Εκλογές στην Τουρκία: «Σουλτάνος» ο Ερντογάν, αλλά σε μια όλο και πιο δύσκολη περίοδο

«Σουλτάνος» ο Ερντογάν, αλλά σε μια όλο και πιο δύσκολη περίοδο

Από την Εργατική Πάλη Ιουλίου-Αυγούστου

Στις πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2018 στην Τουρκία ο Ερντογάν πέτυχε μια ακόμα νίκη. Εκλέχτηκε πρόεδρος από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 52%, αφήνοντας αρκετά πίσω τον υποψήφιο της κεμαλικής αντιπολίτευσης Μουχαρέμ Ιντζέ, ο οποίος όμως άγγιξε το 30,7% και κυριάρχησε στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργώντας κάποιες ελπίδες για το μέλλον. Ο υποψήφιος των Κούρδων, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, που είναι φυλακισμένος ως τρομοκράτης, απέσπασε 8,3%, ενώ η Ακσενέρ, που προέρχεται από διάσπαση του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), συμμάχου του Ερντογάν, έλαβε 7,3%.

Με βάση το νέο Σύνταγμα, που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 17ης Απριλίου 2017, η Τουρκία μετατρέπεται σε προεδρική Δημοκρατία και επομενως ο Ερντογάν έχει πλέον αυξημένες εξουσίες. Στην ουσία το ήδη υπάρχον καλυμμένο μισοδικτατορικό καθεστώς που έχει επιβάλει ο Ερντογάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του τον Ιούλιο του 2016, με πρόσχημα να συλληφθούν οι πραξικοπηματίες και οι τρομοκράτες (HDP) αλλά και όποιος αντιτίθεται ανοικτά στην εξουσία του, δεν θα χρειάζεται πια την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης για να επιβάλει το καθεστώς συντηρητισμού, ισλαμισμού και εθνικισμού στην πολιτική ζωή και την κορυφή της κρατικής πυραμίδας.

Στις βουλευτικές εκλογές η νίκη του Ερντογάν υπήρξε λιγότερο θριαμβευτική. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) απέσπασε το 42,4% των ψήφων χάνοντας κοντά στις 7 μονάδες και κερδίζοντας 292 έδρες στην νέα βουλή των 600 εδρών. Το AKP είχε προνοήσει ψηφίζοντας νέο εκλογικό νόμο (που επιτρέπει συμμαχίες μικρότερων κομμάτων με μεγαλύτερα ώστε να παρακάμπτεται το όριο του 10% που απαιτείται για να εισέλθει ένα κόμμα στην Βουλή) και συγκροτώντας την «Συμμαχία του Λαού» ανάμεσα στο ΑΚΡ και το ΜΗΡ του Γκρίζου Λύκου Ντεβλέτ Μπαχτσελί (ο οποίος στηρίζει τον Ερντογάν από το 2015). Παρά τις δημοσκοπικές προβλέψεις υπέρ του Καλού Κόμματος (ΙΥΙ) της Ακσενέρ, το ΜΗΡ έλαβε 11,18% και 49 έδρες. Απόκτησε έτσι ισχυρή διαπραγματευτική θέση απέναντι στο ΑΚΡ, που θα φανεί στα μετεκλογικά παζάρια θέσεων εξουσίας αλλά κατά κύριο λόγο δείχνει μια ενίσχυση του νεο-εθνικιστικού αυταρχικού μπλοκ εξουσίας που έχει συγκροτήσει ο Ερντογάν. Μετά την καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί, που ταρακούνησαν το καθεστώς το 2013, και την κουρδική Άνοιξη του 2015 (ηρωική αντίσταση στο Κομπάνι της Συρίας) η τουρκική κρατική εξουσία αντέδρασε με μια νέα στρατηγική απέναντι στο Κουρδικό, με επίκεντρο την ανάπτυξη σκληρής αντιμετώπισης της ενίσχυσης του ΡΚΚ με ταυτόχρονη πόλωση, διχασμό, ρήξη και καταστολή ενάντια στις λαϊκές μάζες στην νοτιοανατολική Τουρκία αλλά και γενικότερα απέναντι στις όποιες αντιστάσεις.

