Δεκέμβρης 1944: η προδοσία της ελληνικής επανάστασης

Το Δεκέμβρη του 1944 οι εξεγερμένες ελληνικές λαϊκές μάζες και το ένοπλο κίνημά τους, ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) συγκρούστηκαν στην Αθήνα με τις δυνάμεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αντίδρασης, υπερασπίζοντας μέχρι θανάτου την ελευθερία που είχαν κερδίσει μετά από τρία χρόνια ηρωικής πάλης ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές και τους συμμάχους τους. Η τελική ήττα της εξέγερσης, αποτέλεσμα της προδοτικής πολιτικής της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.

Οι ρίζες της προδοσίας

Η ήττα της ελληνικής επανάστασης του 1942-1949 είχε ως κύρια (αν όχι αποκλειστική) αιτία την γραφειοκρατικοποίηση του ΚΚΕ, του κόμματος της εργατικής τάξης, και την επικράτηση της σταλινικής τάσης στο εσωτερικό του κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’20, παρά τις προσπάθειες της αριστερής αντιπολίτευσης και του Παντελή Πουλιόπουλου (ομάδα «Σπάρτακος»). Το 1931 ο Στάλιν και η ελεγχόμενη από αυτόν ηγεσία της Κομμουνιστικής Διεθνούς επέβαλαν στην ηγεσία του κόμματος το Νίκο Ζαχαριάδη. Ο σταλινικός εκφυλισμός του ΚΚΕ ολοκληρώθηκε το 1934 με την 6η Ολομέλεια της κεντρικής του επιτροπής, η οποία θα υιοθετήσει πλήρως τη σταλινική «θεωρία των σταδίων» και την πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου». Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, στις καθυστερημένες και εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες, όπως η Ελλάδα εκείνης της εποχής, δεν υπάρχουν οι «υλικές προϋποθέσεις» για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ (λόγω της ύπαρξης «φεουδαρχικών καταλοίπων») η αστική τους επανάσταση είναι «ανολοκλήρωτη». Γι’ αυτό το λόγο, τα κομμουνιστικά κόμματα όφειλαν να σχηματίσουν συνασπισμούς με τα «δημοκρατικά» αστικά κόμματα και τη «φιλελεύθερη» αστική τάξη της χώρας τους («Λαϊκό Μέτωπο»), με στόχο την αναχαίτιση του φασισμού και την ολοκλήρωση της «αστικοδημοκρατικής» επανάστασης. Η χοντροκομμένη αυτή θεωρία, κακέκτυπο των θέσεων των Ρώσων μενσεβίκων που είχαν καταπολεμηθεί από το Λένιν, αγνοούσε (ή ήθελε να αγνοεί) δύο βασικές παραμέτρους της ιμπεριαλιστικής εποχής, δηλαδή της εποχής της ιστορικής παρακμής και του σαπίσματος του καπιταλιστικού συστήματος: Πρώτον, ότι στην εποχή της τεράστιας αλληλεξάρτησης των οικονομιών όλων των χωρών του πλανήτη μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος, είναι ανεδαφικό να αναζητά κανείς το «μίνιμουμ των υλικών προϋποθέσεων» για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα. Δεύτερον, ότι η αστική τάξη, ακόμα και στις καθυστερημένες χώρες, είχε πάψει να παίζει προοδευτικό ιστορικό ρόλο, όπως κατά την περίοδο της ιστορικής ανόδου του καπιταλισμού, και ότι πλέον αποκλειστικό μέλημά της ήταν η με κάθε μέσο διατήρηση της κυριαρχίας της και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ακόμα και αν ήταν υποχρεωμένη να εκχωρεί ένα μεγάλο μέρος των κερδών της στο ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Με τη θεωρία των σταδίων, οι σταλινικοί γραφειοκράτες αποσκοπούσαν στην πάση θυσία διατήρηση του διεθνούς στάτους κβο και την υπονόμευση κάθε σοσιαλιστικής επανάστασης, που θα αποτελούσε επικίνδυνο παράδειγμα για τις μάζες της Σοβιετικής Ένωσης, από τις οποίες οι γραφειοκράτες είχαν αποσπάσει την πολιτική εξουσία μέσα στο πρώτο εργατικό κράτος. Η εφαρμογή της θεωρίας αυτής από τα ελεγχόμενα από τους σταλινικούς κομμουνιστικά κόμματα είχε ολέθριες συνέπειες για την παγκόσμια εργατική τάξη, με την ήττα της ισπανικής και της γαλλικής επανάστασης του 1936, καθώς και πολλών άλλων επαναστάσεων στα χρόνια που ακολούθησαν, επιτρέποντας ουσιαστικά στον καπιταλισμό να επιβιώσει. Η πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου», ενώ υποτίθεται ότι στόχευε στην ενίσχυση της αντιφασιστικής πάλης, ήταν αυτή που άνοιξε το δρόμο στην επικράτηση του φασισμού και τελικά στο μακελειό του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Στην Ελλάδα η πολιτική αυτή οδήγησε στην ταξική συνεργασία με τη «φιλελεύθερη» αστική τάξη (σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα) και στο σπάσιμο της επαναστατικής απεργίας στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1936, που κατέληξε σε σφαγή των εξεγερμένων εργατών από το Τρίτο Σώμα Στρατού. Οι σταλινικοί, την ώρα που ο Μεταξάς προετοίμαζε την επέμβαση του στρατού και των φασιστικών συμμοριών, καλούσαν σε «24ωρη απεργία διαμαρτυρίας». Η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου βρήκε εντελώς απροετοίμαστο το ΚΚΕ. Πολλά μέλη του υπέγραψαν «δήλωση» και κάποια μάλιστα πέρασαν στο άλλο στρατόπεδο. Τον Οκτώβρη του 1940 τα μέλη του ΚΚΕ δεν ξεπερνούσαν τις 10.000. Μετά την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, ο Ζαχαριάδης απηύθυνε διάγγελμα από τη φυλακή, στο οποίο καλούσε σε στήριξη της κυβέρνησης Μεταξά, «που διεξάγει τον αγώνα». Έτσι, ουσιαστικά, εναπόθετε τις τύχες του λαού κατά τη σκληρή δοκιμασία του πολέμου στα χέρια των στρατηγών, των διπλωματών και των επιτελείων της ελληνικής μπουρζουαζίας, αλλά και του «σύμμαχου» βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Κατοχή και Αντίσταση

