Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης

σωμ. ηβη

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιουνίου 2024

Η πτώση της χούντας του Ιωαννίδη στις 23-24 Ιουλίου 1974 έβαλε τέλος στα σχέδια μιας ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης», συνέχισης του ρόλου του στρατού με κοινοβουλευτικό μανδύα. Η αλλαγή των συσχετισμών έκανε αναγκαστική τη μετάβαση σε πολιτική διακυβέρνηση. Μετά το Πολυτεχνείο και την Κύπρο, κάθε προσπάθεια διατήρησης του δικτατορικού και μετεμφυλιακού καθεστώτος ενείχε τον κίνδυνο εμφάνισης μιας προεπαναστατικής ή ακόμα και επαναστατικής κατάστασης.

Η αστική τάξη βρέθηκε χωρίς πολιτικά ερείσματα και μηχανισμούς ελέγχου του εργατικού κινήματος. Ο στρατός, ως κέντρο εξουσίας, είχε πληγεί ανεπανόρθωτα. Το παλάτι ήταν στιγματισμένο και ανεπιθύμητο, ο κρατικός μηχανισμός ταυτισμένος με το δικτατορικό καθεστώς. Τα αστικά πολιτικά πρόσωπα που είχαν αντιταχθεί στη δικτατορία, παρέμεναν ωστόσο στα μάτια των μαζών υπεύθυνα για την πορεία που είχε οδηγήσει στην επιβολή της.

Το εργατικό κίνημα, αποδιοργανωμένο από τη δικτατορία, δεν απειλούσε άμεσα την αστική εξουσία. Ωστόσο, η τομή του Πολυτεχνείου, η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, η δημιουργία μιας πλατιάς πρωτοπορίας από την άνοδο των αγώνων μετά το 1970 έδιναν απτές δυνατότητες μιας γρήγορης μεταστροφής της κατάστασης.

Το κενό, που έτσι δημιουργήθηκε, δεν μπορούσε να καλυφθεί με παραμονή του στρατού σε θέσεις εξουσίας, η οποία κινδύνευε να αποβεί εκρηκτική. Η αστική τάξη αντιμετώπισε μια ανοιχτή κρίση ηγεμονίας, που δεν απείχε πάρα πολύ από το να γίνει κρίση κυριαρχίας. Για να ορθοποδήσει το αστικό καθεστώς θα απαιτούνταν σοβαρές αλλαγές, με την καθοδήγηση των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και την καθοριστική συνδρομή των ρεφορμιστών του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού.

Καραμανλής: ένας σκληρός αντικομουνιστής μασκαρεύεται «δημοκράτης»

Κεντρικό πρόσωπο της μετάβασης ήταν ο Καραμανλής, που αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ηγέτες του ελληνικού αστισμού. Σύμφωνα με την αστική προπαγάνδα, αποτέλεσε τον από μηχανής θεό: ανέλαβε τα ηνία σε μια χαοτική, κρίσιμη στιγμή και επέβαλλε «βελούδινα» την αποκατάσταση της δημοκρατίας και τη μετέπειτα πρόοδο της χώρας. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ο Καραμανλής, έχοντας κυβερνήσει με τη δεξιά ΕΡΕ το 1955-1963, είχε συμβάλλει καθοριστικά στη στερέωση του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού καθεστώτος. Αποτέλεσε βασικό εκφραστή της στρατηγικής σύνδεσης με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Στη διάρκεια της χούντας, παρέμεινε στο Παρίσι, «σιωπηλός» και στην πραγματικότητα προετοιμάζοντας μαζί με τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές την επιστροφή του. Είχε δηλώσει πρόθυμος να αποδεχτεί το χουντικό σύνταγμα του 1968, αποδέχτηκε το στάτους κβο στην Κύπρο (άλλωστε ο ελληνικός καπιταλισμός δεν μπορούσε να αντιδράσει), διαβεβαίωσε την προστασία του κρατικού μηχανισμού και του στρατού από την τιμωρία για τα εγκλήματά του στη χούντα.

Το «ξέπλυμα» του Καραμανλή έγινε εφικτό μόνο με τη βοήθεια των αμερικάνων ιμπεριαλιστών, τη σύσσωμη στήριξη της αστικής τάξης, του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, αλλά και με τη συμβολή των δύο ρεφορμιστικών ΚΚ. Με τη στάση που κράτησαν στις εκλογές του 1974, που συνοψίζεται στη γνωστή ρήση του Θεοδωράκη «Καραμανλής ή Τανκς», επέτρεψαν να επενεργήσει στους εργαζομένους, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα η εκστρατεία εκφοβισμού για μια σταθερή κυβέρνηση, που είχε εξαπολύσει το αστικό στρατόπεδο.

Επομένως, η λύση «Καραμανλής» είχε αναντίρρητα σημαντικές επιτυχίες για την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές. Η μετάβαση στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία όντως πραγματοποιήθηκε με ελάχιστους τρανταγμούς. Στερέωσε το αστικό καθεστώτος και την πρόσδεση στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, καταφέρνοντας να χαράξει μια εναλλακτική στρατηγική, όπου στη θέση του ανοιχτού αντικομμουνισμού ως κυρίαρχης ιδεολογίας εμφανίστηκε ο λεγόμενος «ευρωπαϊσμός».

Ωστόσο, αυτή η σταθεροποίηση ενείχε τεράστιες αντιφάσεις. To εργατικό κίνημα και ευρύτερα οι λαϊκές μάζες μπορεί να βρέθηκαν χωρίς άμεση εναλλακτική στην επιβολή του Καραμανλή, ωστόσο απαιτούσαν πολύ πιο ριζικές αλλαγές, σε όλα τα επίπεδα. Κάτι που ξεπερνούσε τα όρια της καραμανλικής «σταθεροποίησης» και θα οδηγούσε σε μια έκρηξη της ταξικής πάλης.

Η διακυβέρνηση της ΝΔ 1974-1981

Η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας από τον Καραμανλή ήταν μια προσπάθεια ανανέωσης της Δεξιάς από το μετεμφυλιακό στίγμα της ΕΡΕ. Η ΝΔ υποχρεώθηκε να αμβλύνει το παρελθόν της, να αποκτήσει μια φυσιογνωμία πιο πλατιά, με την ιδεολογία του λεγόμενου «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού». Διατήρησε ωστόσο διάφορα ακροδεξιά κομμάτια στο εσωτερικό της και για πολλά χρόνια η φυσιογνωμία της θα διαπερνάται από πολλές αντιφάσεις.

Η διακυβέρνηση της ΝΔ το 1974-1981 είχε διπλό στόχο: α) Την αστική σταθεροποίηση, με μια νέα στρατηγική, που θα εγγυούταν όμως τα βασικά συμφέροντα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών – αυτό που αποκλήθηκε «τομή στη συνέχεια». β) Μια πρώτη ανανέωση του πολιτικού σκηνικού, καθώς και μέτρα που θα δημιουργούσαν ένας «αίσθημα διαφοράς» για τις μάζες, άλλωστε ήταν υπερώριμα ή είχαν επιβληθεί ήδη στην πράξη.

1) Νομιμοποίηση των οργανώσεων της εργατικής τάξης, με την κατάργηση του ν. 509/1947 που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ και γενικά τις κομμουνιστικές οργανώσεις.

2) Δημοψήφισμα με το οποίο καταργήθηκε η μοναρχία.

3) Η «αποχουντοποίηση» σε στρατό, αστυνομία, δικαστικό σώμα έγινε όσο το δυνατόν ελεγχόμενα και περιορισμένα. Σε δίκη παραπέμφθηκαν μόνο οι «πρωταίτιοι» του απριλιανού πραξικοπήματος, ενώ εξαιρέθηκε η πλειοψηφία των στελεχών της δικτατορίας. Παρά τις προσπάθειες της αστικής τάξης, υπήρξε πλήρης απαξίωσης αυτής της δικαστικής διαδικασίας στα μάτια των μαζών.

4) Το νέο Σύνταγμα του 1975, διαπνεόταν από τη φιλοσοφία αποτροπής της άμεσης συμμετοχής των μαζών στις πολιτικές διαδικασίες. Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι πραγματοποιήθηκε μέσω αναθεωρητικής βουλής και όχι συντακτικής συνέλευσης. Το κέντρο βάρους μετατέθηκε από τη νομοθετική στην εκτελεστική εξουσία (στους μόνιμους μηχανισμούς του αστικού κράτους). Σε βάρος του κοινοβουλίου, ενισχύθηκε ο ρόλος της κυβέρνησης και των κομμάτων.

5) Ο Καραμανλής απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για να «ξεπλύνει» την ήττα στην Κύπρο. Βασική στόχευση ήταν να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό (η «προστασία» του ελληνικού καπιταλισμού απέναντι στον τουρκικό είχε καταρρεύσει), χωρίς όμως να αμφισβητείται η στρατηγική σύνδεση με τις ΗΠΑ.

6) Επίσπευσε την ένταξη στην ΕΟΚ, με τον «ευρωπαϊσμό» να αποτελεί πλέον κύριο δόγμα της αστικής ιδεολογίας.

7) Επανάφερε τη δημοτική γλώσσα (αν και χωρίς μια ολοκληρωμένη γλωσσική μεταρρύθμιση). Η καθαρεύουσα ήταν στοιχείο της παλιάς δομής εξουσίας (μαζί με την εκκλησία κ.ά.), της παραδοσιακής αστικής ιδεολογίας, ένα εργαλείο «βασανισμού» των λαϊκών μαζών και αποκλεισμού τους από την πολιτική ζωή.

Το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 1977, αναδείχθηκε στο δεύτερο σημαντικό αστικό κόμμα, σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Η στόχευσή του ήταν η απόκτηση ισχυρών δεσμών με το εργατικό κίνημα και ευρύτερες λαϊκές μάζες / μικροαστικά στρώματα, τα οποία ασφυκτιούσαν κοινωνικά και πολιτικά στο καθεστώς μιας Δεξιάς που βασιζόταν κυρίως στον κρατικό μηχανισμό. Κατάφερε να εκμεταλλευτεί το κενό από την κατάπτωση των παλιότερων αστικών δυνάμεων, την κρίση φυσιογνωμίας και τα όρια της ΝΔ, τον συμβιβασμό των δύο ρεφορμιστικών ΚΚ. Κατανόησε καλύτερα από κάθε άλλη δύναμη την ανάγκη μιας ριζικής ανανέωσης του πολιτικού σκηνικού, κάτι που του επέτρεψε να αποκτήσει μια μεγάλη βάση και έπειτα να αναρριχηθεί στην εξουσία.

To εργατικό κίνημα

Με την πτώση της χούντας, ξεκινάει μια πλημμυρίδα κινητοποιήσεων, ριζοσπαστικών ταξικών και κοινωνικών αγώνων, με αιχμή του δόρατος το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων. Με μαχητικές μορφές πάλης, καταλήψεις, απεργίες διαρκείας και δημοκρατικές διαδικασίες στη βάση, οι εργοστασιακοί εργάτες έκαναν πράξη τον μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και άνοιξαν τον δρόμο για τις πιο μεγάλες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Ήταν ένας παράγοντας αυτόνομος, που επηρεαζόταν ισχυρά από την πλατιά πρωτοπορία και την άκρα-επαναστατική αριστερά, «ανεξέλεγκτος» από τις αστικές δυνάμεις και τους ρεφορμιστές, που γι’ αυτό πολέμησαν το κίνημα λυσσασμένα (ιδιαίτερα το ΚΚΕ). Η σύγκρουση αυτού του κινήματος με την κυβέρνηση Καραμανλή κορυφώθηκε στη μάχη ενάντια στον ν. 330 το 1976. Παρά την ήττα του εργοστασιακού κινήματος σε αυτή τη σύγκρουση, αυτό άφησε ισχυρές παρακαταθήκες για τη συνέχεια όλου του εργατικού κινήματος.

Οι ρεφορμιστές (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού), παρά τη φαινομενική διαφοροποίησή τους, συνέπλεαν στη στρατηγική της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής», αποσκοπώντας στην ενσωμάτωσή τους στο νέο καθεστώς. Εξού ο ρόλος τους ως δεκανίκι του Καραμανλή και αργότερα οι προσπάθειες συνεργασίας με το αστικό ΠΑΣΟΚ. Προσπάθησαν έμπρακτα, με κάθε τρόπο, να ανακόψουν την ανάπτυξη της συνείδησης των μαζών και την αλλαγή συσχετισμών υπέρ της εργατικής τάξης. Είχαν εχθρική στάση, χρησιμοποιώντας ακόμα και φυσική βία, απέναντι στο ριζοσπαστικό κομμάτι του εργατικού κινήματος και την άκρα αριστερά (αποκαλούσαν τους αγωνιστές της «αριστεροχουντικούς»).

Οι δυνάμεις της άκρας και επαναστατικής αριστεράς αμφισβήτησαν έμπρακτα τις πολιτικές ταξικής συνεργασίας, την ελληνική εκδοχή του «ιστορικού συμβιβασμού» ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και τα δύο ρεφορμιστικά ΚΚ. Συγκρούστηκαν με την τρομοκρατία της σταθεροποίησης. Παρά τις μικρές αριθμητικές δυνάμεις τους και τις ιδεολογικές-πολιτικές αδυναμίες τους, απέκτησαν έτσι ένα ειδικό πολιτικό βάρος στη δημιουργία σημαντικών κινηματικών και πολιτικών γεγονότων (συγκρούσεις 1976, φοιτητικό κίνημα 1979 κ.ά.), αποτελώντας έτσι ένα σημαντικό στοιχείο του ταξικού συσχετισμού στη χώρα μας υπέρ των εργαζομένων.