Παράλληλα η οικονομική άνοδος του τουρκικού καπιταλισμού θα τον οδηγήσει στις 20 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, στην προλεταριοποίηση εκατομμυρίων φτωχών λαϊκών μαζών κύρια από τα βάθη της Ανατολίας που θα συρρεύσουν στα αστικά κέντρα απολαμβάνοντας και μια σχετική άνοδο του βιοτικού επιπέδου και στη δημιουργία νέων στρωμάτων της αστικής τάξης που δεν θα περιορίζονται μόνο στα παράλια του Αιγαίου και την Ιστανμπούλ αλλά θα επεκταθούν σε ολόκληρη την χώρα. Αυτές οι εξελίξεις παρέχουν ακόμη υποστήριξη στον Ερντογάν και το μπλοκ εξουσίας του στο εσωτερικό της χώρας, όπως έδειξαν οι εκλογές του Ιουνίου. Αυξάνουν επίσης και τη δυνατότητα της χώρας να διαπραγματεύεται στο διεθνές περιβάλλον, οδηγώντας τον Ερντογάν σε μια προσπάθεια να δώσει στον τούρκικο καπιταλισμό μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές και ταυτόχρονα να παίξει το ρόλο περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή.

Έτσι τα εργαλεία με τα οποία ο Ερντογάν αρχικά νομιμοποιούσε την εξουσία του (το «μετριοπαθές Ισλάμ», η ενταξιακή διαδικασία προς την ΕΕ, ο αντιμιλιταρισμός, ο εκδημοκρατισμός σε σχέση με το βαθύ κεμαλικό κράτος, η πολιτική μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες) θα αλλάξουν και θα δώσουν την θέση τους σε ένα μείγμα αυταρχισμού στο εσωτερικό, εθνικιστικών διεκδικήσεων στον περίγυρο, πολεμικών επεμβάσεων, κύρια σε μια προσπάθεια αποτροπής δημιουργίας αυτόνομων κουρδικών κρατιδίων, σκληρής διαπραγμάτευσης με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές και συνεργασίας με Ρωσία και Ιράν (στο βαθμό που ικανοποιούνται οι τουρκικές βλέψεις σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι με μια ευθυγράμμιση με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές). Αυτά οδήγησαν στη στρατηγική πλέον συνεργασία με τους ακροδεξιούς του Μπαχτσελί και στην προεδρική δημοκρατία του Ερντογάν. Είναι μάλιστα φανερό από το εκλογικό αποτέλεσμα ότι η πολιτική αυτή καταφέρνει να μιλήσει στα εθνικιστικά και θρησκευτικά αντανακλαστικά ενός σημαντικού κομματιού του τουρκικού λαού, δημιουργώντας μια πόλωση.

Από την άλλη μεριά, η κεμαλική αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να εμφανίσει ένα διαφορετικό πρόγραμμα. Απλά προπαγάνδιζε την επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, δεν έλεγε τίποτα για τους εργαζόμενους και το κουρδικό πρόβλημα, ενώ αντίθετα ανέβαζε τους εθνικιστικούς τόνους και την αντιμεταναστευτικη ρητορική. Στηρίχτηκε και πάλι στους αστούς των παραλίων και στην παραδοσιακή βιομηχανική αστική τάξη, σε αντίθεση με τον Ερντογάν που επιμένει να στηρίζει τον κατασκευαστικό κλάδο (νέα διώρυγα στον Βόσπορο) και τα νέα τζάκια των αρχουσών τάξεων. Αν και ο Ιντζέ κατάφερε να εμπνεύσει ένα σημαντικό ποσοστό (πράγμα που δείχνει την πόλωση στο εσωτερικό του τουρκικού λαού ανάμεσα στους θρησκευόμενους συντηρητικούς και τους κοσμικούς των παραλίων που, έχοντας εξασφαλίσει ένα βιοτικό επίπεδο, διεκδικούν περισσότερες ελευθερίες και συμμετοχή στις αποφάσεις) το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP, το κλασσικό κεμαλικο κόμμα) πήρε μόλις 22,7% και 147 έδρες, το ΥΙΥ 10% και 45 έδρες, το Κόμμα Ευδαιμονίας (ένα μικρο ισλαμιστικο κόμμα που στόχευε να αποσπάσει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΑΚΡ) 1,36%. Όλα αυτά μαζί αποτελούσαν την «Συμμαχία του Έθνους» που στόχευε να αποτρέψει την αυτοδυναμία της «Συμμαχίας του Λαού» χωρίς επιτυχία. Τέλος το HDP παρά τις αντιξοότητες (τρία χρόνια διώξεων) κατάφερε να περάσει το εκλογικό όριο παίρνοντας το 11,4% των ψήφων και 67 έδρες στερώντας την αυτοδυναμία στο ΑΚΡ και επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη του τρίτου πόλου της λαϊκής διαίρεσης και άρα της νοσηρής κατάστασης της τουρκικής κοινωνίας.

