Η 4η Διεθνής σε θάνασιμο κίνδυνο (Μάιος 2007)

Εδώ και μερικά χρόνια η 4η Διεθνής βρίσκεται σε βαθιά κρίση και κάθε μέρα που περνά η κρίση αυτή εντείνεται και βαθαίνει. Το 15ο Παγκόσμιο Συνέδριο (Φλεβάρης 2003), με την αλλαγή του καταστατικού, υπήρξε αποφασιστικό και σε μεγάλο βαθμό καθοριστικό της κρίσης και της πορείας διάλυσής της. Σήμερα είναι ζήτημα εάν υφίσταται σαν οντότητα-σώμα, πολύ περισσότερο σαν επαναστατική οργάνωση, όπως την ήθελαν οι ιδρυτές της και οι δεκάδες χιλιάδες επαναστάτες αγωνιστές, που πάλεψαν για την οικοδόμησή της κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Ένα έργο, που το εννοούσαν -και έτσι είναι- ταυτόσημο με την χειραφέτηση του προλεταριάτου και την νίκη της Σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στο παρελθόν η 4η Διεθνής πέρασε από πολλές και σοβαρές κρίσεις. Καμιά όμως από αυτές δεν συγκρίνεται με την σημερινή, καθώς η πλειοψηφία της ηγεσίας  έχει βάλει στόχο -μάλλον συνειδητά- την διάλυσή της, όπως λέει η ίδια όλο και πιο ανοιχτά, και την αντικατάστασή της από μια Νέα Διεθνή. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η 4η Διεθνής δεν είναι μόνο οργανωτικά αλλά βαθύτατα ιδεολογικά και πολιτικά. Εδώ και μερικά χρόνια, ίσως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κυρίως από το 1989-90, υπάρχει μια σταθερή και σταδιακή εγκατάλειψη όλων των βασικών αρχών του επαναστατικού μαρξισμού και των ιστορικών και προγραμματικών κατακτήσεων της 4ης Διεθνούς. Απόρροια αυτής της ιδεολογικής και πολιτικής προδοσίας είναι και οι αλλαγές στο καταστατικό της 4ης Διεθνούς, που την μετατρέπουν από το Παγκόσμιο Κόμμα για την Σοσιαλιστική Επανάσταση σε μια «πλουραλιστική» οργάνωση που παλεύει για το σοσιαλισμό.

Αυτή η πορεία μετάλλαξης της 4ης Διεθνούς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές και τα καθήκοντα του επαναστατικού μαρξισμού, με την βαθιά κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με την ανοδική πορεία των ταξικών αγώνων και τις αλλαγές στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, με το καθήκον της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της προετοιμασίας για την σοσιαλιστική επανάσταση.

Πορεία αντίθετη προς τις αρχές του μαρξισμού

Η οικοδόμηση της διεθνούς οργάνωσης (Παγκόσμιο Κόμμα της Σοσιαλιστικής επανάστασης) είναι παράγωγο του σοσιαλιστικού προγράμματος, που εμπεριέχει το στόχο της Παγκόσμιας Σοσιαλιστικής Κοινωνίας. Αυτό το στόχο εξυπηρετούσαν η 1η, η 2η και η 3η Διεθνής, και βέβαια και η ίδρυση της 4ης Διεθνούς. Γιατί ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια και μόνη χώρα, χωρίς την παγκόσμια επανάσταση, όπως και ένα εθνικό επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί πλήρως χωρίς να είναι ενεργό μέρος του παγκόσμιου κόμματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή η σε μεγάλο βαθμό θεωρητική αρχή (που στηριζόταν όμως στις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας και τα ιστορικά συμφέροντα του παγκόσμιου προλεταριάτου), επιβεβαιώθηκε στην πράξη, αρχικά από τον εκφυλισμό της Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης και τελικά με την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ στην ιστορία τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, οι κρίσεις του, οι πόλεμοί του, η καταστροφή του περιβάλλοντος έχουν ένα διεθνή χαρακτήρα. Σε μεγάλο βαθμό αυτό έχει γίνει κατανοητό και από την αστική τάξη, αλλά η επίλυσή τους μέσα στα πλαίσια του άναρχου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και με στόχο το κέρδος προς όφελος μιας ελάχιστης τάξης εκμεταλλευτών, έχει σαν αποτέλεσμα την εξαθλίωση, την πείνα, τους πολέμους, τον στραγγαλισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τον ίδιο τον κίνδυνο εξαφάνισης του ανθρώπινου είδους.

