70 χρόνια από την ήττα της Ισπανικής Επανάστασης 1936-39
Εβδομήντα χρόνια μετά, η ήττα της Ισπανικής Επανάστασης (ή, από αστική και ρεφορμιστική σκοπιά, η «λήξη του ισπανικού εμφυλίου»), η μελέτη της σύγκρουσης και τα διδάγματά της εξακολουθούν να απασχολούν ειδικούς και μη και πρωτίστως τους αγωνιστές.
Η αστική-ρεφορμιστική αποτίμηση του ισπανικού «εμφυλίου» βλέπει αυτή τη σύγκρουση ως έναν κατά βάση ιδεολογικό αγώνα μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποκολλώντας τον έτσι από τις κοινωνικές του ρίζες και αφαιρώντας του κάθε μεταρρυθμιστική και επαναστατική πρακτική και δυναμική. Μια τέτοια α-ταξική ανάγνωση αναπότρεπτα αφηγείται τον «εμφύλιο» με τον πιο απλοϊκό στρατιωτικό τρόπο, φωτίζοντας μονάχα ένα κομμάτι της σύγκρουσης και συσκοτίζοντας όλο το υπόλοιπο. Ο ισπανικός «εμφύλιος» παρουσιάζεται σαν ένας καμβάς από μάχες οι οποίες οδήγησαν στο «γνωστό» αποτέλεσμα, το οποίο ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένο, δεδομένης της διεθνούς κατάστασης και ιδίως της στρατιωτικής βοήθειας που έλαβε ο Φράνκο από τους Χίτλερ-Μουσολίνι-Σαλαζάρ. Η μόνη διακύμανση στο εσωτερικό αυτής της ανάγνωσης, που είναι ευθέως ανάλογη της μεταγενέστερης πολιτικής ή συναισθηματικής ταύτισης με το «δημοκρατικό» στρατόπεδο, εντοπίζεται στην έμφαση στον ηρωισμό και την αυτοθυσία του ισπανικού λαού, που τραγικοποιείται από τους ήδη καταγεγραμμένους «δυσμενείς» συσχετισμούς. Αυτή είναι η άποψη των ρεφορμιστών και των αναρχικών.
Αντίθετα, μια ταξική ανάλυση, η οποία αντιμετωπίζει τον «εμφύλιο» σαν αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή ως μια εισβολή των ισπανών εργαζομένων και φτωχών χωρικών στην πολιτική σκηνή με στόχο την κοινωνική αλλαγή, δεν μπορεί παρά να ονομάσει τα σύκα σύκα και τον «εμφύλιο» επανάσταση. Αυτή η επανάσταση πρέπει έπειτα να τοποθετηθεί στο διεθνές της περιβάλλον, πράγμα που σημαίνει μια προσπάθεια να υπολογιστεί ο διεθνής αντίκτυπος που θα είχε μια νίκη των επαναστατών: σπάσιμο της απομόνωσης του εργατικού κράτους της ΕΣΣΔ, άνοδος της πολιτικοποίησης στο εσωτερικό της σε αντιγραφειοκρατική κατεύθυνση, ριζοσπαστικοποίηση των εργαζομένων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδεχόμενες διεθνείς επεμβάσεις, εμπάργκο, άνοδος της ταξικής πάλης στις εμπλεκόμενες καπιταλιστικές χώρες, δυνατότητα αποτροπής του φασισμού και του ίδιου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το τελευταίο μπορεί εκ των υστέρων να ακούγεται υπερβολικό, αλλά οι χιλιάδες αγωνιστές (30.000 συμμετείχαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες) που εγκατέλειψαν τις χώρες τους και κατατάχθηκαν στις διεθνείς μπριγάδες για να πολεμήσουν τον Φράνκο, γνωρίζοντας πως μπορεί να έχαναν τη ζωή τους (όπως και την έχασαν και μάλιστα σε εντυπωσιακές αναλογίες) είχαν μάλλον αντίθετη άποψη.
Η ισπανική επανάσταση ξεκίνησε ως αντίδραση στο στρατιωτικό πραξικόπημα ενάντια στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου του Αθάνια. Οι εθνικιστές του Σανχούρχο αντιμετωπίστηκαν εύκολα από τον ισπανικό λαό, ο οποίος, έπειτα από δεκαετίες εξεγέρσεων, καταστολής και εκλογών κατανοούσε πως η όποια κοινωνική αλλαγή βρισκόταν στο εξής στα δικά του χέρια και στην πράξη αντικατέστησε με τη δράση του τα τοπικά όργανα της κυβέρνησης (χωρίς όμως να τα διαλύσει). Οι εθνικιστές περιορίστηκαν σε ένα μικρό και όχι σημαντικό κομμάτι της ηπειρωτικής Ισπανίας, καθώς και σε κάποια νησιά και ήταν οπωσδήποτε ζήτημα χρόνου να ηττηθούν. Όμως η βοήθεια που έλαβαν από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, η ανοχή που έδειξε απέναντί τους το «δημοκρατικό μέτωπο» και η συσπείρωση γύρω τους της αστικής τάξης και των μεγαλογαιοκτημόνων, μετεξέλιξαν το πραξικόπημα σε ανοιχτό πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι ισπανικές φτωχές μάζες βάλθηκαν όχι μόνο να περισώσουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις τους, αλλά και να αναμορφώσουν την ισπανική κοινωνία κολλεκτιβοποιώντας τη γη και παίρνοντας τον έλεγχο των εργοστασίων και των επιχειρήσεων. Έτσι έγινε φανερό πως μια ήττα του Φράνκο (που είχε αντικαταστήσει τον Σανχούρχο) θα σήμαινε μια σοσιαλιστική επανάσταση στην καρδιά της Ευρώπης, πράγμα που έδωσε άλλες διαστάσεις στη σύγκρουση και έθεσε σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες το ζήτημα της επέμβασης.
