Οι δίκες της Μόσχας

Τον Αύγουστο του 1936 ξεκίνησε στην πρωτεύουσα της Σοβιετικής Ένωσης η πρώτη από τις δίκες που έμειναν στην ιστορία ως «οι δίκες της Μόσχας». Με τις δίκες αυτές, παρωδία κάθε έννοιας δικαιοσύνης, η σταλινική γραφειοκρατική κάστα που είχε αποσπάσει την πολιτική εξουσία από τις εργαζόμενες μάζες εξόντωσε όλη την «παλιά φρουρά» του κόμματος των μπολσεβίκων, φτάνοντας στην κορύφωση των εγκλημάτων της.

Η επικράτηση της γραφειοκρατίας

Οι αστοί ιστορικοί παρουσιάζουν την επικράτηση της σταλινικής δικτατορίας ως φυσική και αναπόφευκτη κατάληξη της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917, ενώ παράλληλα υποβιβάζουν τη σημασία των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν μετά από αυτήν στο επίπεδο μιας «προσωπικής διαμάχης» και «αντιζηλίας» μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι. Η μελέτη όμως της πραγματικής ιστορίας της ρωσικής επανάστασης δείχνει ότι δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, ως γεγονός κολοσσιαίας ιστορικής έκτασης και σημασίας, που σηματοδοτούσε την πρώτη προσπάθεια της εργαζόμενης ανθρωπότητας να καθορίσει η ίδια και με συνειδητό τρόπο τις τύχες της, ήταν φυσικό να δημιουργήσει μια μεταβατική κοινωνία που σπαρασσόταν από εσωτερικές αντιθέσεις, καθώς μάλιστα πραγματοποιήθηκε σε μια καθυστερημένη χώρα. Οι μπολσεβίκοι δεν είχαν ποτέ την αυταπάτη ότι ήταν δυνατή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, ιδιαίτερα στην καθυστερημένη σε όλα τα επίπεδα Ρωσία. Έλπιζαν στην επικράτηση της πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας επανάστασης, την οποία πυροδοτούσε το νικηφόρο παράδειγμα των Ρώσων εργατών. Η ήττα της επανάστασης στην Ευρώπη κατά την περίοδο 1918-20 και ιδιαίτερα στη Γερμανία, ήταν το πρώτο μεγάλο πλήγμα. Η απομονωμένη επανάσταση έπρεπε πλέον να παλέψει για την επιβίωσή της, καθώς ακολούθησαν η επέμβαση των ιμπεριαλιστών και ο πόλεμος ενάντια στους αντιδραστικούς λευκούς φρουρούς, που κράτησε ως το 1921. Μετά από επτά χρόνια συνεχών πολέμων, η αχανής χώρα βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Η παραγωγή είχε ξεχαρβαλωθεί και ο πληθυσμός λιμοκτονούσε. Πολλοί από τους καλύτερους και πιο συνειδητούς εργάτες είχαν σκοτωθεί. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η επαναστατική ορμή του 1917, η πολιτική συζήτηση και δράση μέσα στα σοβιέτ και το κόμμα είχαν ατονήσει. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε αναγκάσει τους μπολσεβίκους να εφαρμόσουν κατασταλτικά μέτρα, όπως η απαγόρευση των φραξιών (τάσεων) μέσα στο κόμμα. Η κρισιμότητα της κατάστασης επέβαλε την πλατιά χρησιμοποίηση διοικητικών και τεχνικών στελεχών για την ανόρθωση της οικονομίας, που συχνά προέρχονταν από τις παλιές κυρίαρχες τάξεις. Επιπλέον, ήταν αναγκαία μια προσωρινή υποχώρηση στην οικονομική πολιτική, με την εφαρμογή της λεγόμενης ΝΕΠ, που επέτρεπε τη μικρή εμπορευματική παραγωγή και τη μικρή ατομική ιδιοκτησία στοχεύοντας στην αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Άμεση συνέπεια ήταν η δημιουργία νέων μικροαστικών στρωμάτων, που μαζί με τους κρατικούς υπαλλήλους και τεχνικούς αποτέλεσαν την κοινωνική βάση της γραφειοκρατίας, ενός ιδιαίτερου κοινωνικού στρώματος που αποκτούσε προνόμια απέναντι στις εργαζόμενες μάζες. Τα φαινόμενα αυτά και ο θανάσιμος κίνδυνος που απειλούσε την επανάσταση δεν είχαν διαφύγει από τον Λένιν, τον Τρότσκι και την υπόλοιπη μπολσεβίκικη ηγεσία. Πίστευαν ωστόσο ότι η ραγδαία άνοδος της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου των μαζών που ήταν δυνατή χάρη στη σχεδιασμένη οικονομία, σε συνδυασμό με επαναστατικές νίκες στο εξωτερικό, θα επέτρεπαν την άρση της ΝΕΠ και της απαγόρευσης των τάσεων και θα στερέωναν την εξουσία των σοβιέτ.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘20 έλαβε χώρα μια τεράστια κοινωνική και πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στη γραφειοκρατία, που τα συμφέροντά της εκφράζονταν από τον Στάλιν και τους υποστηρικτές του μέσα στο κόμμα, και τους εργαζόμενους, με πολιτικό φορέα την Αριστερή Αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Τρότσκι. Για την καταπολέμηση του γραφειοκρατικού κινδύνου, η Αριστερή Αντιπολίτευση παρουσίασε στο κόμμα και το λαό ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα, με μέτρα που προωθούσαν την εκβιομηχάνιση, την κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, την ανόρθωση του βιοτικού επιπέδου του λαού και την ενίσχυση της διεθνούς επαναστατικής δράσης. Όμως οι ήττες της επανάστασης σε Γερμανία (1923) και Κίνα (1926-27), λόγω της ολέθριας στρατηγικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς που πλέον ελεγχόταν από τους σταλινικούς, επέτρεψαν στη γραφειοκρατία να επικρατήσει και να εξαπολύσει το πρώτο κύμα διώξεων ενάντια στην Αριστερή Αντιπολίτευση αλλά και σε όποιον αμφισβητούσε την εξουσία της.

