Ταϊβάν: Εκλογές στη σκιά της πολεμικής απειλής

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου 2024

Οι εκλογές της 13ης Ιανουαρίου στην Ταϊβάν (για πρόεδρο και νομοθετική βουλή), παρά τη σχετική ηρεμία που επικράτησε, έδειξαν πόσο μεγαλώνει η απειλή πολέμου με την Κίνα στα πλαίσια της σύγκρουσής της με τις ΗΠΑ.
Βρισκόμενο απέναντι από τα κινεζικά παράλια, έχοντας άλλοτε ονομαστεί Φορμόζα («όμορφη») από τους πορτογάλους θαλασσοπόρους, το νησί της Ταϊβάν ήταν παλιότερα αποικία των Ολλανδών. Με την προσπάθεια των ιμπεριαλιστών από τα μέσα του 19ου αιώνα να κυριαρχήσουν στην Κίνα μέσω του πολέμου του οπίου, η Ταϊβάν έγινε αποικία της Ιαπωνίας μετά τον σινοϊαπωνικό πόλεμο του 1895. Μετά την ήττα του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη νίκη της Κινέζικης Επανάστασης το 1949, κατέφυγαν εκεί τα υπολείμματα του εθνικιστικού Κουόμινταγκ του στρατηγού Τσιανγκ Κάι Τσεκ (σφαγέα των κινέζων εργατών τη δεκαετία του 1920), ανακηρύσσοντας τη «Δημοκρατία της Κίνας». Επιβλήθηκε ένα σκληρό δικτατορικό καθεστώς, αποκαλούμενο Λευκή Τρομοκρατία. Τις δεκαετίες του 1960 και 1970, μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη έφερε την Ταϊβάν στην ομάδα των «νέων βιομηχανικών χωρών» της ΝΑ Ασίας. Σήμερα είναι η πρώτη δύναμη στην παραγωγή μικροτσιπ υψηλής τεχνολογίας (ιδιαίτερα η εταιρία TMSC), απ’ όπου εξαρτώνται πολλοί οικονομικοί κλάδοι και στρατιωτικές τεχνολογίες σε Κίνα, ΗΠΑ, ΕΕ. Ένα από τα έπαθλα του ανταγωνισμού ΗΠΑ – Κίνας, η TMSC έχει αποφασίσει σε συνεργασία με τις ΗΠΑ τη δημιουργία εργοστασίων στην Αριζόνα, επενδύοντας δεκάδες δισ. δολάρια για να τα βγάλει εκτός κινεζικής «εμβέλειας».
Το δικτατορικό καθεστώς άρχισε να αίρεται το 1987 και οι πρώτες ελεύθερες εκλογές έγιναν το 1996. Το καθεστώς της Ταϊπέι (πρωτεύουσα) έχει αναγνωριστεί από πολύ λίγες χώρες. Η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν αναπόσπαστο κομμάτι της, πράγμα που δεν στερείται ιστορικής βάσης. Το 1992, μετά από δεκαετίες παγώματος κάθε επαφής, Κίνα και Ταϊβάν ξεκίνησαν να επεκτείνουν ορισμένες σχέσεις, κυρίως οικονομικές.
Βάση αυτής της «συναίνεσης» ήταν η αναγνώριση ότι υπάρχει «μία Κίνα», χωρίς οι δύο πλευρές να συμφωνούν τι σημαίνει αυτό.
Για την Κίνα, θα μπορούσε να σημαίνει μια σταδιακή αφομοίωση, όπως του Χονγκ Κονγκ (επανήλθε στη δικαιοδοσία της από τα χέρια της Βρετανίας), στη βάση της αρχής «μία χώρα, δύο συστήματα» (ένα «σοσιαλιστικό» και ένα αμιγώς καπιταλιστικό). Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, με την ανάδυση του κινέζικου ιμπεριαλισμού και τη μακρόχρονη κυριαρχία του προέδρου Σι, μιλάει ανοιχτά για αναπόφευκτη επανένωση της Ταϊβάν με τη «μητέρα πατρίδα». Οι λόγοι είναι πολλοί: ενίσχυση της ιδεολογίας ενός κινέζικου εθνικισμού, αφομοίωση σημαντικών οικονομικών βάσεων, σπάσιμο της περικύκλωσης που επιχειρούν οι ΗΠΑ (με συμμαχίες όπως η AUKUS). Η Ταϊβάν είναι στρατηγική προτεραιότητα της Κίνας, έχοντας την υποστήριξη και της Ρωσίας.
Επίσημα οι ΗΠΑ παραμένουν μέχρι σήμερα στο δόγμα της «μίας Κίνας», της αναγνώρισης μόνο της ηπειρωτικής χώρας. Όμως από τη δεκαετία του 2010, καθώς η σύγκρουση με την Κίνα έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις, η ανάμειξη των ΗΠΑ στην Ταϊβάν ενισχύθηκε. Οι φωνές ότι οι ΗΠΑ πρέπει να ωθήσουν την Ταϊβάν να ανακηρύξει ανεξαρτησία έχουν πληθύνει, δοκιμάζοντας τα όρια. Ακόμα περισσότερο εντείνονται οι προετοιμασίες των ΗΠΑ (οικονομική συνεργασία, στρατιωτική ενίσχυση κ.λπ.), ώστε η Ταϊβάν να αντισταθεί στρατιωτικά σε μια ενδεχόμενη κινέζικη επέμβαση εναντίον της. Με απλά λόγια, να γίνει μια δεύτερη Ουκρανία.
Στις προεδρικές εκλογές επικράτησε με 40,4% το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP) του Λάι Τσινκγ Τε, ο οποίος κέρδισε την τρίτη θητεία του. Καθώς είναι υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν (ή τουλάχιστον της απομάκρυνσής της από την Κίνα), η εκλογή του προκάλεσε επαίνους από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Η Κίνα απάντησε αυστηρά να μην αναμειγνύονται στα εσωτερικά της, καθώς και ότι κάθε κίνηση προς την ανεξαρτησία της Ταϊβάν «θα τιμωρηθεί αυστηρά» και ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αλλάξει «τη βασική κατεύθυνση της ανάπτυξης δεσμών και τελικής ένωσης».
Tα πράγματα δεν είναι απλά για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Το DPP του Λάι μειοψήφισε απέναντι στο άθροισμα του Κουομιντάνγκ (33,4%) και του Λαϊκού Κόμματος (TPP, 26,4%), που είτε είναι φιλοκινέζικα είτε είναι πολύ προσεκτικά για το πώς θέλουν να εξελιχθούν οι σχέσεις Ταϊπέι – Πεκίνου. Στη νομοθετική βουλή, το DPP έχασε την ισχνή πλειοψηφία του, μένοντας με 51 έδρες, έναντι 52 του Κουομιντάνγκ και 8 του TPP.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπάιντεν έσπευσε να δηλώσει ότι δεν τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Παραμένει δύσκολο για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό να περάσει ανοιχτά την κόκκινη γραμμή: όσο κι αν θέλει να σπρώξει τα πράγματα προς τα εκεί, πιθανόν θα αναγκαστεί να περιμένει την Κίνα να κινηθεί πρώτη. Στην πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών τους, η Κίνα υπενθύμισε ρητά ότι απαιτεί έμπρακτη τήρηση της δέσμευσης των ΗΠΑ στη θέση της «μίας Κίνας».
Το πρόβλημα της Ταϊβάν είναι περίπλοκο. Από τη μια, είναι υπαρκτό το ιστορικό δίκαιο της Κίνας να κλείσει μια εκκρεμότητα της εθνικής ολοκλήρωσής της — απαίτηση που πλέον όμως δεν προέρχεται από ένα καταπιεσμένο έθνος αλλά έχει γίνει κομμάτι μιας στρατηγικής ιμπεριαλιστικής ανάδυσης. Από την άλλη, οι φωνές για «αυτοδιάθεση» και «αυτοάμυνα» της Ταϊβάν ηχούν όλο και περισσότερο ως κάλεσμα του πληθυσμού να ριχτεί σε ένα πολεμικό ολοκαύτωμα για να εξυπηρετηθούν τα αμερικανικά συμφέροντα ανάσχεσης της Κίνας. Φαίνεται αλήθεια ότι, με το πέρασμα των δεκαετιών, ο πληθυσμός της Ταϊβάν αναγνωρίζει λιγότερο τον εαυτό του ως συμπατριώτη των Κινέζων. Αυτό, ωστόσο, απέχει πολύ από το να έχει εμπιστοσύνη στα σχέδια των ΗΠΑ. Που για άλλη μια φορά ψάχνουν πρόθυμους να θυσιαστούν γι’ αυτές, αρκεί να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο μακριά από την επικράτειά τους!
Αυτά δείχνουν τα αποτελέσματα των εκλογών, καθώς και τις σοβαρές οικονομικές σχέσεις Κίνας – Ταϊβάν, έναν επιπλέον παράγοντα ώστε ο λαός του νησιού να μην θέλει πολεμικές περιπέτειες.
Ωστόσο, η αδυσώπητη λογική του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού σπρώχνει προς τον πόλεμο. Η Κίνα προετοιμάζει εντατικά τον στρατό της και δεν μπορεί να υποχωρήσει. Οι ΗΠΑ ρίχνουν όλο και μεγαλύτερο βάρος στην περιοχή, με τα επιτελεία τους να προετοιμάζουν την κοινή γνώμη για πιθανή στρατιωτική σύγκρουση στην Ταϊβάν μέχρι π.χ. το 2027. Αυτό θα έφερνε την ανθρωπότητα μια ανάσα από τον γενικό πολεμικό όλεθρο. Η αντιπολεμική πάλη δεν θα μπορούσε να είναι πιο επείγουσα.