη φύση του νέου ιού δίνουν όλο και περισσότερο χώρο σε αυτά για την επόμενη μέρα της παγκόσμιας οικονομίας και για το μοντέλο διαχείρισης το οποίο μπορεί ή πρέπει να ακολουθηθεί. Αποτελεί «καυτό» θέμα συζήτησης το αν έχουμε το τέλος της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πολιτικής η οποία κυριάρχησε παγκόσμια από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70.
Πράγματι, ο νεοφιλελευθερισμός έχει δεχτεί ένα σημαντικό πλήγμα (ίσως το σημαντικότερο, όχι όμως και το πρώτο όπως συχνά λέγεται). Πλήθος αστών αναλυτών και πολιτικών ψελλίζουν για την ανάγκη «επιστροφής στον Κέινς». Διαπρύσιοι κήρυκες της αυτορρύθμισης της αγοράς, εξαίρουν τώρα τη χρησιμότητα του κράτους και της πολιτικής παρέμβασης στην οικονομία. Στη χώρα μας, ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού, Στέφανος Μάνος, «κατακεραυνώνει» τον ιδιωτικό τομέα, επαινώντας την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σκύβει ταπεινά το κεφάλι μπροστά «στους ήρωες με τις μάσκες, τα παιδιά με τα μηχανάκια, τους υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ, τους ανθρώπους που αδειάζουν τους κάδους της γειτονιάς μας». Είμαστε άραγε μπροστά σε μια τόσο κοσμοϊστορική καμπή; Είναι ο κορονοϊός η θρυαλλίδα για έναν εξορθολογισμό της παγκόσμιας μπουρζουαζίας και των εκπροσώπων της;
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απέτυχε τώρα: η ιστορία του είναι εξαρχής η ιστορία μιας αποτυχίας. Πρώτα απ’ όλα, στον βασικό σκοπό του, δηλαδή να λύσει την κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Δεν το κατάφερε ποτέ, αντίθετα, όχι μόνο το καπιταλιστικό σύστημα δεν βγήκε από το πιο μακρύ κύμα ύφεσης, αλλά οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερες κρίσεις (όπως αυτή του 2008) και τώρα φαίνεται να βυθίζεται ταχέως σε μια μεγαλύτερη και για πρώτη φορά τόσο συγχρονισμένη και παγκόσμια κρίση ενώ ταυτόχρονα αποσυνθέτει και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε να ενσωματώσει τις λαϊκές και εργατικές μάζες. Δηλητηρίασε, προφανώς με κάποιες πτυχές του, τη συλλογική συνείδηση, όπως κάνει πάντα η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης (τα γνωστά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, π.χ. η υπεροχή του ιδιωτικού έναντι του δημοσίου), αλλά συνολικά δεν απέσπασε ποτέ κάποια μακροχρόνια συναίνεση, ταξική ειρήνη κ.λπ. Γι’ αυτό και από την εμφάνισή του, προωθεί όλο και περισσότερο τον περιορισμό του κράτους αυστηρά στην κατασταλτική λειτουργία του, τη μετατροπή του δηλαδή σε μία γυμνή συμμορία ενόπλων στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης.
Το 2008 είχαμε την πιο έντονη μέχρι τώρα αμφισβήτησή του. Όχι γιατί για πρώτη φορά οι νεοφιλελεύθεροι άπλωναν το χέρι για σωτηρία στα κρατικά ταμεία (πάντα το έκαναν), αλλά γιατί έγινε για πρώτη φορά με τόσο εκκωφαντικό τρόπο. Σήμερα, η αμφισβήτηση αυτή είναι ή έχει τις δυνατότητες να γίνει υπερπολλαπλάσια. Οι εργαζόμενοι βλέπουν αφενός ότι το υποτιθέμενο παντοδύναμο και αιώνιο καπιταλιστικό σύστημα κρέμεται σε μια κλωστή εξαιτίας ενός (όχι και τόσο ασυνήθιστου) ιού. Και αφετέρου, ότι ολόκληρη η λειτουργία της οικονομίας και άρα της κοινωνίας, δεν βασίζεται τελικά στον γιάπη, καπάτσο, αδίστακτο επιχειρηματία, αυτό το τοτέμ του νεοφιλελευθερισμού, αλλά στον εργάτη, τον νοσοκόμο, τον υπάλληλο, αυτά τα ξεχασμένα από τον καπιταλισμό πλάσματα. Ότι η υλική παραγωγή είναι η βάση κάθε κοινωνίας, και όχι οι αεριτζήδικες δουλειές, τα χρηματιστήρια, το «χρήμα που παράγει χρήμα». Αυτό είναι και το νόημα των χειροκροτημάτων στα μπαλκόνια. Οι εργαζόμενοι χειροκροτούν εργαζόμενους, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί τούς παροτρύνουν να το κάνουν μόνο και μόνο για να κρύψουν πίσω από τον «ηρωισμό» (μια πρόσκαιρη κατάσταση) αυτό που πάντα ίσχυε.
