Δεκέμβρης 1944 – 80 χρόνια α’ μέρος

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου 2024
Από την Aπελευθέρωση μέχρι το ξέσπασμα της σύγκρουσης
Μετά την ήττα του 1941, η ελληνική κυβέρνηση και το μεγαλύτερο τμήμα της αστικής τάξης είχαν αναχωρήσει στο Κάιρο, όπου τέθηκαν υπό την προστασία των Άγγλων, αφήνοντας πίσω ένα μεγάλο πολιτικό και στρατιωτικό κενό. Η ανυπαρξία ενός κρατικού μηχανισμού, η λεηλασία της παραγωγής και η τρομοκρατία από τα στρατεύματα κατοχής, έδωσαν χώρο στις δομές του κινήματος της αντίστασης ώστε να αναλάβει την υπεράσπιση και επιβίωση του πληθυσμού και μάλιστα ένοπλα. Όσο ο ναζιστικός στρατός ηττούνταν στην Ανατολική Ευρώπη και οι «αυτοεξόριστες» αστικές κυβερνήσεις είχαν χρεοκοπήσει πολιτικά, μεγάλωνε η δυνατότητα για μια επαναστατική κατάληψη της εξουσίας με το τέλος του πολέμου.
Οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, έχοντας παραδοσιακά την Ελλάδα ως σημαντικό γεωστρατηγικό χώρο τους, ήθελαν πάση θυσία να την κρατήσουν στη σφαίρα επιρροής τους.[1] Η ΕΣΣΔ διατηρούσε συμφέροντα στη Ρουμανία και διεκδικούσε εμπορικούς δρόμους από και προς τη Μαύρη Θάλασσα. Κυρίως όμως η σοβιετική γραφειοκρατία δεν ήθελε τη διεθνή εξάπλωση της επανάστασης, που πολιτικοποιώντας ξανά τις σοβιετικές μάζες θα υπέσκαπτε τη δική της εξουσία στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Έτσι, με τη Συμφωνία των Ποσοστών μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν (Μόσχα 1944) μοιράστηκαν οι ζώνες επιρροής και η Ελλάδα αφέθηκε στους Άγγλους.
Η ελληνική εργατική τάξη, οι αγρότες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί μετά την εμπειρία του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, από τα οποία είχαν γνωρίσει μόνο εκμετάλλευση, φτώχεια, εξαθλίωση, καταστολή και δικτατορίες. Ενώ στην Κατοχή είτε τους είχαν εγκαταλείψει, αδιαφορώντας για την οργάνωση της αντίστασης, είτε έγιναν δωσίλογοι και συνεργάτες των Ναζί. Την ίδια στιγμή, η αίγλη της ΕΣΣΔ έτρεφε τα φιλοσοβιετικά αισθήματα των μαζών. Σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκε με ταχύτητα το αντιστασιακό κίνημα.
Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια «Εθνική Αντίσταση», όπως ονομάστηκε για να εξυπηρετήσει τους ρεφορμιστές του ΚΚΕ και τη γραφειοκρατία του Κρεμλίνου ή και (αργότερα) την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές. Ήταν μια μεγάλη, αυθεντική λαϊκή επανάσταση, που φουντώνει μετά το 1943.
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές οργανώσεις, ο ΕΔΕΣ και ένα μέρος της ΕΚΚΑ στήριξαν τους βρετανούς ιμπεριαλιστές (και στηρίχτηκαν απ’ αυτούς), την κυβέρνηση του Καΐρου και ακόμα τους δωσίλογους. Έτσι κυριάρχησε με διαφορά το ΕΑΜ (όπου γύρω από το ΚΚΕ είχαν συγκεντρωθεί χλιαροί δημοκράτες και σοσιαλιστές), παρότι αρχικά είχε διακηρύξει τις πιο μετριοπαθείς επιδιώξεις: έφτασε να αριθμεί 1,6 εκ. μέλη το 1944, ο ΕΛΑΣ 75.000 μόνιμα και 50.000 εφεδρικά, η ΟΠΛΑ 6.000 και η ΕΠΟΝ 600.000 νεολαίους (το ίδιο το ΚΚΕ έφτασε το 1944 στα 400.000 μέλη). Τα 3/4 του πληθυσμού ήταν με τον ένα ή άλλο τρόπο οργανωμένα στην «Αντίσταση».
Το ΚΚΕ θα μπορούσε να έχει χάσει τον έλεγχο, αν δεν συστηματοποιούσε την καθοδήγηση αυτών των δομών προς το στρατηγικό στόχο του: «εθνικοαπελευθερωτικός/πατριωτικός αντιφασιστικός αγώνας», στη συνέχεια «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη» – αυτή η ταξική συνεργασία ήταν η βάση συγκρότησης του ΕΑΜ. Το ΚΚΕ είχε ήδη αρνηθεί τη σοσιαλιστική επανάσταση: με την 6η Ολομέλεια του 1934, ασπάστηκε τα Λαϊκά Μέτωπα, υποτάσσοντας την εργατική τάξη στους «προοδευτικούς» αστούς και μικροαστούς, για την «ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού». Είχε πλέον σταλινοποιηθεί ολοκληρωτικά, ακολουθώντας την ΕΣΣΔ και την 3η Διεθνή. Έτσι, όπως θα φανεί και αργότερα, δεν αξιοποιεί την εισβολή των μαζών στο προσκήνιο και το κενό εξουσίας ώστε να ανοίξει δρόμο στην κατάληψη της εξουσίας από τις ένοπλες μάζες. Παρότι συγκρότησε την Προσωρινή Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ, η «κυβέρνηση του βουνού», Μάρτιος 1944), ως κυβέρνηση των ανταρτοκρατούμενων περιοχών, αυτή δεν ήταν μια εξουσία ανταγωνιστική σε Άγγλους και αστούς αλλά διαπραγματευτικό χαρτί απέναντί τους.
Το 1943, η κρίση αρχίζει να ωριμάζει. Στον ορίζοντα προβάλλει η ήττα του Άξονα. Το αντάρτικο ελέγχει μεγάλες περιοχές της «Ελεύθερης Ελλάδας». Στην Αθήνα, έχουμε δύο μεγάλες, νικηφόρες απεργίες/εξεγέρσεις ενάντια στην επιστράτευση. Εργατικές-λαϊκές γειτονιές (Κοκκινιά, Καισαριανή κ.ά.) έχουν γίνει σχεδόν απάτητες για τα στρατεύματα κατοχής. Αστική τάξη και ιμπεριαλιστές ξέρουν ότι η ώρα της σύγκρουσης πλησιάζει και προετοιμάζονται πυρετωδώς. Οι Άγγλοι εντείνουν τις προσπάθειες υπονόμευσης και απομόνωσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Η δωσίλογη κυβέρνηση Ράλλη φτιάχνει τα Τάγματα Ασφαλείας, τους «γερμανοτσολιάδες», που έδιναν όρκο στον Χίτλερ. Η λαομίσητη Ειδική Ασφάλεια και η φασιστική οργάνωση Χ βρίσκονται σε αμείλικτο πόλεμο με τους αγωνιστές του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Το 1944, όσο πλησιάζουμε στην απελευθέρωση, εντείνονται και τα αιματηρά μπλόκα, οι εκτελέσεις, οι μάχες στις συνοικίες.
Η ΠΕΕΑ δεν «συγκίνησε» τους Άγγλους, που επεδίωκαν επιστροφή του βασιλιά πάση θυσία. Ενδιάμεσα, μιας και ο βασιλιάς είχε χάσει κάθε λαϊκό έρεισμα, ήθελαν μια κυβέρνηση με εκπροσώπους τόσο της ντόπιας ελίτ όσο και του ΕΑΜ, για να ελέγξουν τα πράγματα μέσω της «εθνικής ενότητας». Είχαν παρατηρήσει τη σύνθεση του ΕΑΜ αλλά και του ΚΚΕ, το οποίο στρατολογούσε πλέον αθρόα αστικά και μικροαστικά στοιχεία και μάλιστα σε ηγετικές θέσεις.[2] Με τον «εθνικό στρατό», θα αφόπλιζαν τον ΕΛΑΣ, που θα χανόταν μέσα στις οργανώσεις που αυτοί έλεγχαν ή συνεργάζονταν (ΕΔΕΣ, οργάνωση Χ, ταγματασφαλίτες, Ορεινή Ταξιαρχία, Ιερός Λόχος). Οι επιδιώξεις τους υλοποιήθηκαν με τις συμφωνίες:
α) Του Λιβάνου (Μάιος 1944), για κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» του Γεωργίου Παπανδρέου, με συμμετοχή του ΕΑΜ. Αυτή ήταν και η αυτοδιάλυση της ΠΕΕΑ, μόλις ένα μήνα μετά την ανακήρυξή της.
Μάλιστα, για να φτάσει στη συμφωνία, το ΕΑΜ/ΚΚΕ δεν είχε διστάσει να καταγγείλει το μεγάλο φιλοεαμικό κίνημα στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, όπου είχαν μεταφερθεί μετά την ήττα του 1941, καλύπτοντας τη βάναυση καταστολή του από τους Άγγλους.
β) Της Καζέρτας (Σεπτέμβριος 1944), για υπαγωγή του ΕΛΑΣ στην «εθνική κυβέρνηση» και έπειτα στον βρετανό στρατηγό Σκόμπι. H συμφωνία απαγόρευε την «ανάληψη της αρχής ανά χείρας», δηλαδή την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και την κατάληψη της εξουσίας, καθώς «τοιαύτη πράξη θα θεωρηθεί ως έγκλημα και θα τιμωρηθεί αναλόγως»!
Με δεδομένη την ήττα του Άξονα, ντόπια ελίτ και Άγγλοι ενδιαφέρονταν μόνο για το χτύπημα των μαζών. Η ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ όχι μόνο δεν προειδοποιούσε αλλά έστρωνε τον δρόμο για να υποδεχτεί τους Άγγλους ως «ελευθερωτές». Με δουλοπρέπεια, ευχαρίστησε μάλιστα τον αγγλικό ιμπεριαλισμό για το ενδιαφέρον «υπέρ της χώρας μας».
Τα ναζιστικά στρατεύματα αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου. Ο ΕΛΑΣ έχει στα χέρια του σχεδόν ολόκληρη την επικράτεια.[3] Γερμανοτσολιάδες, χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες κρύβονται απομονωμένοι, μόνη ελπίδα των αστών είναι οι Άγγλοι. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, δεν υπήρχε κυβέρνηση και η ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ έκανε αυτό ακριβώς που εύχονταν οι Άγγλοι: κράτησε τον τακτικό ΕΛΑΣ μακριά. Σχηματισμοί του εμφανίστηκαν μαζί με την κομματική ηγεσία για να υποδεχτούν την κυβέρνηση Παπανδρέου, που επέστρεψε από το Κάιρο στις 18/10 μέσα σε πανηγυρικό κλίμα. Ο ίδιος, απευθυνόμενος στον Ζέβγο, γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, τον κολάκευσε με ένα «Μπράβο Γιάννη, καλά τα κατάφερες».
Από τη στιγμή εκείνη, οι μάζες βλέπουν την εξουσία να παραδίδεται κομμάτι-κομμάτι στους Άγγλους και την κυβέρνηση. Ταγματασφαλίτες, Χίτες, δωσίλογοι, συνεργάτες των αρχών κατοχής όχι απλά δεν διώκονται αλλά επανεξοπλίζονται ως «εθνικός στρατός» από μια κυβέρνηση όπου συμμετέχει το ΕΑΜ/ΚΚΕ. Η παραγωγή ήταν διαλυμένη, ο πληθωρισμός κάλπαζε μαζί με την επισιτιστική κρίση, η μαύρη αγορά άνθιζε. Οι εαμικοί υπουργοί Εργασίας και Οικονομίας και τα επίσημα όργανα του ΚΚΕ, αντί να συμπεριφέρονται ως ηγέτες ένοπλου επαναστατημένου λαού, έλπιζαν σε μια (αδύνατη) «ταξική ανακωχή» και πήραν σκληρά αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα στο όνομα των θυσιών για τη «σταθεροποίηση και ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας»: Μειώσεις μισθών. Απολύσεις «πλεονάζοντων» δημοσίων υπαλλήλων. «Κίνητρα» σε βιομήχανους και εμπόρους, που κερδοσκοπούσαν με τα αποθέματα, τις πρώτες ύλες, τα μηχανήματα, αντί να ξανανοίξουν τα κλειστά εργοστάσια.
Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για το τελικό τελεσίγραφο των Άγγλων, που θα πυροδοτούσε τη σύγκρουση.
[1] Αμερικάνικο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών, Ιούνιος 1944, για τις βρετανικές επιδιώξεις: Η Ελλάδα κατέχει σημαντική θέση στη Μεσόγειο, έχει ιδιαίτερη αξία ως χώρος υποδοχής αεροπορικών και ναυτικών βάσεων. Η Βρετανία απέβλεπε στη συνέχιση της κυριαρχίας της στη Μεσόγειο και δεν θα διακινδύνευε μια ηπειρωτική δύναμη να της αρνηθεί την ανεμπόδιστη διέλευση του ναυτικού της. Ο στόχος της εξασφάλισης βάσεων στο ελληνικό έδαφος θα εξυπηρετούνταν από ένα καθεστώς φιλικό στα βρετανικά συμφέροντα (δευτερευόντως αυτά ήταν και οικονομικά: ορυχεία, εταιρείες Power and Traction, κλάδοι ηλεκτρισμού και μεταφορών κ.ά.).
[2] Χαρακτηριστική ήταν η σύνθεση της ΠΕΕΑ: μόνο το 15% προερχόταν από εργατικά ή φτωχά λαϊκά στρώματα.
[3] «Κατάστασις επιδεινούται ραγδαίως Βαλκανικήν και Ελλάδα… ευρίσκομαι εδώ με εσταυρωμένας τας χείρας. Μου είναι ακατανόητος η πλήρης εγκατάλειψις. Το ΕΑΜ καταλαμβάνει βαθμιαίως άπασαν εκκενουμένην Ελλάδα… Μόνη μου ελπίς έχει απομείνει Λονδίνον. Μόνον Βρετανική Κυβέρνησις και ιδίως Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ δύναται μεταβάλει κατάστασιν εξευρίσκων και διατάσσων άλλοθεν δυνάμεις ενεργήσουν αμέσως Ελλάδα. Παρακαλώ ενεργήσατε…» (επιστολή Γ. Παπανδρέου προς την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο).