Νότιο Σουδάν: στα πρόθυρα εμφυλίου

Την 14η Δεκέμβρη, φατρίες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν (ΛΑΣΣ), που αποτελούνται από στρατιώτες της εθνικότητας Νούερ και με την ενίσχυση του Απελευθερωτικού Κινήματος του Νοτίου Σουδάν (ΑΚΝΣ) –πολιτικής του πτέρυγας– και λευκών μισθοφόρων, στασίασαν ενάντια στον πρόεδρο Σάλβα Κίιρ (από τη φυλή των Ντίνκα). Οι κυβερνητικές δηλώσεις ήταν καθησυχαστικές για την απόπειρα πραξικοπήματος, ρίχνοντας τις ευθύνες στον πρώην πρόεδρο Ριέκ Μαχάρ, αλλά οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες, τόσο στην πρωτεύουσα Τζούμπα, όσο και στην περιοχή Γιονγκλέι, που ταλανίζεται από εθνοτικές διαμάχες.

Τα πρώτα σημάδια της σύγκρουσης αυτής ήταν φανερά απ’ τα τέλη του 2012, όταν ο πρόεδρος Κίιρ αντικατέστησε υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης, του κυβερνώντος ΑΚΝΣ και του στρατού. Επίσης, έπαψε απ’ τα καθήκοντά του τον Γενικό Γραμματέα του ΑΚΝΣ, Παγκάν Οκέτς, και του απαγόρεψε την έξοδο απ’ την πρωτεύουσα και κάθε δήλωση στα μέσα ενημέρωσης, την ίδια ώρα που καθαιρούσε το Πολιτικό Γραφείο, το Εθνικό Συνέδριο και το Εθνικό Απελευθερωτικό Συμβούλιο του ΑΚΝΣ.

Τις πρώτες ώρες της ανταρσίας δέχθηκαν επίθεση διάφορα κυβερνητικά κτήρια, καθώς και τα κεντρικά γραφεία της διοίκησης του στρατού, ενώ απαλλοτριώθηκαν και αποθήκες όπλων από μονάδες του στρατού που είχαν αφοπλιστεί κατά τις εκκαθαρίσεις.

Τις επόμενες μέρες, οι συγκρούσεις εξαπλώθηκαν και στην επαρχία Γιονγκλέι. Οι πραξικοπηματίες επιτέθηκαν στη βάση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στο Άκομπο, έχοντας ως στόχο τον άμαχο πληθυσμό που ζητούσε άσυλο εκεί, και κατέλαβαν αρκετές πετρελαιοπαραγωγικές πηγές . Όσο εντείνονταν οι συγκρούσεις, τόσο πλήθαιναν και οι αυτομολήσεις στρατιωτικών των κυβερνητικών δυνάμεων στο πλευρό των ανταρτών.

Το αδιέξοδο της κυβέρνησης του Νοτίου Σουδάν σύντομα την ανάγκασε να καλέσει τη γειτονική Ουγκάντα να επέμβει στρατιωτικά για τον έλεγχο του κεντρικού αεροδρομίου της χώρας, με πρόσχημα την ασφάλεια πολιτών της Ουγκάντα. Ακολούθησαν δύο επιχειρήσεις αμερικανών πεζοναυτών για μεταφορά αμάχων που δούλευαν σε «ανθρωπιστικά προγράμματα» του ΟΗΕ.

Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται απ’ την πρώτη στιγμή ύπαρξης του Νοτίου Σουδάν (το Σουδάν πρόσφατα διαιρέθηκε σε Βόρειο και Νότιο, κάτω από τις παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστών και λόγω των εντόνων ανταγωνισμών τους στην περιοχή, ιδιαίτερα με την Κίνα). Παρά τις αρχικές προσφορές «βοηθείας», το Νότιο Σουδάν αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σ’ έναν ανηλεή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στην Αφρική, αλλά και στις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες της Κίνας. Η ποσότητα των 7 δισεκατομμυρίων βαρελιών μπορεί να βρίσκεται στην πρωτεύουσα Τζούμπα, η αξιοποίησή του όμως γινόταν από προσωπικό, υποδόμες και λιμάνια που βρίσκονται πλέον στο «ξεχωριστό» κράτος του (Βόρειου) Σουδάν.

Ο Κίιρ επιχείρησε να δείξει πως ελέγχει την άντληση και εμπορία του πετρελαίου και πως έχει το πάνω χέρι στις σχέσεις με το (Βόρειο) Σουδάν, κλείνοντας τις στρόφιγγες τον χειμώνα του 2011–2012 και απελαύνοντας τον επικεφαλής της κινέζικης ενεργειακής εταιρείας CNPC. Ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στο 80% και το νόμισμα έχασε τα 2/3 της αξίας του, ενώ πάγωσαν όλα τα έργα υποδομής. Τον Απρίλιο του 2012, έσπευσε στην Κίνα να ζητήσει δάνεια και επενδύσεις με αντάλλαγμα ευνοϊκότερη μεταχείριση στις έρευνες για νέες γεωτρήσεις.

Δυόμιση χρόνια μετά την «ανεξαρτησία» του, το Νότιο Σουδάν βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Όχι τόσο λόγω των εθνοτικών διαμαχών ανάμεσα στις δυο κυρίαρχες φυλές Νουέρ και Ντίνκα, όσο για τον έλεγχο των πετρελαιοπαραγωγικών πόρων, που αποτελούν το 98% των εσόδων της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι πως διάφορες ένοπλες ομάδες –για την ώρα χωρίς φανερή κεντρική ηγεσία, αν και είναι σίγουρο πως τα νήματα κινεί ο Μαχάρ– έσπευσαν να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελέγχονται από την κινέζικη εταιρεία CNPC. Επίσης, πέρα απ’ το προφανέστατο οικονομικό όφελος του ελέγχου των πηγών αυτών, η κατάσταση θα προκαλέσει οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο στον πρόεδρο Κίιρ, ακόμη και οδηγώντας τον σε παραίτηση. Από την άλλη, ο Μαχάρ δεν φαίνεται καθόλου διατεθειμένος να προχωρήσει σε κάποιου είδους «ειρηνευτικό διάλογο», δείχνοντας την αυτοπεποίθηση και δύναμη που έχει αποκτήσει απ’ τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών και κατά πως όλα δείχνουν την στήριξη των δυτικών ιμπεριαλιστών.

Η Κίνα, που φαίνεται να πλήττεται περισσότερο απ’ τις έως τώρα εξελίξεις, αποφεύγει για την ώρα τα σχόλια και αρκείται σ’ ένα κάλεσμα για «ειρηνική επίλυση της κρίσης», ενώ οι ΗΠΑ πιέζουν όσο μπορούν περισσότερο την κατάσταση προς όφελός τους, πρώτον γιατί θέλουν έναν πιο φιλοδυτικό ηγέτη και, δεύτερο, για ένα ξαναμοίρασμα υπέρ τους των πετρελαιοπηγών της χώρας (η αμερικάνικη Chevron πρωτοανακάλυψε κοιτάσματα στην περιοχή το 1975).