Ο νεοφιλελευθερισμός, επομένως, πράγματι απέτυχε. Είναι λοιπόν η ώρα της επιστροφής στον κεϊνσιανισμό; Αυτό το ερώτημα είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα, αλλά όσοι προσπαθούν να το απαντήσουν αποτυγχάνουν επειδή έχουν μια εκλεκτικιστική αντίληψη τόσο για τον κεϊνσιανισμό όσο και για τον νεοφιλελευθερισμό. Κυρίως όμως αποτυγχάνουν γιατί παραγνωρίζουν ότι αυτό το ερώτημα είναι μεν σημαντικό αλλά είναι δευτερεύον. Το κυριότερο ερώτημα είναι το εξής: «Μπορεί το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα να ξεπεράσει το μακρύ κύμα ύφεσης; Και με ποιες προϋποθέσεις;».
Όσο κι αν οι πολιτικές της αστικής τάξης και του αστικού κράτους είναι αναγκαίες και αναντικατάστατες για την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, εντούτοις είναι δευτερεύουσες μπροστά στους ίδιους τους νόμους κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, το ξεπέρασμα του μακρού κύματος κάμψης προϋποθέτει μία τεράστια ήττα της εργατικής τάξης ώστε να αυξηθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης και μια μεγάλη απαξίωση του επενδυμένου κεφαλαίου — ούτε λόγος βέβαια για το χρηματικά συγκεντρωμένο (αδρανές) κεφάλαιο ή το πλασματικό κεφάλαιο: αυτά πρέπει να εξατμιστούν. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να υπάρξει και μια μακροπρόθεσμη διεύρυνση της καπιταλιστικής αγοράς (είτε γεωγραφική, είτε ενσωμάτωσης νέων τομέων της οικονομίας στην καπιταλιστική παραγωγή είτε δημιουργίας νέων εμπορευμάτων όπως με την υποτιθέμενη 4η τεχνολογική επανάσταση). Κι αυτά είναι μόνο η αρχή. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα θα πρέπει να εκκαθαρίσει τα χρέη, την οικονομική ανισότητα, να αντιμετωπίσει το πολυδιάστατο οικολογικό πρόβλημα, να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης μιας παγκόσμιας αστικής ηγεσίας, να ξαναϊεραρχήσει το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής, κ.ο.κ. Αυτά με την προϋπόθεση ότι η 4η τεχνολογική επανάσταση, δηλαδή η καθολική αυτοματοποίηση και ψηφιοποίηση θα του παρέχει τα περιθώρια για να παράγει και να πραγματοποιεί υπεραξία, δηλαδή θα επιτρέπει την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής και λειτουργία της αγοράς με την αναζήτηση υψηλότερου ποσοστού κέρδους) πράγμα που φαίνεται πολύ δύσκολο έως πρακτικά αδύνατο.
