Ιανουάριος 2015 – Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ Ψευτιά, προδοσία και ήττα από την «πρώτη φορά Αριστερά»

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου 2025
Πριν δέκα χρόνια (Ιανουάριος 2015), ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις εκλογές και σχημάτιζε κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες (δεξιοί εθνικιστές). Λίγο μετά, τον Ιούλιο του 2015, κάρφωνε πισώπλατα το μαχαίρι της προδοσίας στις εργαζόμενες και λαϊκές μάζες, μετατρέποντας πραξικοπηματικά το ηρωικό, μεγαλειώδες ΟΧΙ με 61,3% στο δημοψήφισμα σε πλήρη υποταγή και στο 3ο Μνημόνιο.
Οι ρίζες του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στον Συνασπισμό (ΣΥΝ), προερχόμενο από τη διάσπαση το 1991 των ρεφορμιστών «ανανεωτών» του ΚΚΕ από τους «ορθόδοξους» σταλινικούς. Εξαρχής ο ΣΥΝ δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί ουσιαστικά στον νεοφιλελευθερισμό, προσαρμόστηκε στην καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική ΕΕ, επιβίωνε οριακά στο πολιτικό σκηνικό, αδυνατώντας να ριζώσει στους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους αγώνες. Αντίθετα προσανατολιζόταν σε μια βαθιά ενσωμάτωση στους αστικούς θεσμούς και σε συμμαχίες με την «κεντροαριστερά» ως ουρά του ΠΑΣΟΚ.
Τη δεκαετία του 2000, πρόσθεσε στο «προφίλ» του την εμπλοκή/παρακολούθηση κινημάτων όπως τα Κοινωνικά Φόρουμ, τους αγώνες ενάντια σε νεοφιλελευθερισμό και πόλεμο. Δεν υπήρξε οργανωτής τους, το αντίθετο, με τη ρεφορμιστική πολιτική του υπονόμευσε ό,τι μπορούσε. Ωφελούνταν ωστόσο από μια στάση πιο ευέλικτη από τον ακραίο σεχταρισμό του ΚΚΕ και ορισμένων ακροαριστερών οργανώσεων.
Δυστυχώς, αυτή η επιφανειακή «αριστερή στροφή» υπήρξε αρκετή για άλλες δυνάμεις της άκρας αριστεράς (ΔΕΑ, ΚΟΕ, Δίκτυο κ.ά.) ώστε να στραφούν προς «χώρους διαλόγου και κοινής δράσης», που θα κατέληγαν στην πλήρη (ακόμα και από ηγετικές θέσεις) συμμετοχή τους στον μετωπικό και εν τέλει ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ. Με την αυταπάτη της διαρκούς «πίεσης από τα αριστερά» που θα οδηγούσε σε μια κυβέρνηση αντινεοφιλελεύθερη (χωρίς να είναι αντικαπιταλιστική – άγνωστο πως θα γινόταν αυτό). Ή ακόμα για τη γρήγορη οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος διαμέσου της «μαζικής βάσης του ρεφορμισμού» (που απλά δεν υπήρχε, με πολιτικούς όρους).
Mε τη σαρωτική κρίση του πολιτικού σκηνικού από τα Μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε εκλογικά το 2012. Για πολλούς αριστερούς στο εσωτερικό του, και όχι μόνο, αυτό έγινε τάχα επειδή πρόβαλε την προοπτική της διακυβέρνησης αντί μιας σκέτης διαμαρτυρίας. Αυτή είναι μια αλήθεια κοντύτερη και από μισή, που κρύβει τη δική τους προσαρμογή σε ό,τι πλάσαρε ο Τσίπρας ως «κυβέρνηση της Αριστεράς». Πράγματι, σε κάθε μεγάλη κρίση τίθεται το θέμα της κυβέρνησης που θα δώσει διέξοδο – όμως η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ (που οι ίδιοι αγκάλιασαν και πρόβαλλαν ένθερμα) ήταν ναρκοθετημένη εξαρχής από τη «λογική της ανάθεσης»: όχι ανάπτυξη των αγώνων στον δρόμο μέχρι τη νίκη αλλά υποβάθμιση και εκτροπή τους σε κοινοβουλευτικές «λύσεις» γεμάτες αυταπάτες, που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούσε για την κρίση, την ΕΕ, τους ιμπεριαλιστές, την αστική τάξη.
