ΑΝΤΑΡΣΥΑ: το πείραμα απέτυχε

Η ΑΝΤικαπιταλιστική ΑΡιστερή ΣΥνεργασία για την Ανατροπή (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δραστηριοποιείται πλέον σχεδόν δύο χρόνια. Ωστόσο, όπως είχε φανεί ήδη από τους πρώτους μήνες, αυτή η συμμαχία της πλειοψηφίας των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα οδηγούνταν στην αποτυχία, που σήμερα είναι ξεκάθαρη, παρόλο που οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές αυξήθηκαν θεαματικά, φτάνοντας στο 2% ή 100.000 ψήφους.

Η πολιτική αποτυχία εντοπίζεται καταρχάς στο ότι παρ’ όλες τις αρχικές διακηρύξεις (έστω και αρκετά συγχυσμένες) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατόρθωσε να γίνει: (α) Ένα πρραγματικό εργαλείο μάχης των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. (β) Ένα βήμα επεξεργασίας των μεγάλων προβλημάτων που απασχολούν και ταλανίζουν το εργατικό κίνημα.

Οι αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολλές: 1) Οι περισσότερες δυνάμεις της είτε δεν αναγνωρίζουν επί της ουσίας την καπιταλιστική κρίση είτε υιοθετούν μια επιφανειακή ερμηνεία της. 2) Δεν αναγνωρίζουν ή δεν κατανοούν την πολιτική κρίση και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. 3) Δεν αναγνωρίζουν την κρίση του εργατικού κινήματος ή έχουν μια διφορούμενη στάση, θεωρώντας μονόπλευρα, αποσπασματικά και σχεδόν κατά περίπτωση τη μια φορά ότι το εργατικό κίνημα γίνεται επαναστατικό και την άλλη ότι έχει δεχτεί ολοκληρωτικές ήττες, αδυνατώντας έτσι να κατανοήσουν την τεράστια σημασία της ανασυγκρότησης/ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος και το πώς μπορεί αυτή να πραγματοποιηθεί. 4) Απόρροια του τελευταίου είναι και η αντιφατική στάση της απέναντι στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η αδυναμία να προωθήσει μια πολιτική ενότητας και ταξικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος, παρά το θετικό ρόλο κάποιων αγωνιστών (επί της ουσίας μόνο από 1-2 από τις συνιστώσες της) στους αγώνες, τη δημιουργία νέων σωματείων κλπ.

Έτσι, το μεγάλο πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι δεν έχει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα πάλης (όχι απλά κάποιων σωστών ή και μεταβατικών αιτημάτων) και σχέδιο οργάνωσης της εργατικής τάξης, ένα σχέδιο αγώνων, πάνω σε ενωτικές και ενιαιομετωπικές μορφές και στη βάση της ταξικής ανεξαρτησίας. Το αποτέλεσμα είναι να αδυνατεί να παρέμβει στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και στα τρομακτικά προβλήματα των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, παρά τη συμμετοχή της στους διάφορους αγώνες. Η αναντιστοιχία με την πληθώρα κειμένων και διακηρύξεων, την ανάληψη «πρωτοβουλιών» που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους εξαντλούνται σε γύρους συζητήσεων, είναι παραπάνω από εμφανής και έχει υπονομεύσει την πολιτική αξιοπιστία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Όλα τα παραπάνω έχουν εντείνει τη σύγχυση, περιορίζοντας ουσιαστικά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια εκλογική ομπρέλα των οργανώσεών της. Οι ανταγωνισμοί τους στο εσωτερικό της εκδηλώνονται συχνά (χωριστή παρουσία σε κινητοποιήσεις, ξεχωριστές πρωτοβουλίες κλπ.), δίνοντας ένα στίγμα του τύπου «στις κάλπες μαζί, στους δρόμους χώρια», φτάνοντας και σε ακραίες αλλά αποκαλυπτικές περίπτωσεις όπως τα εκφυλιστικά φαινόμενα των ξυλοδαρμών στην Πάτρα.