Η πιο συνηθισμένη άποψη για το ρόλο των ξένων δυνάμεων είναι η εξής: Η ΕΣΣΔ και το Μεξικό βοήθησαν τους «δημοκρατικούς», οι φασίστες τους Εθνικιστές και οι υπόλοιπες χώρες έμειναν ουδέτερες. Η πραγματικότητα είναι όμως διαφορετική. Οι ταξικοί συσχετισμοί στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών (κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία) δεν επέτρεπαν βεβαίως μια ανοιχτή παρέμβαση υπέρ του Φράνκο, γι’ αυτό η «επέμβαση» των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Αγγλίας και της Γαλλίας πήρε τη μορφή του Συμφώνου Μη Επέμβασης, πράγμα που μεταφραζόταν σε εμπάργκο όπλων προς τους εξεγερμένους. Την ίδια στιγμή όμως, αυτές οι χώρες δεν έκαναν το παραμικρό για να εμποδίσουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι να στέλνουν τεράστια στρατιωτική βοήθεια σε άντρες και όπλα στον Φράνκο. Έτσι το Σύμφωνο Μη Επέμβασης σήμαινε στην πραγματικότητα του πολέμου σιωπηρή αλλά σημαντικότατη επέμβαση υπέρ των Εθνικιστών.
Η γραφειοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης επίσης δεν ήθελε να επέμβει ανοιχτά υπέρ των επαναστατών. Πιστή στην θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία χώρα, στην πολιτική των Λαϊκών Μετώπων και τρομοκρατημένη από την προοπτική της επανάστασης άφησε για δυόμιση μήνες τους επαναστάτες δίχως καμία απολύτως βοήθεια και τελικά προσχώρησε στο Σύμφωνο Μη Επέμβασης, παρέχοντας παράλληλα ελάχιστη υλική βοήθεια (μόνο επί πληρωμή), επιβάλλοντας ταυτόχρονα όρους για τη χρησιμοποίησή της, όπως η εξόντωση των τροτσκιστών, των επαναστατών αναρχικών και των POUMιστών, ενισχύοντας έτσι τους ρεφορμιστές (σταλινικούς, σοσιαλδημοκράτες και τους κεντροδεξιούς αναρχικούς).
Η πολιτική της γραφειοκρατικοποιημένης Σοβιετικής Ένωσης πράγματι διαμόρφωσε πολύ «δυσμενείς συσχετισμούς» για τους επαναστάτες. Μοναδική διέξοδος θα μπορούσε να αποτελέσει η διάσπαση του στρατού του Φράνκο. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο αν οι φτωχοί εργαζόμενοι και χωρικοί που πολεμούσαν για τους Εθνικιστές πείθονταν για τα κέρδη της επανάστασης και για τις αλλαγές που αυτή θα έφερνε. Έτσι, η νίκη των επαναστατών θα μπορούσε εν τέλει μονάχα να εξασφαλιστεί μέσω του προχωρήματος της κοινωνικής επανάστασης και του περάσματος της εξουσίας σε μια εργατοαγροτική κυβέρνηση των ενοποιημένων σοβιέτ, απαλλαγμένη από αστικές δυνάμεις. Όμως αυτό εμποδίστηκε με νύχια και με δόντια τόσο από τους σταλινικούς του ΚΚΙ και τους σοσιαλιστές του PSOE (που και οι δύο είχαν αυξήσει πολύ τις δυνάμεις τους στρατολογώντας μικροαστικά συντηρητικά στρώματα ακριβώς επειδή αντιμάχονταν τις κολλεκτιβοποιήσεις), όσο και από την ΕΣΣΔ (που πάσχιζε να αποδείξει στους «συμμάχους» αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές την αλήθεια, δηλαδή ότι δεν επεδίωκε τίποτα πέρα από την αποκατάσταση του κοινωνικού status quo και έτρεμε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας σοσιαλιστικής επανάστασης). Το τελευταίο λιθαράκι σ’ αυτήν την προδοσία έβαλε η πολιτική των αναρχικών, οι οποίοι, ορμώμενοι από την άρνησή τους για τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη δημιουργία ενός εργατικού κράτους, συμμετείχαν (ενάντια σ’ όλα όσα για χρόνια διακήρυσσαν) στις κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων και δεν προώθησαν μια τέτοια πολιτική σε εθνικό επίπεδο, παρ’ όλο που προωθούσαν τις κολλεκτιβοποιήσεις και τα σοβιέτ τοπικά. Οι δυνάμεις που διέθεταν σωστή πολιτική ήταν οι τροτσκιστές της 4ης Διεθνούς και η αναρχική ομάδα «Φίλοι του Ντουρούτι», όμως δεν είχαν τη δύναμη να την εφαρμόσουν. Προκλήθηκε έτσι ένας «εμφύλιος» στην πλευρά των επαναστατών, με θύματα εκατοντάδες τροτσκιστές, αναρχικούς, και μέλη του POUM (συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη του, Αντρές Νιν). Οι σταλινικοί και οι σοσιαλιστές επαναλάμβαναν: «να κερδίσουμε τον πόλεμο πρώτα, θα ασχοληθούμε με την επανάσταση μετά». Η ιστορία έδειξε ότι απέτυχαν, όπως και οι αναρχικοί, και στα δύο.