Η γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941 επέβαλε την τριπλή κατοχή της Ελλάδας (από Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους). Η κυβέρνηση, ο βασιλιάς και το μεγαλύτερο μέρος της άρχουσας τάξης κατέφυγαν στην Αίγυπτο, ενώ το υπόλοιπο συνεργάστηκε με τον κατακτητή, με τις κυβερνήσεις των δοσίλογων Τσολάκογλου και Ράλλη και αργότερα με τη δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας. Τα πρώτα σκόρπια ξεσπάσματα της αντίστασης οδήγησαν στη δημιουργία του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) το Σεπτέμβρη του 1941. Κύρια δύναμη στο ΕΑΜ ήταν το ΚΚΕ, το οποίο συνέχιζε μέσα σε αυτό τη συνεργασία με αστικά κόμματα και «προσωπικότητες» (Σβώλος, Τσιριμώκος κ.α.). Το πρόγραμμα του ΕΑΜ δεν ξέφευγε από τα πλαίσια της «εθνικής ενότητας». Ωστόσο, η αυθόρμητη πάλη του λαού ενάντια στον κατακτητή σε πόλεις και βουνά, μέσα από αφάνταστες κακουχίες, δημιουργούσε, όπως και στη Γιουγκοσλαβία και σε άλλες κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης, μια αντικειμενικά επαναστατική κατάσταση. Αυτό έγινε εμφανές μετά τη δημιουργία των πρώτων ένοπλων ομάδων του ΕΛΑΣ την άνοιξη του 1942. Η ανάπτυξη της ένοπλης πάλης στο βουνό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ηρωισμό και την οξυδέρκεια του Άρη Βελουχιώτη και ορισμένων μεσαίων στελεχών του ΚΚΕ (Τζήμας-«Σαμαρινιώτης», Μάρκος Βαφειάδης, Καραγιώργης κ.α.) καθώς και των αγωνιστών και καπετάνιων που αναδεικνύονταν μέσα από τον αγώνα.

Όσο μεγάλωνε η ελεύθερη Ελλάδα των βουνών, άρχισαν να δημιουργούνται μορφές αυτοδιοίκησης, που έφερναν τις καταπιεσμένες μάζες της ελληνικής υπαίθρου στο προσκήνιο. Έτσι δημιουργήθηκαν τα όργανα της λαϊκής δικαιοσύνης, καθιερώθηκε η ισότητα των δύο φύλων, αναδείχθηκε ο λαϊκός πολιτισμός και προωθήθηκε η αυτοοργάνωση του αγώνα και η παλλαϊκή συμμετοχή. Όλα αυτά γεννούσαν αντικειμενικά μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, απέναντι στους ναζί και την κυβέρνηση των δοσίλογων. Οι μάζες δεν ήταν λιγότερο εχθρικά διακείμενες απέναντι στους αστούς απ’ ότι απέναντι στους κατακτητές. Η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ των Σιάντου-Ιωαννίδη (ο Ζαχαριάδης ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών) ήταν πάντοτε εξαιρετικά επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στο κίνημα του βουνού, με το πρόσχημα ότι «η επαναστατική πάλη διεξάγεται στις πόλεις». Αλλά και εκεί, παρά τη ραγδαία αύξηση της αριθμητικής του δύναμης και της πολιτικής του επιρροής, το ΚΚΕ απέτυχε να εκμεταλλευθεί τη δυναμική του κινήματος του Μάρτη του 1943, όπου ο λαός της Αθήνας, ουσιαστικά με γυμνές γροθιές απέναντι στα γερμανικά πολυβόλα, ματαίωσε τα σχέδια των ναζί να χρησιμοποιήσουν Έλληνες εργάτες ως σκλάβους στα πολεμικά τους εργοστάσια.

Το 1943 ο ΕΛΑΣ αριθμούσε πλέον δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες και ο Άρης Βελουχιώτης και οι καπετάνιοι είχαν οριστικά και αμετάκλητα καταξιωθεί στη συνείδηση των μαζών ως ηγέτες του αγώνα. Η σταλινική ηγεσία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να υπονομεύσει το κύρος των καπετάνιων και να καπελώσει το αντιστασιακό κίνημα. Στα πλαίσια αυτά, όχι μόνο απέρριψε την πρόταση των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων για τη δημιουργία κοινού βαλκανικού στρατηγείου των κινημάτων αντίστασης, αλλά έθεσε τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του βρετανικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής. Επίσης, προχώρησε στη δημιουργία της «κυβέρνησης του βουνού», όπου επέβαλε τη συμμετοχή των αστικών «προσωπικοτήτων» του ΕΑΜ, που δεν είχαν κανένα λαϊκό έρεισμα. Την ίδια περίοδο, στη διάσκεψη της Τεχεράνης, ο Στάλιν συμφώνησε μεταξύ άλλων με τους Τσόρτσιλ-Ρούζβελτ ότι η μεταπολεμική Ελλάδα επρόκειτο να παραμείνει στη βρετανική σφαίρα επιρροής.

Λίβανος και Καζέρτα

Το Μάη του 1944, και ενώ η ήττα των ναζί στον πόλεμο ήταν πλέον θέμα χρόνου, αντιπροσωπεία του ΕΑΜ και της κυβέρνησης του βουνού μετέβη στον Λίβανο, για διαπραγματεύσεις σχετικά με την τύχη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οι σταλινικοί αντιπρόσωποι παραδόθηκαν ουσιαστικά άνευ όρων στους Άγγλους και το Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε διορισθεί από το βασιλιά στη θέση του πρωθυπουργού. Η συμφωνία που υπογράφτηκε αναγνώριζε ως μόνη νόμιμη κυβέρνηση τη βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου (που πλέον με τη συμμετοχή 4 εαμικών υπουργών σε δευτερεύοντα υπουργεία βαφτιζόταν «κυβέρνηση εθνικής ενότητας»), η οποία βέβαια θα αναλάμβανε την εξουσία μετά την απελευθέρωση. Επίσης, καταδικαζόταν το κίνημα των φαντάρων και ναυτών του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής, που είχε πνιγεί στο αίμα από τους Άγγλους, ως «προβοκατόρικο». Το κείμενο της συμφωνίας κατέληγε με ευχαριστήριο προς τον Τσόρτσιλ «για το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και το μέλλον της».

