Η πολιτική του αναρχικού χώρου και τα αδιέξοδά της
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, ο ευρύτερος αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος γνωρίζει μια σημαντική άνοδο σε μαζικότητα και παίζει σημαντικό ρόλο στο ελληνικό εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό οφείλεται περισσότερο στα λάθη και τις αδυναμίες της άκρας και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρά στο ότι η πολιτική και η πρακτική των αναρχικών μπορεί να δώσει λύσεις απέναντι στην καπιταλιστική κρίση και στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης του κινήματος.
Ο αναρχισμός ιστορικά, παρότι κατά περιόδους ασκούσε σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη ορισμένων χωρών, εκφράζει στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο τις αντιλήψεις και τα συμφέροντα των μικροαστικών στρωμάτων, και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων από αυτά, που δέχονται τη μεγαλύτερη καταπίεση από το μεγάλο κεφάλαιο και το κράτος του. Η «αντίθεση σε κάθε είδους εξουσία» και η «ελευθερία του ατόμου απέναντι σε κάθε καταναγκασμό» ανταποκρίνονται στην κοινωνική ψυχολογία του κατεστραμμένου μικροϊδιοκτήτη, που μισεί θανάσιμα το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του, απορρίπτει όμως ταυτόχρονα και την τάση για πειθαρχία στην οργάνωση και τη δράση, που αποκτά το συγκεντρωμένο σε μεγάλα εργοστάσια προλεταριάτο. Έτσι, οι αναρχικές ιδέες γνώριζαν ιδιαίτερη απήχηση σε χώρες (όπως και η Ελλάδα) με πολυπληθή μεσαία στρώματα και όπου η πλειονότητα της εργατικής τάξης είναι διασκορπισμένη σε πολλές μικρές επιχειρήσεις. Ειδικότερα σε περιόδους κρίσης, προσφέρουν καταφύγιο για τα στρώματα αυτά που καταστρέφονται μαζικά, καθώς και για τους νέους που βιώνουν την ανεργία και την περιθωριοποίηση. Η τάση αυτή ενισχύεται διαρκώς στη σημερινή περίοδο της κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού, ιδιαίτερα μετά το Δεκέμβρη του 2008.
Καθώς μάλιστα το εργατικό κίνημα βρίσκεται και το ίδιο σε κρίση, ιδιαίτερα στις οργανωμένες μορφές του -με αποτέλεσμά η ελκτικότητα αυτών προς τη νεολαία να είναι (τουλάχιστον) υπό αμφισβήτηση-, αλλά και με την αδυναμία του χώρου της άκρας αριστεράς να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική μέσα από ένα σχέδιο για τους αγώνες και ένα πρόγραμμα για τη σοσιαλιστική διεξόδου από την κρίση, η αίγλη των αναρχικών αυξάνει μέσα στη νεολαία και τα πιο καταπιεζόμενα στρώματα, αφού παρουσιάζονται ως οι μόνοι που «μπορούν να τα βάλουν με το σύστημα ή την αστυνομία».
Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη συμβολή του αναρχικού χώρου στη ριζοσπαστικοποίηση πολλών ανθρώπων (και ίσως στην ανάπτυξη κάποιων αντιστάσεων, αν και αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες), η πολιτική και η πρακτική του παρουσιάζει σοβαρότατες αδυναμίες. Από τα κείμενα των διάφορων αναρχικών ομάδων απουσιάζει οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση για την κρίση, τις αιτίες της και το βάθος της και πολύ περισσότερο μια επεξεργασία ενός προγράμματος σοσιαλιστικής διεξόδου. Αυτό βέβαια είναι φυσιολογική συνέπεια της κυριότερης από τις θεωρητικές αδυναμίες που ιστορικά εμφάνισε ο αναρχισμός, δηλαδή την έλλειψη μιας επιστημονικής ανάλυσης για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τις εγγενείς αντιφάσεις του και τις αιτίες εμφάνισης των κρίσεών του – και, το κυριότερο, ενός σχεδίου μετάβασης σε μια άλλη οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, που να βασίζεται στην κεντρική θέση της εργατικής τάξης στην παραγωγή. Για τους αναρχικούς έχει μεγάλη σημασία το πώς θα οργανωθεί η έφοδος των καταπιεσμένων ενάντια στο κράτος, όχι όμως και το πώς θα διαπαιδαγωγηθεί η ίδια η εργατική τάξη ώστε να είναι σε θέση να αναλάβει την οργάνωση και διαχείριση της παραγωγής, κάτι που είναι και η μόνη εγγύηση ενάντια σε κάθε εξουσία και καταπίεση καθώς και για την ολοκληρωτική εξαφάνιση του κράτους. Έτσι, το σύνολο του αναρχικού χώρου θεωρεί δευτερεύον καθήκον ή ακόμα και απορρίπτει πλήρως την προβολή και ζύμωση μέσα στις μάζες ενός προγράμματος σωτηρίας τους από την καταστροφή που σπέρνει το σάπισμα του καπιταλισμού. Οι αναρχικοί αδιαφορούν, υποτιμούν ή αποφεύγουν να δώσουν απαντήσεις σε κομβικής σημασίας ζητήματα, όπως το χρέος και η διαγραφή του, η κρατικοποίηση των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας κάτω από εργατικό έλεγχο, η απαγόρευση των απολύσεων κλπ. Τέτοια αιτήματα, που έρχονται σε ρήξη με τη λειτουργία του καπιταλισμού, η διαπαιδαγώγηση και πολύ περισσότερο η οργάνωση και η πάλη των μαζών γύρω από αυτά, συμβάλλουν στην άνοδο της ταξικής τους συνείδησης και της μαχητικότητάς τους πολύ περισσότερο από μια «παραδειγματική» δράση ή μια «ηρωική» ενέργεια. Επιπλέον, οι αναρχικοί τις περισσότερες φορές αδιαφορούν και για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων, υποστηρίζοντας ότι συμβάλλουν στην «ενσωμάτωσή» τους στο σύστημα.
