Βραζιλία: Το «λευκό πραξικόπημα» ολοκληρώνεται

Βραζιλία: Το «λευκό πραξικόπημα» ολοκληρώνεται, πρόεδρος ο φασίστας Μπολσονάρο

Από την Εργατική Πάλη Νοέμβρη

Στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Βραζιλία σε δύο γύρους (7 και 28 Οκτώβρη), εξελέγησαν νέος πρόεδρος, αντιπρόεδρος, Ομοσπονδιακή Γερουσία (81 γερουσιαστές), κυβερνήτες των 27 ομόσπονδων πολιτειών, Νομοθετικό Σώμα (Βουλή, 513 βουλευτές). Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών επικράτησε ο φασίστας Ζαΐρ Μπολσονάρο, υποψήφιος με το Σοσιαλφιλελεύθερο Κόμμα (PSL), με 46% (49 εκατομμύρια ψήφους), έναντι 29,3% του Φερνάντο Χαντάντ, υποψήφιου του Κόμματος των Εργατών (PT). Στον δεύτερο γύρο ο Μπολσονάρο συγκέντρωσε 55,13%, έναντι 44,87% του Χαντάντ.

Το πολιτικό σκηνικό είναι χαώδες, καθώς 30 κόμματα μπαίνουν στη Βουλή, ενώ 14 από αυτά εκλέγουν από 4 έως 13 βουλευτές. Το Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας (PSOL), στο οποίο συμμετέχουν τα μέλη της 4ης Διεθνούς που αποχώρησαν το 2006 από το ΡΤ, κατέβηκε αυτόνομα στις εκλογές. Ο προεδρικός του υποψήφιος Γκιγιέρμε Μπόουλος, ηγέτης του Κινήματος των Ακτημόνων (MST), πήρε μόλις 0,6% και 617.000 ψήφους (το 2006 ο υποψήφιος του PSOL συγκέντρωσε 6,5 εκατομμύρια ψήφους και 6,9%). Ωστόσο, στις βουλευτικές εκλογές το PSOL διπλασίασε τη δύναμή του, κερδίζοντας 2,78 εκατομμύρια ψήφους και 10 βουλευτές. Για τη Γερουσία, ενώ πήρε 5,3 εκατομμύρια ψήφους, δεν εξέλεξε γερουσιαστές. Παρότι το PSOL έχει αποστασιοποιηθεί από το ΡΤ, η υποψηφιότητα του Μπόουλος (παίρνει ελάχιστες αποστάσεις από την πολιτική του ΡΤ) δεν μπόρεσε να αποκρυσταλλωθεί σαν μια εναλλακτική ταξική υποψηφιότητα για τις μάζες.

Στην πιο τεταμένη προεκλογική περίοδο από το τέλος της δικτατορίας, φάνηκαν ξεκάθαρα η ακραία πόλωση της βραζιλιάνικης κοινωνίας και τα άλυτα προβλήματα από την τεράστια ανισότητα, φτώχεια και εξαθλίωση. Η ψήφος ήταν ταξική αλλά και «φυλετική». Ο Μπολσονάρο έλαβε το 75% των ψήφων του σε δήμους με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, ενώ δεν έφτασε ούτε το 25% σε φτωχές περιοχές. Έτσι, επικράτησε στις 9 από τις 10 πλουσιότερες πόλεις της Βραζιλίας, ενώ ο Χαντάντ νίκησε σε 9 από τις 10 φτωχότερες πόλεις. Επίσης, ο Μπολσονάρο επικράτησε στο 90% των δήμων με πλειοψηφία λευκών, ενώ ο Χαντάντ κέρδισε στο 70% των δήμων με πλειοψηφία μη λευκού πληθυσμού (ιθαγενείς, μαύροι).

Με τη νίκη του φασίστα Μπολσονάρο, πρώην στρατιωτικού και νοσταλγού της δικτατορίας (1964-1985), ολοκληρώνεται ο στόχος του «λευκού» κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος του 2016 να ξεριζωθεί το ΡΤ από την κυβέρνηση με κάθε μέσο. Η αποπομπή της νόμιμα εκλεγμένης προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ και η φυλάκιση του ιστορικού ηγέτη του ΡΤ Λούλα ντα Σίλβα, με χαλκευμένες κατηγορίες για διαφθορά, είναι ένα τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο, το οποίο ενορχήστρωσαν και εκτέλεσαν τα πιο διεφθαρμένα πολιτικά επιτελεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πρόεδρος που αντικατέστησε τη Ρούσεφ, Μισέλ Τέμερ, ο οποίος εμπλέκεται σε σκάνδαλα διαφθοράς και, παρά τις τεράστιες κινητοποιήσεις εναντίον του, έμεινε στην εξουσία, χάρη στη στήριξη του στρατού και των δικαστηρίων. Εντελώς τυχαία, ο επικεφαλής δικαστής της διαβόητης επιχείρησης «πλυντήριο αυτοκινήτου» Σέρχιο Μόρο, ο οποίος οδήγησε στη φυλακή τον Λούλα χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία, αποδέχθηκε την πρόταση του Μπολσονάρο να γίνει υπουργός δικαιοσύνης και δημόσιας ασφάλειας.

