Η ιρανική επανάσταση του 1979

Στις αρχές του 1979 το καθεστώς του Σάχη, που επί πολλές δεκαετίες δυνάστευε το λαό του Ιράν, κατέρρευσε κάτω από το βάρος της λαϊκής εξέγερσης. Η ιρανική επανάσταση του 1978-79 έχει μείνει στην κοινή συνείδηση ως «ισλαμική επανάσταση», καθώς τα γεγονότα που ακολούθησαν οδήγησαν τελικά στην επικράτηση του θεοκρατικού καθεστώτος του Αγιατολάχ Χομεϊνί. Ωστόσο, επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια αυθεντική προλεταριακή επανάσταση, που όμως τελικά ηττήθηκε από την αστική αντίδραση, εκφρασμένη με την καλυμμένη μορφή του ισλαμικού θρησκευτικού φανατισμού.

Το Ιράν, χώρα καθυστερημένη και φεουδαρχική μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά την ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου. Όμως, τον τεράστιο φυσικό πλούτο του εκμεταλλεύονταν ξένες εταιρίες, κυρίως βρετανικές και αμερικανικές, οι οποίες ρύθμιζαν και τις εξελίξεις στην πολιτική ζωή, στηρίζοντας την αντιδραστική δυναστεία των σάχηδων Παχλεβί. Το 1953 η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Μοσαντέκ επιχείρησε να εθνικοποιήσει την πετρελαϊκή βιομηχανία του Ιράν, σύντομα ωστόσο ανατράπηκε από πραξικόπημα που οργάνωσε ο Σάχης σε συνεργασία με τις αμερικανικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Στα χρόνια που ακολούθησαν η βάρβαρη καταστολή από το καθεστώς εντάθηκε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, ιδιαίτερα ενάντια στο εργατικό κίνημα και στο Τουντέχ, το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράν. Το Τουντέχ, παρότι εκείνη την εποχή ήταν το ισχυρότερο εργατικό κόμμα σε όλη τη Μέση Ανατολή, δεν μπόρεσε να παρέμβει αποφασιστικά στις εξελίξεις, λόγω της πολιτικής της ταξικής συνεργασίας με την «εθνική» αστική τάξη, την οποία ακολουθούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της σταλινικής γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης. Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος διευκόλυνε την άνοδο των ισλαμιστικών οργανώσεων, με κύριο εκφραστή τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ο οποίος εξορίστηκε για τη δράση του εναντίον του Σάχη.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η οικονομική κρίση, που επέφερε μείωση των μισθών και μαζική ανεργία, σε συνδυασμό με τη διαφθορά του καθεστώτος του Σάχη, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εξέγερση. Η λαϊκή οργή πυροδοτήθηκε ακόμα περισσότερο από την κρατική βαρβαρότητα, που κορυφώθηκε στις 8 Σεπτέμβρη 1978, με το στρατό να ανοίγει πυρ ενάντια στους διαδηλωτές. Τη σφαγή ακολούθησε ένα μαζικό απεργιακό κύμα, που σε λίγες εβδομάδες σάρωσε ολόκληρη τη χώρα. Στις 11 Δεκέμβρη δύο εκατομμύρια άνθρωποι κατέκλυσαν τους δρόμους της Τεχεράνης, απαιτώντας την παραίτηση του Σάχη, την εκδίωξη των Αμερικανών  και τον γενικό εξοπλισμό του λαού. Κατά τις επόμενες εβδομάδες, μεγάλα τμήματα του στρατού ενώθηκαν με τους εξεγερμένους και μέχρι τα μέσα του Φλεβάρη του 1979 το καθεστώς του Σάχη είχε καταρρεύσει. Ο Χομεϊνί, επιστρέφοντας από την εξορία, σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», με εκπροσώπους από όλες τις κύριες πολιτικές δυνάμεις.

Παρόλα αυτά, η πτώση της τυραννίας δεν ήταν αρκετή για τις ιρανικές εργαζόμενες μάζες, που είχαν πλέον αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και αγωνίζονταν για ριζική κοινωνική αλλαγή. Οι απεργοί εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και διαχειρίζονταν μόνοι τους την παραγωγή. Οι αγρότες κατέλαβαν τα τσιφλίκια και σε ορισμένες περιοχές δημιούργησαν κολεκτίβες. Οι εξεγερμένοι άρχισαν να οργανώνονται σε συμβούλια, τα λεγόμενα «σόρα», που γρήγορα εξαπλώθηκαν σε εργοστάσια, γειτονιές, χωριά, χώρους εκπαίδευσης, ακόμα και μέσα στο στρατό. Στις γειτονιές δημιουργήθηκαν ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές, οι «κομιτέχ», που εκτελούσαν αστυνομικά και δικαστικά καθήκοντα και οργάνωναν τον αγώνα.