Άμεση συνέπεια όλων των παραπάνω είναι ότι οι αναρχικοί αδυνατούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πλατιών στρωμάτων των εργαζομένων μέσα από τους καθημερινούς αγώνες και φυσιολογικά οδηγούνται σε μια εντελώς λανθασμένη ανάλυση για το ρόλο της εργατικής τάξης και την εξέλιξη της συνείδησής της. Θεωρούν την εργατική τάξη υποταγμένη, συμβιβασμένη ή ακόμα και εξαχρειωμένη και συνεπώς πλήρως ανίκανη να αποτελέσει επαναστατικό υποκείμενο και φορέα αλλαγής της κοινωνίας. Έτσι, οι αναρχικοί υποκαθιστούν την εργατική τάξη με τους «αλληλέγγυους» και την «οργισμένη νεολαία», η δράση βέβαια της οποίας έχει συγκεκριμένα όρια, καθώς βρίσκεται έξω από την παραγωγή. Οι υπαρκτές και σοβαρότατες αδυναμίες της συνείδησης της σημερινής εργατικής τάξης έχουν πολύ συγκεκριμένα αίτια, την επί δεκαετίες στρεβλή διαπαιδαγώγησή της από γραφειοκρατικές και ρεφορμιστικές ηγεσίες, την αποθάρρυνσή από τις απανωτές ήττες και απώλειες δικαιωμάτων των τελευταίων χρόνων, αλλά και τη δυσφήμηση των σοσιαλιστικών ιδεών από την προδοτική πολιτική του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Το ξεπέρασμα όμως αυτής της κατάστασης δεν γίνεται με αφορισμούς ούτε με «θεαματικές ενέργειες», αλλά με κατανόηση της αντιφατικότητας της συνείδησης των εργαζομένων μέσα στις σημερινές συνθήκες, που ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στην παθητικότητα και τη μοιρολατρία από τη μια, την οργή, την αγωνιστικότητα ακόμα και την εξέγερση από την άλλη.
Οι λανθασμένες θεωρητικές αντιλήψεις και αναλύσεις του αναρχικού χώρου έχουν ως φυσιολογικό αποτέλεσμα και μια εξαιρετικά προβληματική πρακτική μέσα στο κίνημα. Ακόμα και τα κομμάτια εκείνα που δεν επιδιώκουν σε κάθε ευκαιρία την τυφλή σύγκρουση με την αστυνομία και το κράτος, έχουν την τάση να υποκαθιστούν την άμεση δράση των μαζών με το «επαναστατικό παράδειγμα» των «λίγων αποφασισμένων». Από αυτό προκύπτει η συχνά άσχημη ακόμα και υβριστική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και όχι μόνο, ενάντια σε εργαζόμενους, σωματεία και οργανώσεις, που κατά την κρίση των αναρχικών δεν είναι αρκετά «μαχητικοί». Από την άλλη πλευρά, σε πολλές πρωτοβουλίες και δράσεις μέσα στο κίνημα, οι αναρχικοί επιχειρούν να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση επιδιώκοντας τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση των πολιτικών και ιδεολογικών τους αντιπάλων, με το πρόσχημα ότι οι αγώνες πρέπει να είναι «ακηδεμόνευτοι» και ότι οι εργαζόμενοι έχουν αρνητική στάση απέναντι στα κόμματα γενικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νοοτροπία αυτή οδηγεί σε κατάφωρη παραβίαση ακόμα και στοιχειωδών αρχών της εργατικής δημοκρατίας και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις χειρότερες πρακτικές του σταλινισμού, από τις οποίες υποτίθεται ότι θέλουν να «προστατέψουν» το κίνημα οι αναρχικοί.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων και των νέων που έλκονται από τις αναρχικές ιδέες είναι αγωνιστές που έχουν πολλά να προσφέρουν στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Οι προσπάθειές τους όμως θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα μόνο εφόσον συνειδητοποιήσουν τα πολιτικά και πρακτικά αδιέξοδα του αναρχισμού.
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Μάρτιος 2011