Από την άλλη μεριά, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί από την ανθρωπότητα, έχουν κάνει υπερώριμες τις αντικειμενικές συνθήκες για την οργάνωση της κοινωνίας, της οικονομίας και της παραγωγής σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο από την βάρβαρη και αναποτελεσματική οργάνωση του καπιταλισμού. Σε παγκόσμια κλίμακα, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας, για την σχεδιασμένη παγκόσμια παραγωγή, συνδεόμενη άμεσα με τις πλατιές ανάγκες των μαζών και της ανθρωπότητας. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει αυτόματα, ούτε ακόμη από εθνικά επαναστατικά κόμματα, ούτε από μια διεθνή οργάνωση ομοσπονδιακού/σοσιαλδημοκρατικού τύπου, όπου τα μέλη της (αγωνιστές, οργανώσεις και κόμματα) δεν έχουν κανένα κοινό σημείο μεταξύ τους και καθένας κάνει ό,τι θέλει. Χρειάζεται ένα κοινό παγκόσμιο πρόγραμμα, κοινή στρατηγική και πολιτική και μια κοινή υλική δύναμη, που δεν μπορεί να είναι άλλη από την οργάνωση των επαναστατών μαρξιστών, στο Παγκόσμιο επαναστατικό Κόμμα.

Πορεία αντίθετη προς την βαθιά κρίση του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος

Το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν μπόρεσε να βγει από την 35χρονη κρίση του, παρά τα όσα συνταρακτικά συνέβησαν κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες: μεγάλη υποχώρηση του εργατικού, επαναστατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ειδικά μετά την κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», διάλυση του σταλινισμού, ιδεολογική και πολιτική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας σχεδόν σ’ όλο τον κόσμο σε αστικό νεοφιλελεύθερο ρεύμα, αστικοποίηση μεγάλου μέρους της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, επανενοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας -αν όχι και του καπιταλιστικού συστήματος-, σχεδόν απόλυτη δυνατότητα επιβολής στρατηγικών επιλογών και γενικών λύσεων στο σύστημα σα σύνολο, ασφυκτικός έλεγχος των πολιτικών και της αγοράς μέσω του νεοφιλελευθερισμού και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, μονοπώλιο της πίστης). Και -ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα-, το ψυχολογικό και συνειδησιακό σοκ που δημιουργήθηκε στις μάζες από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και εν μέρει από την μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, που προκάλεσαν την αίσθηση σε πλατιές λαϊκές μάζες της υπεροχής του καπιταλιστικού συστήματος, και ίσως ακόμη χειρότερα της νέκρωσης οποιασδήποτε αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων διεξόδου από το καπιταλιστικό σύστημα.

Παρά αυτό το εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτούργησε το παγκόσμιο καπιταλιστικό/ιμπεριαλιστικό σύστημα, το αποτέλεσμα είναι η χειροτέρευση της κρίσης του και της κρίσης της παγκόσμιας αστικής ηγεσίας. Αυτό ήταν αποτέλεσμα, μπορούμε να πούμε σήμερα με σιγουριά, δύο χονδρικά βασικών παραγόντων:

α) Της κρίσης ή της αμφισβήτησης όλων των στρατηγικών επιλογών (Νεοφιλελευθερισμός, «Παγκοσμιοποίηση», Νέα Τάξη και Πόλεμος), με οποιαδήποτε μορφή και αν εφαρμόσθηκαν από την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» μέχρι και την 11η Σεπτέμβρη. Αυτή η αποτυχία των γενικών λύσεων, όπως είναι φυσικό, έχει συσσωρεύσει νέα δεινά στην ανθρωπότητα (εξαθλίωση, ανεργία, πείνα, δραματική συρρίκνωση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών κλπ), νέα μεγάλα αδιέξοδα στη λειτουργία του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος (όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, εμφάνιση μιας σειράς νέων ισχυρών ανταγωνιστών όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία αλλά και άλλες χώρες-κλειδιά του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος όπως η Βραζιλία, το Μεξικό κλπ, επέκταση του γεωοικονομικού και γεωπολιτικού χάους). Ειδικά μετά την αποτυχία της πολιτικής της 11ης Σεπτέμβρη, δηλαδή της λύσης της κρίσης αλά Χίτλερ (διαρκής πόλεμος, προληπτικοί πόλεμοι, στρατιωτικοποίηση της αμερικάνικης κοινωνίας και όχι μόνο, το δόγμα «Ή μαζί μας ή εναντίον μας» κλπ), όλα δείχνουν ότι στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο -και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ του Μπους και των νεοσυντηρητικών- υπάρχει ένα κενό στρατηγικής ή στην καλύτερη περίπτωση έλλειψη στρατηγικής αντιμετώπισης ή διαχείρισης της κρίσης του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος. Και όλα αυτά σε μια περίοδο όπου η οικονομία των ΗΠΑ ( και των άλλων ιμπεριαλιστών) υποβαθμίζεται διαρκώς συσσωρεύοντας βουνά από χρέη, επίφοβοι ανταγωνιστές προβάλλουν, η παγκοσμιοποίηση τείνει να μεταβληθεί σε μπούμερανγκ των εμπνευστών της και –τέλος- ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων που επιβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80-αρχές της δεκαετίας του ’90 παρουσιάζει ρήγματα και αλλαγές.

β) Της ανοδικής πορείας των εργατικών αγώνων, του εργατικού κινήματος και των κινημάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, και ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές και χώρες (Ευρώπη, Λ. Αμερική, Γαλλία, Ελλάδα, Βενεζουέλα, Βολιβία κλπ), της αντίστασης των λαών (Ιράκ, Μ. Ανατολή κλπ), με αποτέλεσμα μια σειρά από μικρές και μεγάλες επιτυχίες και νίκες (Ευρωσύνταγμα, CPE, άρθρο 16 στην Ελλάδα, νίκη των μαζών του Λιβάνου στον πόλεμο με το Ισραήλ, βάλτωμα των ιμπεριαλιστών στον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν κλπ), συνολικές ήττες του Νεοφιλελευθερισμού σε μια σειρά από χώρες της Λ. Αμερικής και επανεμφάνιση εναλλακτικών λύσεων, στην πράξη και απέναντι στον καπιταλισμό, τουλάχιστον στην Βενεζουέλα και ακόμη αναζωογόνηση της σοσιαλιστικής προοπτικής.

Βέβαια, όσο δεν αλλάζει ουσιαστικά ο παγκόσμιος συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων –παρά τα ρήγματα και τις αλλαγές που συνολικά ή μερικά έχει υποστεί-, ο ιμπεριαλισμός έστω και δύσκολα (στην πραγματικότητα όλο και πιο δύσκολα) θα κατορθώνει να επιβάλλει την κυριαρχία του και την βάρβαρη πολιτική του.

Όλα όσα εκτέθηκαν παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι καπιταλιστές/ιμπεριαλιστές δεν είχαν σημαντικές επιτυχίες κατά την προηγούμενη 20ετία, σε βάρος τόσο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων 150 χρόνων, όσο και των εθνικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων των λαών. Εκείνο που υποστηρίζουμε -και που είναι σήμερα η πραγματικότητα- είναι ότι όλοι εκείνοι οι παράγοντες που καθόρισαν την προηγούμενη 20ετία είτε δεν υπάρχουν, είτε έχουν αποτύχει ή δεν έχουν την ίδια ισχύ, και επομένως τα περιθώρια λύσης της κρίσης του συστήματος όχι μόνο στενεύουν δραματικά αλλά  πρέπει να περιμένουμε ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωσή της. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με το κενό στρατηγικής που παρουσιάζεται στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, δημιουργούν μια ασταθή μεταβατική ισορροπία και περίοδο, κατά την οποία η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ιμπεριαλιστών τίθεται στην ημερήσια διάταξη από πολλές πλευρές και από πολλές δυνάμεις (καπιταλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές, εργατικό και λαϊκό κίνημα κλπ) και  το δίλημμα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» έρχεται στην άμεση επικαιρότητα. Δηλαδή, από την μια μεριά η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές θα προσπαθήσουν να συντρίψουν το παγκόσμιο προλεταριάτο για να βγάλουν το σύστημά τους από την κρίση, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στις σημερινές συνθήκες όπου το κοινωνικό βάρος των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων μαζών έχει αυξηθεί σημαντικά. Και από την άλλη μεριά η σοσιαλιστική επανάσταση καλείται να βάλει τέλος στην καπιταλιστική κυριαρχία.

Η πλειοψηφία της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς έκανε τραγικά λάθη στην εκτίμηση της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος και στην εκτίμηση της δύναμης της εργατικής τάξης, του εργατικού και λαϊκού κινήματος και των ιδεών του επαναστατικού μαρξισμού. Υποτίμησε την κρίση και τις δυνατότητες του εργατικού κινήματος κλπ, και από ‘κει και πέρα ήταν εύκολο να πέσει σε μια ομφαλοσκόπηση που την οδήγησε στις κλασικές ρεβιζιονιστικές-σοσιαλδημοκρατικές απόψεις. Αντί να προετοιμάσει την 4η Διεθνή και κατ’ επέκταση το παγκόσμιο προλεταριάτο για τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, για τις νέες συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης, ανάπτυξης του επαναστατικού προτσές και οικοδόμησης του παγκόσμιου κόμματος της επανάστασης, επιδόθηκε σε ένα έργο εγκατάλειψης των αρχών του επαναστατικού μαρξισμού και κατεδάφισης όλων των προγραμματικών κατακτήσεων του κινήματός μας. Εγκατέλειψε την Δικτατορία του προλεταριάτου/Σοσιαλιστική Δημοκρατία για χάρη της «Δημοκρατίας». Εγκατέλειψε τη θέση του επαναστατικού μαρξισμού κριτικής υποστήριξης κινημάτων ή καθυστερημένων χωρών απέναντι στον ιμπεριαλισμό, παίρνοντας μια «ουδέτερη στάση» ή ακόμη χειρότερα τάχθηκε υπέρ της επέμβασης των ιμπεριαλιστών ή του ΟΗΕ (Αν. Τιμόρ, Γιουγκοσλαβία κλπ.). Εγκατέλειψε τον Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό προς χάριν -υποτίθεται- μιας «δημοκρατική» πλουραλιστικής λειτουργίας, που στην πραγματικότητα είναι ο θρίαμβος του ατομισμού, των κλικών, των φατριών και η δικτατορία των ανεξέλεγκτων ηγεσιών, γραφειοκρατικών ή μη. Επιδόθηκε σε μία κριτική της Οκτωβριανής Επανάστασης που δεν διαφέρει καθόλου από την κριτική της σοσιαλδημοκρατίας και όχι μόνο.

Πορεία αντίθετη προς την ανοδική φάση των αγώνων του προλεταριάτου και τις αλλαγές στο εργατικό κίνημα

Σήμερα οι αγώνες δεν είναι μόνο περισσότεροι και ποιοτικά ανώτεροι σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχει και μια τάση ενίσχυσης της αμφισβήτησης του συστήματος, όπως λειτουργεί σήμερα και προσλαμβάνεται από τις μάζες στις ορατές και βιωματικές του μορφές: Νεοφιλελευθερισμός, «Παγκοσμιοποίηση», επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού και πόλεμος, καταστροφή του περιβάλλοντος, και ακόμη μια τάση σταθεροποίησης της αμφισβήτησης και αλλαγής στις διαθέσεις των μαζών προς μια κινηματική και αγωνιστική συνείδηση. Αυτή η εξέλιξη επαναφέρει στο προσκήνιο της κοινωνίας το εργατικό και λαϊκό κίνημα και την υπόθεση του προλεταριάτου, από το παρασκήνιο όπου είχαν εξοβελιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Οι μικρές ή μεγάλες νίκες του εργατικού κινήματος σε διάφορα σημεία του πλανήτη, το βάλτωμα των ιμπεριαλιστών και ακόμη οι ήττες τους- κυρίως σε πολιτικό επίπεδο- σε διάφορες περιοχές και ειδικά στην Μ. Ανατολή όπου εκδηλώνεται και η μεγαλύτερη επιθετικότητα, οι επαναστατικές εξελίξεις στην Λ. Αμερική και συνολικά η αποτυχία των στρατηγικών επιλογών τους, ενισχύουν σιγά-σιγά την αυτοπεποίθηση των μαζών, διαμορφώνουν μια άλλη διάθεση και κουλτούρα, όχι μόνο αγωνιστική και αντίστασης αλλά και αλλαγής της κατάστασης στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και ακόμη αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, τον ιμπεριαλισμό και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση.

Αυτές οι αλλαγές στη διάθεση και στη συνείδηση των πλατιών μαζών, εμφανείς τα τελευταία χρόνια, έχουν πολλές αδυναμίες που σε συνδυασμό με τις αδυναμίες του οργανωμένου συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, έχουν σαν αποτελέσματα  τη σχετική αστάθεια, αντιφατικές συμπεριφορές, μεγάλα κενά «αδιαφορίας και απάθειας», επιστροφή στην «γκρίνια» και τις εκλογικές αυταπάτες –ατομικές λύσεις. Βέβαια, σ’ όλες τις περιόδους υπάρχουν κενά, «γκρίνια», εκλογικές αυταπάτες κλπ, καθώς οι διαθέσεις και συνειδήσεις των μαζών έχουν τα πάνω και τα κάτω τους, τις αναγκαίες και υποχρεωτικές από την καθημερινότητα διακοπές. Όμως στη σημερινή συγκυρία δεν υπάρχει ακόμη μια σταθεροποίηση αυτής της συνείδησης και διάθεσης, πράγμα που οφείλεται στην απουσία ενός ισχυρού εργατικού κινήματος. Αυτό το τελευταίο είναι ένας βασικός παράγοντας για τις οβιδιακές μεταβολές που παρατηρούνται, όχι μόνο στα σταλινικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά ακόμη και σε επαναστατικά κινήματα και κεντριστικές οργανώσεις, π.χ. η Κομμουνιστική Επανίδρυση, αλλά και το Βραζιλιάνικο, το Πορτογαλικό και το Ιταλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς αλλά και κομμάτια πολλών άλλων τμημάτων και της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς.

Η χρεοκοπία των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών κομμάτων δεν σχετίζεται μόνο με την ιστορική αποτυχία του στρατηγικού σχεδίου τους για το σοσιαλισμό. Απέτυχαν στην υπεράσπιση των άμεσων συμφερόντων, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας και των χωρών του τρίτου Κόσμου. Με κάποιες εξαιρέσεις κυρίως για τα σταλινικά κόμματα, συμμετείχαν ενεργά στην κατεδάφιση των εργατικών δικαιωμάτων (πληθυντική αριστερά, κεντροαριστερά κλπ.), στις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες και τους πολέμους.

Αυτή η συνολική χρεοκοπία έχει συντελέσει στη μείωση της επιρροής τους πάνω στις μάζες, στη χαλάρωση των δεσμών τους με το οργανωμένο εργατικό κίνημα και ακόμη περισσότερο με το ανοργάνωτο και ιδιαίτερα με τις νεότερες γενιές των εργαζομένων και της νεολαίας. Αυτό έχει διευκολύνει την ανάπτυξη κινημάτων έξω από αυτά και ενάντια σ’ αυτά, πράγμα που πολύ-πολύ δύσκολα και μόνο κατ’ εξαίρεση συνέβαινε στο παρελθόν. Και ακόμη η ανάπτυξη κινημάτων από τη μια μεριά μεγαλώνει την κρίση, περιορίζει ασφυκτικά τους ελιγμούς και ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στα κόμματα αυτά, και από την άλλη δίνει την δυνατότητα στους επαναστάτες μαρξιστές να εξασκήσουν την πολιτική και πρακτική τους, να δείξουν την ικανότητά τους, την αξιοπιστία τους να διεξάγουν μικρούς η μεγάλους αγώνες κλπ, χωρίς επώδυνες «συνεργασίες» με τους ρεφορμιστές (με ή χωρίς εισαγωγικά).

Αυτή η συνολική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, η ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη των αγώνων, η σχετική σταθεροποίηση μιας αγωνιστικής διάθεσης και συνείδησης των μαζών, η ανάπτυξη μιας τάσης αμφισβήτησης του νεοφιλελευθερισμού και ορισμένων πλευρών του καπιταλισμού, έχουν βοηθήσει στην εμφάνιση σημαντικών αλλαγών στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Το κοινωνικό και -σε μικρότερο βαθμό- το πολιτικό βάρος της άκρας και επαναστατικής αριστεράς σε παγκόσμια κλίμακα μεγαλώνει, με ρυθμούς που ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες, όπου αυτές οι δυνάμεις παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο κίνημα και έχουν μια πολιτική λίγο ως πολύ αντικαπιταλιστική (στην πράξη και όχι στα λόγια), οι αλλαγές είναι αρκετές και σημαντικές. Αυτό είναι ένα σημαντικό δεδομένο, που πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη οι επαναστάτες μαρξιστές στη χάραξη μιας στρατηγικής και πρακτικής, όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πορεία που στιγματίζεται από την συμμετοχή τμημάτων της 4ης Διεθνούς σε αστικές και ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις

Η πλειοψηφία της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς μοιάζει να έχει έναν προσανατολισμό προς τις αντικαπιταλιστικές δυνάμεις –περίπου αυτό λένε και οι «αποφάσεις» του 15ου Παγκόσμιου Συνεδρίου. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Εκείνο που εφαρμόζεται είναι η εγκατάλειψη του στρατηγικού στόχου της οικοδόμησης τμημάτων και της ίδιας της Διεθνούς και της αντικατάστασης αυτού του στόχου με την οικοδόμηση «αντικαπιταλιστικών» κομμάτων και μιας Νέας Διεθνούς. Ακόμη χειρότερα, αντικατάσταση της τακτικής της ειδικής μορφής του ενιαίου μετώπου με αντικαπιταλιστικές οργανώσεις –που στη σημερινή συγκυρία αποτελεί κομβικό σημείο για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος- για την οικοδόμηση των οργανώσεών μας με την συγχώνευση με τέτοιες οργανώσεις ή ακόμη και με ριζοσπαστικά μικροαστικά ρεύματα, που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Η εγκατάλειψη των αρχών του επαναστατικού μαρξισμού και των προγραμματικών, στρατηγικών και τακτικών κατακτήσεων της 4ης Διεθνούς, και η εφαρμογή μιας λαϊκομετωπικής πολιτικής σε περιεχόμενο και μορφή έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα πρωτοφανή για το κίνημά μας, όπως είναι οι κραυγαλέες περιπτώσεις (δεν είναι οι μόνες) των τμημάτων της Βραζιλίας, της Ιταλίας αλλά και της Πορτογαλίας. Η συμμετοχή του βραζιλιάνικου τμήματος στην αστική κυβέρνηση Λούλα και του ιταλικού στην ιμπεριαλιστική κυβέρνηση Πρόντι (τώρα τελευταία υπάρχει μια μικρή διαφοροποίηση στη στάση του), όπου ψηφίζουν αντιδραστικά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών μαζών, της νεολαίας και του παγκόσμιου προλεταριάτου αλλά και η συμμετοχή του πορτογαλικού τμήματος στο δεξιό ρεφορμιστικό σχηματισμό του Kόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς –αφού πρώτα εγκατέλειψε την Ευρωπαϊκή Αντικαπιταλιστική Αριστερά και κατόπιν αυτοδιαλύθηκε μέσα στο Μπλοκ της Αριστεράς! – αποτελούν καθαρή προδοσία και ντροπή για το κίνημά μας. Τα επικριτικά άρθρα ορισμένων συντρόφων –αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στην περίπτωση του βραζιλιάνικου τμήματος είναι επιδερμικά και δεν αφορούν την ουσία της στρατηγικής, πολιτικής και πρακτικής- δεν αναιρούν την συντριπτική ευθύνη της πλειοψηφίας της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς.

Επακόλουθο των «νέων» αντιλήψεων που κυριαρχούν στην πλειοψηφία της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς, είναι το αδυνάτισμα πολλών τμημάτων, η διάλυση τμημάτων μέσα σε μικροαστικά ρεύματα και η εγκατάλειψη της ανεξάρτητης και ανοικτής πάλης για την οικοδόμησή τους, το κλείσιμο εφημερίδων και περιοδικών των τμημάτων και της 4ης Διεθνούς και τέλος η εξαφάνιση τμημάτων και της 4ης Διεθνούς με μεγάλη παράδοση και ιστορία (π.χ. Βρετανία, Λ. Αμερική, Αυστραλία κλπ), πολλές φορές προς όφελος άλλων ρευμάτων που εμφανίζονται σαν τροτσκιστικά.

Ο κίνδυνος χτύπησε κόκκινο

Η Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Διεθνής δεν ήταν απλά ένα δίκτυο αλληλεγγύης του παγκόσμιου προλεταριάτου. Είχαν αναλάβει το γιγάντιο έργο του εξοπλισμού του παγκόσμιου προλεταριάτου με στρατηγική, πρόγραμμα και τακτική και μιας επαναστατικής ηγεσίας, που θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας την συντριβή του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος και την εγκαθίδρυση του Σοσιαλισμού. Αυτή την κληρονομιά παρέλαβε η 4η Διεθνής, όχι σαν μουσειακός αποδέκτης αλλά με την φιλοδοξία να το εκπληρώσει στις συνθήκες της εποχής μας. Η ιστορία δικαίωσε αυτή τη φιλοδοξία και γιγαντιαία προσπάθεια σε θεωρητικό επίπεδο.

Ο Τρότσκι είχε συνοψίσει το πρόβλημα της εποχής μας ως εξής: «Η σημερινή κρίση του ανθρώπινου πολιτισμού είναι κρίση της προλεταριακής ηγεσίας». Έχοντας αυτό σαν οδηγό αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του για το ξεπέρασμα της κρίσης της προλεταριακής ηγεσίας με το μόνο τρόπο που θα ήταν δυνατό να γίνει αυτό με την οικοδόμηση της 4ης Διεθνούς.

Σήμερα η κρίση του πολιτισμού είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας –απειλείται ακόμη και η επιβίωσή της και αυτό οφείλεται στην κρίση της προλεταριακής ηγεσίας. Η διάλυση του σταλινισμού, η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας δηλαδή των δύο βασικών τάσεων του εργατικού κινήματος αλλά και πολλών κεντριστικών ρευμάτων έχουν χειροτερεύσει την κρίση της προλεταριακής ηγεσίας από την εποχή του Τρότσκι και την μεταπολεμική περίοδο και έχουν καταστήσει πιο επιτακτικό το καθήκον ξεπεράσματός της. Τόσο περισσότερο μάλιστα μια που η κρίση προλεταριακής ηγεσίας διαπερνά τον άλλοτε πυρήνα του Παγκόσμιου Κόμματος της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, της 4ης Διεθνούς, όπως δείχνουν οι κραυγαλέες περιπτώσεις της Βραζιλίας, Ιταλίας και Πορτογαλίας, η λαϊκομετωπική πολιτική και η αυτοδιάλυση τμημάτων. Δεν είναι επίσης άσχετο το φαινόμενο των οβιδιακών  μεταβολών κεντριστικών ρευμάτων, π.χ. Κομμουνιστική Επανίδρυση, Σαντινίστας κλπ.

Η πλειοψηφία της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς έχει παρεκκλίνει σοβαρά και όχι μόνο καταστατικά από τις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού, από το πρόγραμμα και τις παραδόσεις του κινήματος. Ο κίνδυνος της πλήρους διάλυσης είναι πλέον ορατός και αυτό δεν θεραπεύεται ούτε με την προσωρινή προσχώρηση μαζών, ούτε με τη δυναμική μιας ή πολλών οργανώσεων, ούτε με την έντονη δράση και κινητικότητα, ούτε με αυστηρούς καταστατικούς και οργανωτικούς κανόνες, παρά μόνο με  μια επιστροφή στις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού που σήμερα καταπατούνται από την πλειοψηφία της ηγεσίας της 4ης Διεθνούς.

Πριν να είναι πολύ αργά χρειάζεται όσα τμήματα ή αγωνιστές της 4ης Διεθνούς βλέπουν αυτούς τους κινδύνους:
Α) Να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για να σταματήσουν αυτή την πορεία εκφυλισμού και διάλυσης.
Β) Να αρχίσουν μια προσπάθεια επεξεργασίας πολιτικών θέσεων και σχεδίου οικοδόμησης των τμημάτων και της 4ης Διεθνούς.
Γ) Να αρχίσουν μια μεγάλη εκστρατεία αναζωογόνησης της συζήτησης γύρω από την κρίση της 4ης Διεθνούς αλλά και του τροτσκιστικού κινήματος.
Δ) Να αρχίσουν αμέσως την προσπάθεια για την οικοδόμηση τμημάτων στις χώρες, όπου το κίνημά μας παραδοσιακά είχε δυνάμεις, όπως επίσης και σε ανερχόμενες χώρες-κλειδιά του καπιταλιστικού συστήματος.

Η Κ.Ε. της Ο.Κ.Δ.Ε.
9/5/2007