Οι εκκαθαρίσεις

Κάτω από την πίεση των σταλινικών διώξεων, ή σε πολλές περιπτώσεις και με τη θέλησή τους, σχεδόν όλα τα ηγετικά στελέχη των μπολσεβίκων (Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ κ.α.) αργά ή γρήγορα συνθηκολόγησαν με τη σταλινική ηγεσία και «αποκαταστάθηκαν» στο κόμμα, πάντα υπό τον απαράβατο όρο να καταγγείλουν την αντιπολίτευση και τον Τρότσκι. Αυτό όμως τελικά δεν ήταν αρκετό για να σώσουν τα κεφάλια τους. Η αφορμή που έψαχναν οι σταλινικοί για νέους γύρους εκκαθαρίσεων δόθηκε με τη δολοφονία του Κίροφ (Δεκέμβρης 1934), ενός στελέχους της γραφειοκρατίας, η οποία είναι πολύ πιθανό να οφειλόταν σε προβοκάτσια της Γκεπεού (σταλινική μυστική αστυνομία). Οι σταλινικοί δεν περιορίστηκαν στο να φορτώσουν τη δολοφονία στην αντιπολίτευση και να εκτελέσουν, με ή χωρίς δίκη, εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά δηλητηρίασαν το σύνολο της σοβιετικής κοινωνίας με ένα νοσηρό κλίμα συνομωσιολογίας, χαφιεδισμού και τρομοκρατίας. Οποιοσδήποτε ήταν εν δυνάμει ύποπτος και μπορούσε να κατηγορηθεί ως «εχθρός του λαού».