Ο Τσίπρας και η πλειοψηφία γύρω του άρχισε συστηματικά να ετοιμάζει μια «ρεαλιστική διακυβέρνηση». Η πολιτική τους προσαρμοζόταν διαρκώς προς μια συμμαχία με τμήματα του ντόπιου κεφαλαίου, του κρατικού μηχανισμού και της ΕΕ, στη λογική της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης μέσα στο ευρώ/στην ΕΕ (το μεσοβέζικο «καμιά θυσία για το ευρώ» σύντομα θα γινόταν «πάση θυσία στο ευρώ») και βέβαια μέσα στον καπιταλισμό. Οι συναντήσεις του Τσίπρα με επικεφαλής αστικών κυβερνήσεων, εκπροσώπους καπιταλιστικών συμφερόντων, αστυνομικούς και στρατιωτικούς έδιναν και έπαιρναν, ενώ πολλαπλασιάζονταν διάφορες δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Αυτά συμπληρώνονταν από την υποδοχή του Τσίπρα στα διεθνή ιμπεριαλιστικά σαλόνια, για να ελεγχθεί και να δώσει εγγυήσεις. Η διεθνής ελίτ τον «μέτρησε» καλά: ένας ακόμα πολιτικάντης από το ρεφορμιστικό καλούπι, με το χαρακτηριστικό μικροαστικό δέος μπροστά στην εξουσία και το μεγάλο κεφάλαιο.
Μετά την πρωτιά στις ευρωεκλογές του 2014, η πλειοψηφία του Τσίπρα μεταμόρφωσε την «κυβέρνηση της Αριστεράς» (σύνθημα ούτως ή άλλως παραπλανητικό) σε «κυβέρνηση εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας». Παρουσίασε το προεκλογικό «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», εναρμονισμένο με τις υποχωρήσεις και στροφές προς τα δεξιά: απλώς κάποια οικονομικά/τεχνικά μέτρα («τόνωση της ζήτησης», φορολογική μεταρρύθμιση κ.λπ.) χωρίς αιχμές σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την ΕΕ.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος, χάνοντας την αυτοδυναμία μόνο για δύο έδρες – μια λαϊκή νίκη ενάντια στις αστικές μνημονιακές δυνάμεις, που είχαν βρεθεί στριμωγμένες στη γωνία. Η λαϊκή απαίτηση ήταν: άμεση απαλλαγή από τα Μνημόνια, το χρέος, την κηδεμονία ιμπεριαλιστών και «αγορών», ανακούφιση/επανόρθωση από τις καταστροφές των μνημονιακών πολιτικών, τιμωρία όλων όσων ευθύνονταν για τα μνημονιακά εγκλήματα.
Αμέσως ξεκίνησε μια πορεία υποχωρήσεων: Σχηματισμός κυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ. Πρόταση του δεξιού Παυλόπουλου για πρόεδρο της δημοκρατίας. Συμφωνία «γέφυρα» της 20/2/2015 (με τεράστια ευθύνη και του τότε υπουργού οικονομικών Βαρουφάκη), όπου παρατείνονταν τα Μνημόνια και αναγνωριζόταν το χρέος. Κανονική αποπληρωμή πολλών δισ. χρέους σε βάρος της αντιμετώπισης άμεσων, καυτών κοινωνικών προβλημάτων. Όλα αυτά βασίζονταν στην αυταπάτη ότι σε κάποιο σημείο οι ιμπεριαλιστές της ΕΕ θα αποδεχτούν έναν «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό», όταν αυτοί επεδίωκαν αταλάντευτα τη συντριβή του «πειραματόζωου», του ελληνικού λαού.
Ό,τι και να ειπώθηκε εκ των υστέρων, δεν φταίει μόνο ο Τσίπρας: σε τελική ανάλυση, αυτός και η ομάδα του ήξεραν καλά τι επεδίωκαν. Όμως η «αριστερά στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ» (Αριστερή Πλατφόρμα, ΔΕΑ, Δίκτυο κ.ά. – αρκετοί βρίσκονται σήμερα σύμμαχοι ή στην ουρά του αστικού ΜεΡΑ25) κυριολεκτικά είχε αλωθεί, είχε τυφλωθεί από την «πρώτη κυβερνητική φορά Αριστερά», από τις ιδεοληψίες για κάποιο ανύπαρκτο «ενιαίο μέτωπο» με τη «μαζική βάση του ρεφορμισμού». Πουθενά δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά τις επιλογές της ηγεσίας Τσίπρα, παρά τις χλιαρές διαμαρτυρίες για παράκαμψη και της εσωκομματικής δημοκρατίας. Έχει έτσι σοβαρές ευθύνες για την ήττα, παρά τον αργοπορημένο διαχωρισμό της (περισσότερο επιβλήθηκε απ’ τα πράγματα παρά ήταν σχεδιασμένη επιλογή).