Αυτές οι προϋποθέσεις είτε δεν υπάρχουν ακόμη, είτε είναι πολύ δύσκολο έως και πρακτικά αδύνατο να δημιουργηθούν. Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι με μια κεϊνσιανή πολιτική μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η κρίση δηλαδή να προχωρήσουμε σε ένα νέο μακρύ κύμα ανάπτυξης (γιατί αυτό σημαίνει ξεπέρασμα της κρίσης) βρίσκονται εκτός πραγματικότητας. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην α ή β χώρα, έμμεσα ή άμεσα, δεν μπορεί να εφαρμόζεται μια κεϊνσιανή πολιτική (ισχυρή κρατική παρέμβαση στην οικονομία, εκτεταμένο πρόγραμμα κρατικών επενδύσεων, επιδόματα ανεργίας, δημόσια ελλείμματα και διόγκωση του χρέους, κ.α.). Αλλά αυτό προσκρούει σε δύο ολοένα και πιο αξεπέραστα προβλήματα: α) την ήδη τεράστια διόγκωση του χρέους, που λίγο πολύ ισχύει πλέον για όλες τις καπιταλιστικές χώρες του πλανήτη, και β) ότι μια τέτοια πολιτική αν εφαρμόζονταν σε όλες τις χώρες θα σήμαινε δύο πράγματα: Είτε τον κατακερματισμό της παγκόσμιας αγοράς (όπως συνέβαινε στην δεκαετία του 1930) πράγμα που είναι αδύνατο στις μέρες μας ή τουλάχιστον θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ ότι θα έλυνε. Είτε θα έπρεπε να ισχύει σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως ακριβώς μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις ΗΠΑ και την επιβολή αυτής της πολιτικής παγκόσμια. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση, δηλαδή την εφαρμογή σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν αρκεί παρά να θέσει κανείς το ζήτημα για να καταλάβει πόσο ανέφικτο είναι στην σημερινή πραγματικότητα. Ένας κεϊνσιανισμός δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε καν στο επίπεδο της ΕΕ, πόσο μάλλον σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διδασκόμαστε και από την ιστορία. Καταρχάς, το New Deal του Ρούσβελτ, στην δεκαετία του 1930, δεν ήταν απλά μια ιδεολογική ή θεωρητική επιλογή της αστικής τάξης, ή πολύ περισσότερο, μια σκέτη επιστημονική ανακάλυψη του Κέινς. Ήταν η αναγκαστική απάντηση της αμερικάνικης αστικής τάξης απέναντι στον κίνδυνο του κομμουνισμού δηλαδή της ραγδαίας ριζοσπαστικοποίησης του αμερικάνικου εργατικού κινήματος. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός που έχει καταστεί πλέον ένα καθεστώς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με εκλογές αλλά μόνο με μια ραγδαία ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Δεύτερον, ο κεϊνσιανισμός του Ρούσβελτ απέτυχε. Οδήγησε στην κρίση του 1937 που όλοι προεξοφλούσαν ότι πολύ γρήγορα θα μετεξελίσσονταν σε μια κρίση χειρότερη του 1929-32, αν στρέφονταν στην λεγόμενη πολεμική οικονομία. Το ίδιο και για την κρίση του 1973-74: ο κεϊνσιανισμός απέτυχε να την αντιμετωπίσει. Για την ακρίβεια, κινδύνευε να τινάξει στον αέρα το καπιταλιστικό σύστημα με τον λεγόμενο στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή και βάθεμα της κρίσης, και μετατροπή του έρποντος πληθωρισμού σε καλπάζοντα. Από την άλλη, είναι επίσης γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε παταγωδώς: όχι μόνο δεν έλυσε την κρίση αλλά υπονομεύει το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς, και με αυτήν την έννοια δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Συνεπώς, η μόνη λύση είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος κι όχι η μάταιη προσπάθεια διάσωσής του. Το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, η ίδια η ανθρωπότητα, βρίσκεται αντιμέτωπο με δύο επιλογές: είτε θα αφήσει τους αστούς να λύσουν την κρίση του συστήματός τους, και τότε θα πρέπει να είναι έτοιμο για πυρηνικό όλεθρο ή και εξαφάνιση της ανθρωπότητας, είτε θα ανατρέψει το καπιταλιστικό σύστημα. Ο δεύτερος δρόμος μπορεί να φαίνεται ίσως δύσκολος αλλά είναι και ο μοναδικός.