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η «παλιά φρουρά» των μπολσεβίκων οδηγήθηκε κατηγορούμενη στις δίκες της Μόσχας. Με εισαγγελέα τον παλιό μενσεβίκο Βυσίνσκι, οι γραφειοκράτες της απέδιδαν τρομερές όσο και αστήρικτες κατηγορίες, με κυριότερες την προετοιμασία τρομοκρατικών επιθέσεων, την οργάνωση σαμποτάζ στην παραγωγή και τη συνεργασία με τη χιτλερική Γερμανία και την Ιαπωνία. Οι μοναδικές ουσιαστικά «αποδείξεις» που παρουσιάστηκαν για τις κατηγορίες σε αυτές τις δικαστικές παρωδίες ήταν οι ομολογίες των κατηγορουμένων, που παραδέχονταν τα πάντα, με μόνιμη επωδό ότι οργανωτής της «συνωμοσίας» και της «προδοσίας» κατά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο εξόριστος στο εξωτερικό Τρότσκι. Είναι βέβαια εύλογη η απορία για το πώς αγωνιστές τέτοιας εμβέλειας έφτασαν να ομολογήσουν εγκλήματα που δεν είχαν κάνει. Η ψυχολογία όμως αυτών των ανθρώπων ήταν τσακισμένη από τον ψυχολογικό πόλεμο που είχε επί χρόνια εξαπολύσει ο σταλινικός μηχανισμός. Το εφιαλτικό πέπλο σιωπής και τρομοκρατίας που είχε απλωθεί στην κοινωνία απέκλειε οποιοδήποτε τρόπο για να βρουν το δίκιο τους, ενώ η κατρακύλα τους σε διαδοχικές συνθηκολογήσεις έκανε όλο και δυσκολότερο να ακολουθήσουν ένα δρόμο αντίστασης και αξιοπρέπειας. Επιπλέον, η Γκεπεού φρόντιζε πάντοτε να τους αφήνει μια μικρή ελπίδα σωτηρίας από την εκτέλεση, πάντα φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι θα ομολογούσαν τα πάντα και θα κατήγγειλαν την «προδοσία» του Τρότσκι. Κανένας όμως από τους κατηγορούμενους δεν γλίτωσε από το σταλινικό μαχαίρι.

Οι κατηγορίες, εκτός από τις «ομολογίες», στηρίζονταν σε υποτιθέμενες «συναντήσεις» μεταξύ των κατηγορουμένων, του Τρότσκι, του γιου του και ατόμων που φέρονταν ως πράκτορες, συνωμότες και μελλοντικοί εκτελεστές σαμποτάζ και τρομοκρατικών επιθέσεων. Ο Τρότσκι, με αδιάσειστα στοιχεία, που παρουσίασε ενώπιον μιας αμερόληπτης διεθνούς επιτροπής με επικεφαλής τον Αμερικανό καθηγητή Ντιούϊ, ξεσκέπασε τις τεράστιες αντιφάσεις που περιείχαν οι σταλινικοί ισχυρισμοί σχετικά με τον τόπο και το χρόνο αυτών των «συναντήσεων».

Επί της ουσίας, οι σταλινικές κατηγορίες δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Η κατηγορία του σαμποτάζ, που χρησίμευε και για να σκεπάσει τις οικονομικές αποτυχίες της γραφειοκρατίας, για να σταθεί προϋπέθετε ότι οι από καιρό εκκαθαρισμένοι «τροτσκιστές» διέθεταν συνωμοτικό δίκτυο ικανό να δρα σε όλη την οικονομία επί χρόνια κάτω από τη μύτη της διεύθυνσης. Άνθρωποι που επί χρόνια είχαν διαπαιδαγωγηθεί από το μπολσεβίκικο κόμμα σχετικά με το αδιέξοδο των μεθόδων ατομικής τρομοκρατίας, παρουσιάζονταν έτοιμοι να τις χρησιμοποιήσουν για να ανατρέψουν τον Στάλιν. Όσο για την πιο τερατώδη από τις κατηγορίες, τη συνεργασία με το φασισμό, οι σταλινικοί αποφεύγουν να διευκρινίσουν το πώς θα ήταν δυνατή, με ποια αξιοπιστία, ποια ανταλλάγματα και ποια πολιτική προοπτική, η συνδιαλλαγή με Γερμανούς και Γιαπωνέζους πράκτορες από ανθρώπους που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην επανάσταση.