Ο «κόσμος» που βρέθηκε μαζικά να ακολουθεί τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν συγκροτημένος πάνω σε μια βάση ανταγωνιστική στο σχέδιο Τσίπρα, ώστε να μπορέσει να το αμφισβητήσει έγκαιρα (όπως και τα εσωκομματικά πραξικοπήματά του) όταν η σύγκρουση σκλήρυνε. Σε αυτό είναι συντριπτική η ευθύνη όσων επικαλούνταν την ανάγκη εισόδου στον ΣΥΡΙΖΑ και έδιναν άλλοθι στον Τσίπρα «από τα αριστερά». Αυτό είναι βασικό δίδαγμα της λαϊκομετωπικής πολιτικής σε όλη την ιστορία (ΕΑΜ, στήριξη σε αστικές/ιμπεριαλιστικές «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις στην Ευρώπη κ.ά.).
Στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, εργαζόμενοι, φτωχά λαϊκά στρώματα και νέοι έδωσαν μια συγκλονιστική μάχη, όπου νίκησαν κατά κράτος τους ντόπιους δωσίλογους του «Μένουμε Ευρώπη» (πλούσιοι, νεοφιλελεύθεροι και βολεμένα κομματόσκυλα των αστικών κομμάτων που έκαναν κινητοποιήσεις υπέρ ενός νέου Μνημονίου, γεμάτοι μίσος για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά), τα ΜΜΕ, τους εκβιασμούς των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και των εργοδοτών, την τρομοκρατία των κλειστών τραπεζών, ότι έρχεται καταστροφή και πείνα… και ακόμα ότι οι δυνάμεις της αστικής τάξης «θα επέμβουν δυναμικά». Το αποτέλεσμα ήταν ταξικό, προήλθε από τα πιο εργατικά και λαϊκά στρώματα. Άνοιγε δρόμους σε μια ολομέτωπη σύγκρουση με ευρώ/ΕΕ, στην ανάγκη ριζικών αντικαπιταλιστικών μέτρων. Έντρομος ο Τσίπρας (που υπολόγιζε στο ΝΑΙ σε νέο Μνημόνιο ως άλλοθι για την προαποφασισμένη υποταγή του), με τη βοήθεια των αστικών κομμάτων (και τη δόλια «αποχή» του του ΚΚΕ, δηλαδή σιωπηλή συνενοχή) σύρθηκε σύντομα στην υπογραφή μιας καταστροφικής και ταπεινωτικής συμφωνίας, το 3ο Μνημόνιο-Τέρας. Η εφαρμογή του είχε τρομερές συνέπειες σε βάρος των εργαζομένων και της νεολαίας, τόσο μεγάλες, ώστε άνοιξε τον δρόμο στην «παλινόρθωση» στην εξουσία της ΝΔ με τον Κυρ. Μητσοτάκη το 2019.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαγράφηκε έτσι από την Αριστερά, προσχώρησε στις αστικές δυνάμεις και προσυπέγραψε την καταδίκη (σήμερα έχει ολοκληρωθεί). Η ζημιά που έκανε σπάζοντας το λαϊκό αντιμνημονιακό μπλοκ, σπέρνοντας τεράστια απογοήτευση, εφαρμόζοντας τα πιο σκληρά μνημονιακά μέτρα στο όνομα της «αριστεράς», κυβερνώντας μέχρι το 2019 με ψέματα και πολιτικά πραξικοπήματα, ήταν μια υπερπολύτιμη υπηρεσία στην αστική τάξη και στους ιμπεριαλιστές – που τα αποτελέσματά της βαραίνουν ακόμα και σήμερα. Το μεγαλύτερο μάθημα της «πρώτης φοράς Αριστερά» είναι ότι ποτέ δεν θα νικήσουμε με τέτοια εργαλεία και τέτοιες αυταπάτες. Η επόμενη φορά (που δεν θα αργήσει πάρα πολύ) πρέπει να βρει πολύ πιο ισχυρούς τους ταξικούς αγώνες και μια Αριστερά Επαναστατική.