Συνολικά οι εκλογές κάθε άλλο παρά αδιάβλητες μπορούν να θεωρηθούν. Ακόμα και αν αγνοήσει κανείς τις καταγγελίες για νοθεία, ο έλεγχος πάνω στα ΜΜΕ ήταν πραγματικά ασφυκτικός, πράγμα που δεν επέτρεψε μια ισοδύναμη προεκλογική αναμέτρηση. Είναι χαρακτηριστικός ο χρόνος που παραχώρησε τον Μάιο το κρατικό κανάλι TRT: 37 ώρες στο ΑΚΡ-ΜΗΡ, 3 ώρες στο CHP και μερικά δευτερόλεπτα στο HDP!

Ωστόσο η κυριαρχία του Ερντογάν παρουσιάζει σημαντικά σημεία αδυναμίας που έχουν να κάνουν με τα κρίσιμα προβλήματα του τούρκικου καπιταλισμού.

1) Η κατάσταση της οικονομίας, με το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, την υποτίμηση του νομίσματος, το μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, την πίεση που ασκούν οι δυτικοί ιμπεριαλιστές προκειμένου να ευθυγραμμίσουν την Τουρκία με τα συμφέροντά τους, ασφαλώς θα απαιτήσει νεοφιλελεύθερα μέτρα που θα στραφούν ενάντια στους εργαζόμενους, υποσκάπτοντας τη βάση του Ερντογάν. Μέχρι στιγμής η κρίση δεν έχει πλήξει δραματικά την εργατική τάξη, παρά την μεγάλη ανεργία. Δεν έχουμε ακόμα χρεοκοπίες μεγάλων εταιριών. Ο πληθωρισμός βέβαια ροκανίζει το εισόδημα αλλά η εκδήλωση της κρίσης μπορεί να φέρει ακόμα και την επέμβαση του ΔΝΤ, πράγμα που θα αυξήσει την ταξική πάλη.

2) Οι σχέσεις με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές εξακολουθούν να είναι τεταμένες. Η προσέγγιση με τη Ρωσία και το Ιράν αποτέλεσε αναγκαστική τακτική ώστε να συμπεριληφθεί η Τουρκία στη διευθέτηση των σφαιρών επιρροής στη Συρία και το Ιράκ προκειμένου να αποτραπεί η κουρδική αυτονομία. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο, με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, να απομακρυνθεί η Τουρκία από την Δύση, για την οποία αποτελεί βασικό στρατηγικό πυλώνα. Οι οικονομικές συναλλαγές της με τη Δύση είναι τεράστιες και δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αντικατασταθούν από τις συναλλαγές με τη Ρωσία. Η παράδοση των μαχητικών F-35 από τις ΗΠΑ, παρά τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου, η αναβολή προμήθειας των S-400 για μερικούς μήνες, η συμφωνία για κοινή ζώνη ελέγχου στην Μανμπίτζ (στρατηγικό σημείο στην Συρία) ανάμεσα σε τουρκικό στρατό και ΗΠΑ με απομάκρυνση των κουρδικών ΥΡG, δείχνει ότι η αδυναμία των ΗΠΑ και των Δυτικών να επιβάλουν διαφορετικές λύσεις οδηγεί σε παραχωρήσεις προς την Τουρκία με λίγα ανταλλάγματα. Παραμένουν όμως σοβαρά προβλήματα όπως η σταθεροποίηση των Κούρδων ανατολικά του Ευφράτη, η συμμετοχή στο εμπάργκο των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράν, το προσφυγικό, ενεργειακές ροές, πυρηνική συνεργασία με Ρωσία – Πακιστάν κλπ.

3) Η επέκταση της επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια, οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο, η απαίτηση για συμμετοχή στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, προκαλούν ανισορροπίες και εντάσεις που φτάνουν μέχρι και στην δημιουργία αντίπαλων συνασπισμών όπως η συμμαχία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – Αιγύπτου, οι οποίοι απομονώνουν την Τουρκία και αξιοποιούνται και από τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές. Η ενίσχυση των τουρκικών εξοπλισμών με εγχώρια παραγωγή όπλων αποτελεί απάντηση σε τέτοιες απειλές αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει και την οικονομία της χώρας.