Για να ολοκληρωθεί η προδοσία του κινήματος της αντίστασης, έπρεπε να δεθεί χειροπόδαρα και ο ΕΛΑΣ, με μια στρατιωτική συμφωνία. Έτσι, με προτροπή της ηγεσίας του ΚΚΕ και του Ποπόφ, απεσταλμένου του Στάλιν στην Ελλάδα, η ηγεσία του ΕΛΑΣ με τον Στέφανο Σαράφη οδηγήθηκε στην παγίδα της Καζέρτας τον Ιούλη του 1944. Η συμφωνία προέβλεπε ότι, μετά την απελευθέρωση, ο ΕΛΑΣ θα απέφευγε να μπει στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ όλες οι στρατιωτικές θέσεις κλειδιά θα καταλαμβάνονταν από τις αγγλικές δυνάμεις του στρατηγού Σκόμπυ. Επίσης, προβλεπόταν η δημιουργία «εθνικού στρατού», με βάση τους πιστούς στο βασιλιά πραιτοριανούς του «Ιερού Λόχου» και της Ορεινής Ταξιαρχίας.

Στο μεταξύ, στην Ελλάδα, ο Άρης Βελουχιώτης, αγνοώντας επιδεικτικά τις συμφωνίες που υπέγραφε η σταλινική ηγεσία, προχώρησε στην εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τους ταγματασφαλίτες και τη φασιστική οργάνωση Χ, ενώ μαζί με καπετάνιους του ΕΛΑΣ επεξεργαζόταν σχέδιο για την επικείμενη σύγκρουση με τους Άγγλους, που ήταν πλέον αναπόφευκτη. Οι μάζες (και ιδιαίτερα η βάση του ΚΚΕ, που αριθμούσε πλέον περίπου 400.000 μέλη, ενώ οι αντάρτες ανέρχονταν πλέον σε πάνω από 100.000 μαζί με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ) βρίσκονταν σε αναβρασμό και αντιμετώπιζαν με έντονη καχυποψία τις επιλογές της ηγεσίας. Ωστόσο ο Άρης, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα της ελληνικής επανάστασης, παρά το τεράστιο κύρος που απολάμβανε μέσα στον εξεγερμένο λαό, δεν πήρε ποτέ την πρωτοβουλία (για λόγους που σίγουρα δεν είναι εύκολο να εξακριβωθούν πλήρως, αλλά που σίγουρα έχουν να κάνουν μεταξύ άλλων με την ελλιπή μαρξιστική του διαπαιδαγώγηση) για μια ανοιχτή σύγκρουση με τη σταλινική ηγεσία, κάτι που θα μπορούσε τελικά να σώσει τον αγώνα των ελληνικών εργατοαγροτικών μαζών.

Στις 9-10 Οκτώβρη του 1944 στη Μόσχα, Στάλιν και Τσόρτσιλ μοίρασαν τις σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια: Ρουμανία και Βουλγαρία για τη Σοβιετική Ένωση, Ελλάδα για την Αγγλία. Η Γιουγκοσλαβία μοιράστηκε 50-50, όμως το παρτιζάνικο κίνημα θα χαλάσει τελικά τα σχέδια του Στάλιν. Η είδηση της συμφωνίας αυτής, όταν έφτασε αργότερα στην Ελλάδα μέσω του βούλγαρου σταλινικού ηγέτη Δημητρώφ, έπεσε σαν κεραυνός στα κλιμάκια της ηγεσίας του ΚΚΕ. Μη έχοντας καμιά εμπιστοσύνη στο τεράστιο λαϊκό κίνημα του οποίου βρίσκονταν επικεφαλής, ο Σιάντος και τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ περίμεναν σοβιετική βοήθεια, εις μάτην όμως: ο Κόκκινος Στρατός, παρότι είχε συντρίψει τις χιτλερικές στρατιές προελαύνοντας μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να αποτρέψει τη σφαγή της ελληνικής επανάστασης από το βρετανικό ιμπεριαλισμό.

Η αντίστροφη μέτρηση

Τον Οκτώβρη του 1944 οι Γερμανοί, αφού επιδόθηκαν σε ένα τελικό μπαράζ τρομερών σφαγών και καταστροφών κατά τους τελευταίους μήνες της Κατοχής, έφυγαν κυνηγημένοι από την Ελλάδα. Ο ΕΛΑΣ είχε μια μοναδική ευκαιρία να αντλήσει εξαιρετικό οπλισμό, με συντονισμένες επιθέσεις ενάντια στις εξαντλημένες και μισοδιαλυμένες γερμανικές δυνάμεις. όμως η σχετική εντολή δεν δόθηκε ποτέ. Η Αθήνα απελευθερώθηκε στις 12 Οκτώβρη και ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους σε ένα χωρίς προηγούμενο πανηγύρι της λευτεριάς. Αλίμονο, όμως: οι συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας εφαρμόστηκαν κατά γράμμα και η κυβέρνηση του Παπανδρέου, μαζί με τα στρατεύματα του Σκόμπυ, πήραν τις θέσεις τους. Το ΚΚΕ, μέσω του «Ριζοσπάστη», καλωσόριζε τους «μεγάλους απελευθερωτές» και «συμμάχους του αντιφασιστικού αγώνα», αποκοιμίζοντας το λαό, μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο που τον απειλούσε. Βασική επιδίωξη της σταλινικής ηγεσίας ήταν να χρησιμοποιήσει την ισχύ και το κύρος του αντιστασιακού κινήματος για να διαπραγματευθεί με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους τη συμμετοχή της στο μεταπολεμικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι.

Με την αποχώρηση των Γερμανών, το μέχρι τότε καθεστώς δυαδικής εξουσίας ουσιαστικά διαλυόταν και ο ΕΛΑΣ, που πλέον ήλεγχε ολόκληρη ουσιαστικά τη χώρα, δεν είχε παρά να μπει στην Αθήνα και να καταλάβει την εξουσία για λογαριασμό των εξεγερμένων μαζών. Με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, οι σταλινικοί δημιούργησαν ξανά έναν δεύτερο πόλο εξουσίας, δηλαδή την κυβέρνηση Παπανδρέου και τα αγγλικά στρατεύματα. Όμως η δυαδική εξουσία δεν είναι παρά ένα μεταβατικό καθεστώς, που σύντομα καταλήγει στη νίκη είτε της επανάστασης είτε της αντεπανάστασης. Στην περίπτωσή μας, η συμμετοχή του ΚΚΕ στην αστική κυβέρνηση και οι αυταπάτες για εξεύρεση ειρηνικής λύσης αποτελούσαν το βασικό στήριγμα της αντεπανάστασης. Το ζήτημα της εξουσίας δεν λύνεται ποτέ με διαπραγματεύσεις, παρά μόνο με τη δύναμη των όπλων.

Η σύγκρουση

Το κύριο ζήτημα της κρατικής εξουσίας είναι το ζήτημα του στρατού και γενικά των ένοπλων σωμάτων, και γύρω από αυτό εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στα Δεκεμβριανά. Οι οδηγίες του Τσόρτσιλ προς τον Σκόμπυ ήταν κάτι παραπάνω από σαφείς: «Ενεργήστε σαν να βρίσκεστε σε εξεγερμένη πόλη» και «Καμία ειρήνη χωρίς νίκη». Στις 28 Νοέμβρη ο Παπανδρέου υπέβαλλε σχέδιο δημιουργίας «εθνικού στρατού», με κορμό την Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο και τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα. Ο ΕΛΑΣ έπρεπε να αφοπλιστεί και να διαλυθεί και οι άντρες του να μπουν στην εθνοφυλακή. Στις 30 Νοέμβρη οι Σιάντος και Παρτσαλίδης ζήτησαν «ταυτόχρονη διάλυση Ορεινής Ταξιαρχίας και ΕΛΑΣ»! Η αντιπρόταση απορρίφθηκε και την 1η Δεκέμβρη ο Σκόμπυ διατάζει τον ΕΛΑΣ να διαλυθεί μέχρι τις 10 Δεκέμβρη. Τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί, η σύγκρουση προκλήθηκε σκόπιμα από τους Άγγλους και την ίδια στιγμή οι ένοπλες μάζες δεν παρέδιδαν τα όπλα, παρά τη γραμμή του ΚΚΕ. Ήταν μια πανίσχυρη επανάσταση που προδόθηκε.

Ως απάντηση στο αγγλικό τελεσίγραφο, το ΚΚΕ οργάνωσε στις 3 Δεκέμβρη πανελλαδική απεργία και συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, σε μια επίδειξη δύναμης που η σταλινική ηγεσία ήλπιζε ότι θα ξαναφέρει τους Άγγλους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο βασανισμένος λαός ανταποκρίθηκε με απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό, όμως οι Άγγλοι και η ντόπια αντίδραση έπνιξαν στο αίμα τη διαδήλωση, κάτω από το αδιάφορο βλέμμα του σταλινικού απεσταλμένου Ποπόφ από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Στις μάχες που ακολούθησαν στην Αθήνα, το κύριο βάρος σήκωσαν οι αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, ενώ το σύνολο σχεδόν των επίλεκτων δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν πήρε καν μέρος στη μάχη. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων, με επικεφαλής το Βελουχιώτη και το Σαράφη, στάλθηκε στην Ήπειρο για να εκκαθαρίσει τα υπολείμματα του ΕΔΕΣ. Οι δυνάμεις του καπετάν Γιώτη (Χαρίλαου Φλωράκη) δεν μπήκαν ποτέ στο κέντρο της Αθήνας. Τα αντάρτικα σώματα της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας περίμεναν μάταια την εντολή να κατέβουν στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη, ένα σύνταγμα Ινδών που είχε περικυκλωθεί από τους αντάρτες του Βαφειάδη, αφέθηκε ουσιαστικά να διαφύγει και να ενισχύσει τελικά τις δυνάμεις του Σκόμπυ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μοιάζει με θαύμα το γεγονός ότι κατά τις δύο πρώτες εβδομάδες της μάχης οι νεαροί αντάρτες έφεραν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τα εμπειροπόλεμα στρατεύματα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Αλλά ακόμη και τότε, και μέχρι το τέλος, το βασικό μέλημα των σταλινικών ήταν να παζαρέψουν μια «έντιμη ειρήνη». Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ αναγκάστηκε να έρθει στην Αθήνα για να επιβλέψει την εξέλιξη της μάχης, ενώ ο πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται στα μέτωπα της Ευρώπης. Με ανείπωτο θάρρος και αυταπάρνηση, οι ΕΛΑΣιτες έσκαψαν τούνελ και τοποθέτησαν μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών κάτω από τη «Μεγάλη Βρετανία», όπου είχε καταλύσει η γριά αλεπού του ιμπεριαλισμού, τα οποία όμως δεν πυροδοτήθηκαν ποτέ. Στο τέλος του μήνα, μετά από κτηνώδεις βομβαρδισμούς των εργατικών συνοικιών, ο ΕΛΑΣ, στερημένος από ενισχύσεις και πολεμοφόδια, λύγισε και η αυλαία της τραγωδίας έπεσε. Στο μεταξύ, οι σταλινικές συμμορίες της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα) δεν σταμάτησαν μέχρι την τελευταία στιγμή τις εκκαθαρίσεις σε βάρος οποιουδήποτε διαφωνούσε με την προδοτική πολιτική, και βέβαια εναντίον των τροτσκιστών αγωνιστών, δολοφονώντας δεκάδες από αυτούς.

Οι οργανώσεις και οι αγωνιστές της 4ης Διεθνούς αγωνίστηκαν ηρωικά καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ιδιαίτερα μέσα στις πόλεις, προβάλλοντας τη διεθνιστική θέση ότι ο πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός και όχι «αντιφασιστικός» και ότι ο αγγλικός και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν ήταν «σύμμαχοι», αλλά θανάσιμοι εχθροί των εργαζομένων και των λαών. Οι Έλληνες τροτσκιστές αποδεκατίστηκαν τόσο από τους ναζί όσο και από την ΟΠΛΑ. Η απώλεια των ικανότερων ηγετών (μεταξύ των οποίων του Παντελή Πουλιόπουλου) οδήγησε σε σημαντικά λάθη. Το κυριότερο ήταν η μηχανιστική αντίληψη ότι η επανάσταση θα ακολουθούσε λίγο-πολύ το ρωσικό μοντέλο του 1917 και θα βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε «παραδοσιακές» μορφές της ταξικής πάλης μέσα στις πόλεις. Έτσι, υποτιμήθηκε η επαναστατική δυναμική που αναπτυσσόταν από το αντάρτικο κίνημα στην ύπαιθρο. Πάντως, σε αρκετές περιπτώσεις τροτσκιστές αγωνιστές συμμετείχαν στο αντάρτικο, κρύβοντας βέβαια την πολιτική τους ταυτότητα, καθώς η αποκάλυψή της θα οδηγούσε με απόλυτη βεβαιότητα στην εξόντωσή τους από τους σταλινικούς, όπως έγινε μεταξύ πολλών άλλων στην περίπτωση του Σταύρου Βερούχη στην Εύβοια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τις τροτσκιστικές οργανώσεις να αποσπάσουν σημαντικά τμήματα των μαζών από τη σταλινική επιρροή και να παίξουν σημαντικό ρόλο κατά την κρίσιμη στιγμή.

Ο επίλογος

Το Γενάρη του 1945, ένας λαϊκός στρατός που το μεγαλύτερο μέρος του ουσιαστικά δεν πήρε καν μέρος στη μάχη, βρέθηκε ηττημένος και ταπεινωμένος. Ο Βελουχιώτης μάταια προσπάθησε να πείσει τους καπετάνιους να συνεχίσουν τον αγώνα, κόντρα στη γραμμή της ηγεσίας. Οι σταλινικοί θα ολοκληρώσουν την προδοσία με την κατάπτυστη συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία, αφού εξασφάλισαν αμνηστία για τους εαυτούς τους, επέβαλαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και παρέδωσαν τους αγωνιστές της αντίστασης βορά στις συμμορίες των χιτών και των ταγματασφαλιτών.

Στις μέρες μας, οι σταλινικοί, όταν αναγκάζονται να αναφερθούν στα τραγικά εκείνα γεγονότα, προβάλουν τη δικαιολογία του «δυσμενούς συσχετισμού των δυνάμεων» απέναντι στον «πανίσχυρο βρετανικό ιμπεριαλισμό». Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο ψέμα και γελοιωδέστερος ισχυρισμός από αυτόν. Το 1944-45 ο στρατιωτικός συσχετισμός των δυνάμεων για το στρατόπεδο των εργαζομένων και των λαών ήταν καλύτερος παρά ποτέ στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε ακάθεκτος σε όλα τα μέτωπα. Η γιουγκοσλαβική επανάσταση βάδιζε προς τη νίκη. Ακόμα και ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία κατέλαβε την εξουσία παρά τις αγγλικές απειλές, και ενώ οι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του ούτε κατά διάνοια συγκρίνονταν με αυτές του ΕΛΑΣ. Το μέτωπο των Άγγλων και των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών κάθε άλλο παρά αρραγές ήταν, καθώς οι δεύτεροι επεδίωκαν να αποσπάσουν από τους πρώτους την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι απελπισμένες αντεπιθέσεις των Γερμανών στο Βέλγιο (Αρδέννες) και την Ιταλία δεν επέτρεπαν στους Άγγλους να στείλουν στην Ελλάδα σημαντικές ενισχύσεις. Το ΚΚΕ μπορούσε να καταλάβει την εξουσία, αν βασιζόταν στη δυναμική του τεράστιου κινήματος που είχε υπό τη διεύθυνσή του. Όμως οι δειλοί και ανίκανοι ηγέτες του εφάρμοσαν κατά γράμμα την πολιτική της σταλινικής γραφειοκρατίας, η οποία έτρεμε το ενδεχόμενο ενός συνδυασμού επαναστατικών νικών σε Γιουγκοσλαβία, Ιταλία και Ελλάδα, που θα προκαλούσε αλυσιδωτές εκρήξεις, εξαιρετικά επικίνδυνες για την ίδια και τη διατήρηση της εξουσίας της, την οποία είχε σφετεριστεί από τις μάζες της Σοβιετικής Ένωσης.

Η ήττα της ελληνικής επανάστασης επιβεβαίωσε με τραγικό τρόπο τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι, και τον ισχυρισμό του ότι μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να απαλλάξει οριστικά τις καθυστερημένες χώρες από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό. Τα διδάγματα είναι πολλά και εξαιρετικά σημαντικά για όλους τους αγωνιστές του σήμερα, για την υπόθεση της σοσιαλιστικής Ελλάδας, που θα είναι τμήμα των Ενωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης και του κόσμου.