Ακόμα χειρότερα, έχουν ενισχύσει την ελκτικότητα του «μοντέλου» του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (το σοσιαλδημοκρατικό εκφυλισμό της πρώην LCR, από την αυτοδιάλυση της οποίας αυτό προήλθε), τουλάχιστον στο οργανωτικό επίπεδο. Αυτό επιχειρείται με την εγγραφή «μελών» (και με αρκετές δόσεις κολακείας και καλλιέργειας αυταπατών προς τον ανένταχτο/ανοργάνωτο κόσμο της άκρας αριστεράς), όπως όμως όλα δείχνουν χωρίς αποτελέσματα. Κι αυτό παρόλο που κανένα υποψήφιο «μέλος» δεν θα έπαιρνε απάντηση στο ποια είναι τα καθήκοντα και τα δικαιώματά του (πράγμα χειρότερο ακόμα κι από τον τρόπο οικοδόμησης των παραδοσιακών ρεφορμιστικών κομμάτων, σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών). Με άλλα λόγια, μια συμπληρωματική αδυναμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι δεν αποτελεί ένα μέτωπο που οι συνιστώσες του, παρά τις διαφωνίες τους, αναγνωρίζουν ωστόσο την ανάγκη ενός επαναστατικού κόμματος (μιας και όλες αναφέρονται στον μαρξισμό) και αναζητούν ένα δρόμο για να το οικοδομήσουν. Αντίθετα, διαμορφώνουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως υποκατάστατό του. Στην ταξική πάλη όμως, τα καίρια ζητήματα δε λύνονται με πολιτικά και οργανωτικά γενόσημα, ανεξάρτητα από την ανάγκη ενότητας στην δράση, μετώπων και συμμαχιών κλπ.

Το επόμενο διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα δοκιμαστεί σκληρά για δύο λόγους:

α) Από την όξυνση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Πολλές δυνάμεις της δεν αναγνωρίζουν καν την κρίση (αναφέρουν μόνο τη δημοσιονομική ή χρηματοπιστωτική κρίση) ή υποστηρίζουν ότι είναι απλά μια «κρίση υπερσυσσώρευσης», που με τις επιθέσεις στο εργατικό κίνημα μπορεί να ξεπεραστεί αρκετά σύντομα. Ή ταυτίζουν την κρίση με την φτώχεια, την ανεργία, την καταστολή κλπ. Συνεπώς, με το βάθεμα της κρίσης, η σύγχυση και ο αποπροσανατολισμός τους θα εντείνονται. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι γίνεται πλέον όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη μιας ουσιαστικής ανασυγκρότησης/ανασύνθεσης της εργατικής τάξης, πράγμα που στέλνει στον κάλαθο των αχρήστων πολιτικές που νομίζουν ότι αρκεί μια αριστερή φρασεολογία ή συμμετοχή στα κινήματα. Το βάθεμα της κρίσης επιτάσσει αντίθετα όχι «πλαδαρά» σχήματα αλλά όσο το δυνατόν πιο επεξεργασμένες, συγκεκριμένες και συγκεντρωμένες πολιτικές και αντίστοιχες οργανωτικές δομές.

β) Από τις τάσεις στο εσωτερικό της για σύμπλευση, αν όχι προσαρμογή στις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Ήδη η πλειοψηφία των δυνάμεων της, μέσω ηγετικών στελεχών τους, συμμετέχουν στο Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης (για το Βήμα βλ. ΕΠ Σεπτεμβρίου 2010) ή κοιτάζουν σοβαρά προς αυτό. Ένα «βήμα» όχι οργάνωσης των αγώνων αλλά κυρίως ανίχνευσης συμμαχιών και «υπέρβασης» διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε αντικαπιταλιστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Η προσέγγιση αυτή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ρεφορμιστικές δυνάμεις (που σιωπηρά φαίνεται να αναγορεύεται σε στρατηγικό στόχο), δεν εκφράζει μια διάθεση για ενότητας της αριστεράς στους αγώνες αλλά μάλλον μια διολίσθηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ή δυνάμεών της) προς τον ρεφορμισμό.

Για ακόμα μια φορά, να τονίσουμε ότι η ενότητα της αριστεράς δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά πρέπει να εξυπηρετεί την απόκρουση της αστικής επίθεσης, την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Διαφορετικά, καταλήγει απλώς σε εκλογικά κατεβάσματα και σταδιακά στην υιοθέτηση ρεφορμιστικών θέσεων. Κι αυτό ανεξάρτητα αν αναδεικνύονται αιτήματα που φαίνονται επαναστατικά («παύση πληρωμών» κα.), αλλά δεν είναι, καθώς δεν εντάσσονται σε μια επαναστατική πολιτική.

Έτσι, όσο η κρίση βαθαίνει και πλησιάζει η χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού, όσο επιταχύνονται οι ανακατατάξεις και οξύνεται η πολιτική κρίση, όσο αυξάνονται η οργή, η αγανάκτηση και οι αγώνες των εργαζομένων και κυρίως η αναζήτηση μιας πραγματικής εναλλακτικής λύσης, τόσο θα ενισχύονται οι κεντρόφυγες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αγωνιστές ή οργανώσεις θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν την πολιτική τους και την ίδια την επιλογή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναζητώντας μια πιο αποτελεσματική γραμμή. Άλλοι θα κινούνται προς τους ρεφορμιστές όλο και πιο επίμονα και με μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πέσει θύμα του θηριώδους μύλου των πολιτικών ανακατατάξεων, που ήδη δουλεύει στη χώρα μας.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Ιανουάριος 2011