Καθώς οι δομές της παλιάς κοινωνίας είχαν καταρρεύσει, ο Χομεϊνί και οι ισλαμιστές, που είχαν μεγάλη επιρροή στα πιο καθυστερημένα λαϊκά στρώματα, ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να διασφαλίσει την επιβίωση του καπιταλισμού στο Ιράν. Για το λόγο αυτό, και παρά την επικρατούσα άποψη για την αντιπαλότητα του καθεστώτος τους με τη Δύση, είχαν εξασφαλίσει, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης, την αμέριστη υποστήριξη των Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη νέα κυβέρνηση του Ιράν την επόμενη μέρα από τον σχηματισμό της. Όπως μάλιστα αποκαλύπτει σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Ιρανός δημοσιογράφος Ρουζμπέχ Μιρεμπραχιμί, ο Χομεϊνί, λίγες ημέρες πριν την οριστική πτώση του Σάχη και τη δική του επιστροφή στο Ιράν, είχε συναντηθεί στο Παρίσι με εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης. Εκεί έδωσε εγγυήσεις ότι το νέο καθεστώς δεν θα έθιγε τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών στο Ιράν, εξασφαλίζοντας την υποστήριξή τους σε περίπτωση πραξικοπήματος από αξιωματικούς πιστούς στο Σάχη και βέβαια, ενάντια στη λαϊκή εξέγερση. Από την πρώτη στιγμή η νέα κυβέρνηση και οι ισλαμιστές εξαπέλυσαν μια καλά οργανωμένη εκστρατεία με στόχο τη διάλυση των σόρα. Καθώς τα πολιτικά και εκφοβιστικά μέσα που χρησιμοποίησαν απέτυχαν, δημιούργησαν το ένοπλο σώμα των «Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης» και συσπείρωσαν τις διάφορες παρακρατικές ομάδες στο λεγόμενο «Κόμμα του Θεού». Οι ένοπλοι μπράβοι της αντίδρασης άρχισαν να διαλύουν με τη βία τα σόρα, να αποκτούν τον έλεγχο στις κομιτέχ και να σπάνε τις απεργίες και τις καταλήψεις των εργοστασίων. Παράλληλα, η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα μαζικό πρόγραμμα δημοσίων έργων, με στόχο να απορροφήσει την ενέργεια των εργατών από τα πιο μαχητικά σόρα, ενώ την ίδια στιγμή πέτυχε να αποπροσανατολίσει την πλειονότητα των εργαζομένων με λαϊκίστικη αντικαπιταλιστική ρητορεία και κάποιες σημαντικές παραχωρήσεις. Οι διάφορες αριστερές εθνικιστικές και ρεφορμιστικές ομάδες εξακολουθούσαν όλο αυτό το διάστημα να στηρίζουν την αστική κυβέρνηση, χωρίς όμως αυτό να τους γλιτώσει από τους «φρουρούς» του Χομεϊνί, ο οποίος πέτυχε τελικά να συντρίψει την εξέγερση αλλά και κάθε αντίπαλη πολιτική δύναμη, επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό θεοκρατικό καθεστώς.

Το νέο καθεστώς ήρθε σε σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστές μετά τα γεγονότα της κατάληψης της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη και την ομηρία Αμερικανών πολιτών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μιρεμπραχιμί, η κατάληψη της πρεσβείας έγινε από ανεξέλεγκτα ριζοσπαστικά στοιχεία, ενάντια στη θέληση του Χομεϊνί, ο οποίος στο συγκεκριμένο θέμα αιφνιδιάστηκε πλήρως. Παρόλα αυτά, και παρά τη συνεχή αντιϊμπεριαλιστική ρητορεία τους, οι ισλαμιστές ποτέ δεν ήρθαν σε οριστική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, όπως αποδεικνύεται και από τη μυστική συμφωνία τους με την κυβέρνηση Ρίγκαν το1986, όπου αγόρασαν αμερικανικά όπλα, ώστε με τα χρήματα που έδωσαν ο Ρίγκαν να ενισχύσει τους ακροδεξιούς αντάρτες Κόντρας στη Νικαράγουα. Σήμερα, με νέο ηγέτη τον Αχμαντινετζάντ, προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν το πυρηνικό τους πρόγραμμα, αλλά και τη στενή σχέση τους με τους ομόθρησκους σιΐτες του Ιράκ, ως διαπραγματευτικά όπλα, για να ενισχύσουν τη θέση του ιρανικού καπιταλισμού στη Μέση Ανατολή. Όμως, η όξυνση της κρίσης και τα αδιέξοδα που συναντούν οι ιμπεριαλιστές εγκυμονούν τεράστιους πολεμικούς κινδύνους και για τους ισλαμιστές, αλλά κυρίως για τους λαούς της περιοχής.

Η ιρανική επανάσταση του 1978-79, όπως και πολλές άλλες προλεταριακές επαναστάσεις που δεν μπόρεσαν να φτάσουν στη νίκη, αποτελεί ένα ακόμα ιστορικό παράδειγμα για την αναγκαιότητα της οικοδόμησης επαναστατικών κομμάτων. Στις κρίσιμες στιγμές, οι εξεγερμένοι Ιρανοί εργάτες δεν είχαν τη στήριξη μιας πραγματικής επαναστατικής πολιτικής δύναμης, που θα έπαιρνε αποφασιστικές πρωτοβουλίες για τη συγκέντρωση των συμβουλίων-σόρα σε ένα πανεθνικό όργανο της εξέγερσης, ικανό να προετοιμάσει μια νικηφόρα πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση με την αστική ισλαμιστική αντίδραση.