Για αυτές τις ανατροπές όμως, ευθύνη έχει και το ΡΤ, το οποίο εγκλωβίστηκε στα όρια της αστικής νομιμότητας και ακολούθησε μια γραμμή υποταγής στους «δημοκρατικούς θεσμούς», ακόμα και όταν οι κανόνες του «δημοκρατικού παιχνιδιού» είχαν στην πράξη καταργηθεί από τις λυσσασμένες καπιταλιστικές ελίτ. Παρότι κινητοποιήθηκαν σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης στον δρόμο, οι προηγούμενες υποχωρήσεις του PT προς μια πολιτική ταξικής συμφιλίωσης και διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης (με υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων μέτρων) ουδετεροποίησαν ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής του βάσης. Για άλλη μια φορά στην ιστορία, ο ρεφορμισμός δείχνει τα επικίνδυνα όριά του για τη διασφάλιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Ο στρατηγικός όμως στόχος του «λευκού» πραξικοπήματος και όσων το ενορχήστρωσαν (ντόπιες ελίτ, διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό, ΗΠΑ) ήταν αναμφίβολα να ανοίξουν τον δρόμο στους μηχανισμούς του κράτους (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια) να επέμβουν ανοιχτά στην πολιτική ζωή, με απώτερο σκοπό το χτύπημα της εργατικής τάξης, της αυξανόμενης μαχητικότητάς της και των κινημάτων της, των αυξανόμενων διεκδικήσεών της για αξιοπρεπή ζωή και επέκταση των δικαιωμάτων της. Αυτό τον στόχο, «να σωθεί η Βραζιλία από τους κομμουνιστές», αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας πλέον ο φασίστας Μπολσονάρο, ο οποίος εκπροσωπεί ανοιχτά και ωμά τον στρατό και το μεγάλο κεφάλαιο και ευνοεί ξεκάθαρα τις επιλογές των αμερικάνων ιμπεριαλιστών στην περιοχή.

Ο στρατός έχει διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στη βραζιλιάνικη πολιτική. Η στρατιωτική δικτατορία (1964-1985), με την άμεση στήριξη των ΗΠΑ, ήταν από τις πιο μακρόχρονες στην περιοχή και μέχρι και σήμερα δεν έχει προωθηθεί καμιά συστηματική διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, αποκατάστασης της μνήμης και δίωξης όσων στρατιωτικών πήραν μέρος σε δολοφονίες και βασανιστήρια. Η σημερινή διεθνής κατάσταση (υποβάθμιση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας, ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος στη Βραζιλία) επιβάλλει ξανά στενότερες σχέσεις για τις δύο αστικές τάξεις. Όπως τόνισε ο Στηβ Μπάνον, επικεφαλής της εκλογικής εκστρατείας του Τραμπ το 2016: «Σε αυτή τη γωνιά του κόσμου, όπου υπάρχει ριζοσπαστικός σοσιαλισμός, χάος στη Βενεζουέλα, οικονομική κρίση, το ΔΝΤ ξανά στην Αργεντινή, ο Μπολσονάρο αντιπροσωπεύει τον φωτισμένο καπιταλισμό και θα είναι μια λαϊκιστική εθνικιστική ηγεσία».

Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής και της Βραζιλίας δείχνει ότι η εξωτερική παρέμβαση στις εθνικές υποθέσεις υπήρξε και εξακολουθεί να είναι σημαντικό στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας. Μελέτη του Χάρβαρντ του 2005 δείχνει ότι, μεταξύ των ετών 1898 και 1994, οι ΗΠΑ προκάλεσαν 41 αλλαγές καθεστώτος στην περιοχή, χωρίς τις πιο πρόσφατες επεμβάσεις τους, όπως στην Ονδούρα (2009), την Παραγουάη (2012) και τη Βραζιλία (2016). Για τις ΗΠΑ η εκλογή Μπολσονάρο είναι μια χρυσή ευκαιρία να αποσπαστεί η Βραζιλία από τις χώρες BRICS και να οικοδομηθούν στενότερες οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις. Φυσικά, η κατάσταση δεν έχει καμιά σχέση με παλαιότερες περιόδους, όταν η Λατινική Αμερική ήταν η πίσω αυλή των ΗΠΑ. Οι αστικές τάξεις της περιοχής, και ιδιαίτερα της Βραζιλίας, δεν είναι δυνατόν να υποβαθμιστούν σε υποτακτικούς των αμερικάνων ιμπεριαλιστών, άσχετα εάν τα συμφέροντά τους μπορεί να ταυτίζονται για συγκυριακούς λόγους, κυρίως λόγω των κοινών τους εχθρών («κομμουνιστικός κίνδυνος», Βενεζουέλα, Κούβα, Εκουαδόρ, Βολιβία).

Αυτή η εκλογική ήττα, που υπογραμμίζει για άλλη μια φορά την αποτυχία των ρεφορμιστικών λύσεων, είναι ένα σημαντικό τράνταγμα για όλες τις εργατικές και λαϊκές μάζες στη Λατινική Αμερική. Κάνει ξεκάθαρους τους τεράστιους κινδύνους που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι και οι φτωχές λαϊκές/πληβειακές μάζες από την «απελευθέρωση» των δυνάμεων της αντίδρασης και βάζει μπροστά στο εργατικό κίνημα και την επαναστατική του πρωτοπορία τα επείγοντα καθήκοντα της αυτοάμυνας, της απόκρουσης των επιθέσεων και της οικοδόμησης επαναστατικών κομμάτων, που θα φτάνουν μέχρι τέλους τη σύγκρουση με το ντόπιο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές.