Δεκέμβρης 1944 – 80 χρόνια γ΄ μέρος

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου 2025
Η Συμφωνία της Βάρκιζας
Μετά τη νίκη τους στη Μάχη της Αθήνας, τα βρετανικά στρατεύματα «καθάριζαν» οποιοδήποτε στοιχείο αντίστασης ως τις 11 Γενάρη 1945. Ο αριθμός των νεκρών σε μόλις ένα μήνα ξεπέρασε τις 17.000 των μαχών επί γερμανικής κατοχής. Η ήττα των Δεκεμβριανών καταλογίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες του παγκόσμιου εργατικού και επαναστατικού κινήματος ως προς την προδοσία της σταλινικής ηγεσίας αλλά και το μένος καπιταλιστών και ιμπεριαλιστών ενάντια στις αγωνιζόμενες μάζες. Τα αίτια δεν εξαντλούνται σε «ανεπαρκείς δυνάμεις», «απειρία» και «εξάντληση», όπως κατά καιρούς έχει επικαλεστεί το ΚΚΕ. Η συντριβή ήταν προκαθορισμένη από όλες τις πολιτικές επιλογές των σταλινικών, με κορυφαίες τις συμφωνίες Καζέρτας-Λιβάνου και την απραξία του ΚΚΕ τις μέρες μεταξύ της Απελευθέρωσης και της επιστροφής της αυτοεξόριστης αστικής κυβέρνησης ως κυβέρνησης «εθνικής ενότητας».
Όπως έχει γίνει φανερό, τα κύρια αίτια της ήττας δεν ήταν στρατιωτικά αλλά πολιτικά. Οι περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, η ανετοιμότητα για τη σύγκρουση ήταν επιλογή της σταλινικής ηγεσίας, έχοντας απέναντι τον αποφασισμένο και δοκιμασμένο βρετανικό ιμπεριαλισμό. Οι βρετανοί επαγγελματίες του πολέμου, που κάτω από την άγρυπνη, άτεγκτη καθοδήγηση του Τσόρτσιλ διοικούσαν τα βρετανικά στρατεύματα, είχαν ξεκάθαρο πολιτικό και στρατιωτικό στόχο. Από την άλλη, το ΠΓ του ΚΚΕ δεν συνεδρίασε ούτε μια φορά τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, όπως και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ με απότομο, σπασμωδικό τρόπο μια τριμελής ΚΕ του ΕΛΑΣ είχε ανασυσταθεί μόλις λίγο πριν το ξέσπασμα της σύγκρουσης. Έτσι και η στρατιωτική κίνησή τους ήταν επιλεκτική, ασύνδετη ή και υποχωρητική. Βρετανοί αξιωματικοί σε έκθεσή τους ανέφεραν ότι ο ΕΛΑΣ αγνόησε βασικές αρχές της στρατιωτικής τακτικής, χρησιμοποίησε σχεδόν αποκλειστικά τακτικές διείσδυσης αντί μαζικής επίθεσης, με την οποία ειδικά στα αρχικά στάδια «θα κατάφερνε αξιοσημείωτες επιτυχίες». Φυσικά, ακόμα περισσότερο βάραινε ότι για πολλές μέρες η διαταγή του ΚΚΕ ήταν να μην υπάρχει εμπλοκή με τα «συμμαχικά» βρετανικά στρατεύματα, που σταδιακά ενισχύθηκαν, πήραν την πρωτοβουλία και ανέτρεψαν την κατάσταση.
Ακόμα όμως και αμέσως μετά την ήττα, το ΚΚΕ είχε πολλές δυνάμεις για να συνεχίσει τον αγώνα, αν πράγματι η ηγεσία του επιθυμούσε να βγάλει συμπεράσματα και να αλλάξει την ολέθρια πορεία της. Ο ΕΛΑΣ εξακολουθούσε να ελέγχει πάρα πολλές περιοχές, ενώ οι πιο πολλές δυνάμεις του, που δεν είχαν πλησιάσει την Αθήνα ή τον Πειραιά, παρέμεναν άθικτες και ετοιμοπόλεμες. Επίσης (όπως φάνηκε και στο σύντομο διάστημα όπου ανασυγκροτήθηκε η ΓΣΕΕ με συντριπτική κυριαρχία της Αριστεράς και του ΕΑΜ στο εσωτερικό της), το ΚΚΕ διέθετε μεγάλη δύναμη μέσα στα συνδικάτα, την οποία αξιοποιούσε όμως μόνο επιλεκτικά και κατά περιόδους. Ούτε αυτά ούτε τον ΕΛΑΣ αξιοποίησε, παρότι οι μάζες έδειχναν αποφασισμένες παρά τον φόβο, τις θυσίες, την εξάντληση. Χαρακτηριστικό είναι το στιχάκι της εποχής «μας πήραν την Αθήνα μόνο για ένα μήνα, οι Άγγλοι θα νικήσουν όταν οι μαύροι ασπρίσουν». Από όλες τις πλευρές, προϋποθέσεις για συνέχιση της πάλης υπήρχαν πολλές. Μια ανασύνταξη δυνάμεων και ένας συνδυασμός του μαζικού και του ένοπλου κινήματος θα μπορούσε μέχρι και τις 11 Γενάρη να καλύψει αν όχι να ξεπεράσει την ήττα που είχε προηγηθεί. Ακόμα και οι ίδιοι οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει και τόνιζαν την αδυναμία αντιμετώπισης του ΕΛΑΣ στην επαρχία. Παράλληλα, τα βρετανικά στρατεύματα έπρεπε να σταλούν πίσω στο ιταλικό μέτωπο και βρίσκονταν σε σύγχυση, ιδιαίτερα οι απλοί στρατιώτες.
Η ανακωχή της 11ης Γενάρη (με πιο σκληρούς όρους από μια προηγούμενη πρόταση στα μέσα Δεκέμβρη, που αλογάριαστα είχε απορριφθεί από το ΚΚΕ, την ίδια στιγμή που συσσώρευε μοιραία και εγκληματικά λάθη το ένα πάνω στο άλλο), ήταν απαραίτητη: α) Για τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, επειδή ετοιμάζονταν μαζί με τους Αμερικάνους για τις επιθέσεις κατά της Ιαπωνίας, ενώ πολλά μέτωπα δυσκόλευαν την πολιτική θέση της κυβέρνησης Τσόρτσιλ, που απειλούνταν από το Εργατικό Κόμμα. β) Την ελληνική αστική τάξη, που αναζητούσε μια σταθεροποίηση με τους νέους συσχετισμούς υπέρ της. γ) Τους σταλινικούς ρεφορμιστές του ΚΚΕ, που ακόμα ήλπιζαν σε μια «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη» (ακόμα και να συμμετάσχουν σε μια ανανεωμένη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας») και επεδίωκαν να ανασυγκροτήσουν το ταραγμένο εσωτερικό τους. Η ανακωχή ήταν το τέλος του πρώτου αντάρτικου και το πρώτο σκέλος της «Βάρκιζας». Βέβαια, «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη» δεν μπορούσε πλέον να υπάρξει. Οι ιμπεριαλιστές και η αστική τάξη, αφού είχαν αξιοποιήσει στο έπακρο το ΕΑΜ και την αντεπαναστατική πολιτική του ΚΚΕ (Λίβανος, Καζέρτα, «εθνική ενότητα») πλέον επιθυμούσαν την πλήρη συντριβή των μαζών. Οι Άγγλοι πίεζαν προς μια οριστική ρήξη, όχι απλά ανακωχή, ώστε και να μπορέσουν να απεμπλακούν από τη χώρα. Στις 11 μέρες διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν της υπογραφής της τελικής συμφωνίας σε μια βίλα της Βάρκιζας, ο Σιάντος και οι άλλοι ηγέτες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αποφασιστικότητα και την αδιαλλαξία της κυβέρνησης Πλαστήρα (είχε επιστρατευτεί ως «κεντρώος» ώστε να διευρυνθεί η απήχηση και νομιμοποίηση του αστικού μετώπου) και των άγγλων προστατών της. Στις 12 Φλεβάρη 1945, το ΚΚΕ υπέγραψε τη Συμφωνία, την οριστική διάλυση του ΕΛΑΣ και την υποχρεωτική παράδοση των όπλων. Ταυτόχρονα, η προδοτική συμφωνία προέβλεπε ότι θα αμνηστεύονταν όλα τα «πολιτικά εγκλήματα» αλλά όχι και τα ποινικά. Χιλιάδες αγωνιστές αφέθηκαν έτσι στο έλεος της αντίδρασης, βασανίστηκαν, δολοφονήθηκαν, εξορίστηκαν, ενώ μέσω της Συμφωνίας η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ είχε εξασφαλίσει αμνηστία για τον εαυτό της.
Το ΚΚΕ έχει προσπαθήσει να δικαιολογήσει την ήττα και συνθηκολόγηση λέγοντας ότι ο ένοπλος αγώνας ενάντια σε «συμμάχους» αποτελούσε κίνδυνο για τη Σοβιετική Ένωση στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και ότι η ηγεσία και η ΚΕ του ΚΚΕ ήταν ανέτοιμες, εγκλωβισμένες στον «αντιφασιστικό» προσανατολισμό (ένα τόσο κολοσσιαίο «λάθος» του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος» που, ωστόσο, δεν οδηγεί το ΚΚΕ σε μια καταδίκη του σταλινισμού). Αυτά όμως τα προσχήματα, ειδικά όταν έρχονται με καθυστέρηση δεκαετιών, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ότι δημόσια και σύσσωμη η ηγεσία του ΚΚΕ (αποφάσεις ΚΕ, διακηρύξεις, άρθρα Ριζοσπάστη κ.ά.) προπαγάνδιζε τότε τη Συμφωνία της Βάρκιζαν ως σωτήρια, ισχυριζόμενη ότι «εξασφαλίζει την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών» και ανοίγει την «εποχή των ειρηνικών πολιτικών αγώνων». Σχεδόν έλεγαν καθαρά ότι ο «αντιφασιστικός» αγώνας είναι πιο σημαντικός από τον «αντιιμπεριαλιστικό» και ποτέ εκείνη την περίοδο δεν αποκάλεσαν τους Βρετανούς «ιμπεριαλιστές».
Όντως η Μόσχα είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να βοηθήσει (στάση τόσο πριν τον Δεκέμβρη όσο και ενόψει της «συμμαχικής» Διάσκεψης της Γιάλτας, Φεβρουάριος 1945), αυτό όμως δεν αποτελεί άλλοθι για τη ντόπια σταλινική ηγεσία. Ακόμα και με την επιστροφή του «μεγάλου αρχηγού» Ζαχαριάδη, η προπαγάνδα για τη Συμφωνία της Βάρκιζας συνεχίστηκε και αυτή τηρήθηκε κατά γράμμα από την ηγεσία (σε σημείο να έχει ρόλο «οργάνου επιβολής της τάξης» απέναντι σε αγωνιστές που αρνούνταν να παραδοθούν).
Στο εσωτερικό του ΚΚΕ, ήταν αρκετοί αυτοί που αντέδρασαν και όλοι ένιωσαν προδομένοι. Όμως η αντιδημοκρατική «μονολιθικότητα» δεν άφησε περιθώρια συζήτησης και κάθε διαφωνία μετατράπηκε σε μια «πικρία στον λαιμό» των αγωνιστών… Ο Άρης Βελουχιώτης ήταν από αυτούς που αρνήθηκαν έμπρακτα να συνθηκολογήσουν. Το ΚΚΕ τον κατήγγειλε ως «προβοκάτορα» και τον άφησε στο έλεος των συμμοριών της αντίδρασης, που τον δολοφόνησαν. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ παρέδωσαν κλαίγοντας τα όπλα. Οι μηχανισμοί καταστολής τσάκισαν ό,τι είχε απομείνει από το παλιό αντάρτικο. Οι αντάρτες παραδόθηκαν από την ηγεσία τους μια φορά στα χέρια των βρετανών ιμπεριαλιστών και τώρα στα χέρια των συνεργατών των Ναζί, των συμμοριών που τρομοκρατούσαν, βασάνιζαν, βίαζαν, δολοφονούσαν. Οι φυλακές και λίγο αργότερα οι εξορίες γέμισαν. Για την αστική τάξη, οι μάζες ήταν η πραγματική απειλή της εξουσίας της μέχρι τέλους και αυτό εξηγεί τη λύσσα της.
Το έγκλημα ολοκληρώνεται με τις δολοφονίες τροτσκιστών, αρχειομαρξιστών και άλλων αντιπολιτευόμενων. Ανίκανη η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ να οδηγήσει τις μάζες στη νίκη, ήταν ωστόσο εξαιρετικά ικανή για εκκαθαρίσεις μέσω του μηχανισμού της, ώστε να μην αμφισβητηθεί. Οι δολοφονίες κλιμακώνονταν όσο πλησίαζε ο Δεκέμβρης και στη διάρκειά του, φτάνοντας τις αρκετές εκατοντάδες και αποδεκατίζοντας τον ανθό της επαναστατικής πρωτοπορίας. Πολλοί που προσπάθησαν να ενταχθούν στο ΕΑΜ αποκρύπτοντας την ταυτότητά τους, εκτελέστηκαν. Οι τροτσκιστές βρέθηκαν ιδιαίτερα στο στόχαστρο στις παραμονές της Απελευθέρωσης, με λυσσασμένα άρθρα του Ριζοσπάστη που καλούσαν στην εξόντωσή τους, καθώς είχαν καταγγείλει ανοιχτά ότι οι Άγγλοι δεν έρχονται ως «ελευθερωτές», όπως τους καλωσόριζε το ΚΚΕ. Πολλοί πολέμησαν στα οδοφράγματα του Δεκέμβρη ή προσπάθησαν να συμμετάσχουν στις μάχες, όμως κυνηγήθηκαν και σφαγιάστηκαν με τον πιο ιταμό τρόπο από την ΟΠΛΑ. Μέχρι και σήμερα συκοφαντούνται συστηματικά από σταλινικούς και ρεφορμιστές, που μάλιστα αποσιωπούν ή δικαιολογούν αυτές τις δολοφονίες. Όμως η ιστορία δικαιώνει το τροτσκιστικό / επαναστατικό μαρξιστικό ρεύμα, τις βασικές αναλύσεις και επιλογές του: για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ, τον ρόλο των «συμμάχων» Βρετανών, την αντεπαναστατική φύση των σταλινικών, την ανάγκη επαναστατικής και όχι «δημοκρατικής αντιφασιστικής» διεξόδου – καθώς και την επίμονη προειδοποίησή τους ότι τα πάντα θα κριθούν στις πόλεις, όπως και έγινε. Οι σύντροφοι μας πολέμησαν και θυσιάστηκαν μαζί με την πρωτοπορία και τις μάζες, όπως πάντα έκανε το ρεύμα μας, που δεν έχει λερώσει τα χέρια του ούτε με προδοτικές συμφωνίες ούτε με αίμα αγωνιστών – και αυτό δεν αλλάζει.