Οι αιτίες των σταλινικών εγκλημάτων

Τα εγκλήματα του Στάλιν και των συνεργατών του, με όλη την έκταση και τη φρίκη τους, μπορούν να εξηγηθούν μόνο από τη φύση και την κοινωνική θέση του γραφειοκρατικού στρώματος. Οι γραφειοκράτες, παρά την επικράτησή τους τη δεκαετία του ’20 και την εκκαθάριση της αντιπολίτευσης, κάθε άλλο παρά ήταν σίγουροι για τη μονιμότητα της εξουσίας και των προνομίων τους. Όσο οι κατακτήσεις του Οκτώβρη και η συλλογική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής έμεναν όρθιες, και κατά συνέπεια οι γραφειοκράτες δεν μπορούσαν να συγκροτηθούν ως νέα εκμεταλλεύτρια τάξη, βρίσκονταν κάτω από τη διαρκή απειλή μιας πολιτικής επανάστασης των μαζών που θα αποκαθιστούσε την κυριαρχία των σοβιέτ. Μια τέτοια επανάσταση μπορούσε να πυροδοτηθεί από μια επαναστατική νίκη σε μια καπιταλιστική χώρα, και γι’ αυτό οι σταλινικοί μισούσαν θανάσιμα τους επαναστάτες όλων των χωρών και έκαναν το παν για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η βασική αντίφαση μεταξύ συλλογικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και διεύθυνσης της οικονομίας από μια διευθυντική κάστα οδηγούσε σε απίστευτες παλινωδίες και μεγάλες οικονομικές αποτυχίες, για τις οποίες η γραφειοκρατία αναζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους. Η συνεπακόλουθη πτώση του κύρους τους στις μάζες μαζί με την εύθραυστη φύση της εξουσίας τους, οδηγούσε τους γραφειοκράτες στην επιβολή ενός βάρβαρου αστυνομικού καθεστώτος, που για να στερεώσει τα προνόμιά τους έπρεπε να πετύχει τη συντριβή κάθε αντιπολίτευσης, κάθε ελεύθερης έκφρασης και, σε τελική ανάλυση, της ανθρώπινης προσωπικότητας. Οι παλιοί μπολσεβίκοι, ακόμα κι αν είχαν συνθηκολογήσει, είχαν ακόμα ένα σχετικό κύρος στις μάζες και θα μπορούσαν να είναι επικίνδυνοι στην περίπτωση μελλοντικών εξεγέρσεων. Γι’ αυτό έπρεπε να συκοφαντηθούν και να εξοντωθούν. Οι σταλινικοί φοβούνταν και μισούσαν θανάσιμα τον Τρότσκι και την Αριστερή Αντιπολίτευση, γιατί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ξεσκεπάσουν τα εγκλήματά τους και τη φύση της εξουσίας τους στους εργάτες όλου του κόσμου. Έτσι, χρησιμοποίησαν τις ψεύτικες ομολογίες και τις δικαστικές σκευωρίες της Μόσχας για να παρουσιάσουν τους τροτσκιστές ως προδότες και συνεργάτες του φασισμού.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η αποτυχία των δικών της Μόσχας να βγάλουν το καθεστώς από το αδιέξοδο οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερο παροξυσμό των εκκαθαρίσεων. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, μεταξύ των οποίων πολλοί από τους πιο συνειδητούς επαναστάτες όλων των χωρών, εκτελέστηκαν, τις περισσότερες φορές χωρίς δίκη, ενώ ολόκληροι λαοί (Τάταροι, Τσετσένοι κ.α.) εκτοπίστηκαν. Η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού εξοντώθηκε, με αποτέλεσμα η Σοβιετική Ένωση να βρεθεί απροετοίμαστη απέναντι στη γερμανική επίθεση. Αφού η ηρωική πάλη των λαών της απέτρεψε την καταστροφή, η τελική συντριβή του φασισμού έφερε στα ύψη το γόητρο του Στάλιν, επιτρέποντας την επιβίωση του καθεστώτος. Η πρόβλεψη όμως του Τρότσκι ότι η γραφειοκρατική εξουσία είτε θα ανατρεπόταν από τις μάζες είτε θα οδηγούσε σε παλινόρθωση του καπιταλισμού επιβεβαιώθηκε, έστω και με καθυστέρηση αρκετών δεκαετιών. Τα εγκλήματα του σταλινισμού και οι συνέπειές του για το εργατικό κίνημα παραμένουν πάντα μια μεγάλης σημασίας ιστορική υπόμνηση για τους εργαζόμενους όλου του κόσμου.