Η ιταλική «Κόκκινη Διετία» (1919-1920)

Το μεγάλο επαναστατικό κύμα που συγκλόνισε την Ευρώπη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση εκδηλώθηκε στην Ιταλία κατά την «Κόκκινη Διετία» (1919-1920).

Λόγω και της έντονης καταπίεσης που δεχόταν από τον σχετικά καθυστερημένο ιταλικό καπιταλισμό, η ιταλική εργατική τάξη ανέπτυξε μεγάλη παράδοση μαχητικών αγώνων και δημιούργησε ένα μαζικό κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας (PSI). Το 1914, αντίθετα με τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, το PSI αντιτάχθηκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, τα βασικά του συνθήματα «ούτε βοήθεια, ούτε σαμποτάζ» και «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις» απείχαν πολύ από την επαναστατική θέση του Λένιν για μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο.

Κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το συνέδριο του PSI στη Μπολόνια τον Οκτώβρη του 1919 υιοθέτησε ένα επαναστατικό πρόγραμμα και το κόμμα προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Ωστόσο, η πλειοψηφούσα τάση του Σεράτι, παρά τις επαναστατικές της διακηρύξεις, κρατούσε κεντριστική στάση, αποφεύγοντας συστηματικά κάθε ρήξη με την καθαρά ρεφορμιστική πτέρυγα, που αντιτασσόταν σφοδρά στη νέα πολιτική του κόμματος. Από την άλλη πλευρά, στην αριστερή πτέρυγα είχαν δημιουργηθεί οι ομάδες του Γκράμσι, που ασκούσε κριτική στην ηγετική ομάδα ωστόσο εξακολουθούσε να τη στηρίζει, και του Μπορντίγκα, που απαιτούσε την απομάκρυνση των ρεφορμιστών και απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές.

Από τις αρχές του 1919, η διαρκής άνοδος των τιμών βασικών αγαθών είχε προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις, απεργίες και καταλήψεις γης. Στις εκλογές του Νοέμβρη το PSI αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 32%. Στο Τορίνο, οι εργάτες δημιούργησαν εργοστασιακές επιτροπές, αμφισβητώντας την εξουσία των αφεντικών στα εργοστάσια. Η προσπάθεια της συνομοσπονδίας των εργοδοτών (CGI) να συντρίψει τις επιτροπές πυροδότησε απεργία σε όλο το Τορίνο τον Απρίλη του 1920. Τα αφεντικά απάντησαν με λοκ άουτ και κάλεσαν σε βοήθεια το στρατό. Παρά τις εκκλήσεις των εργατών, η ηγεσία του PSI περιορίστηκε σε γενικόλογες διακηρύξεις συμπαράστασης και δεν έκανε το παραμικρό για να οργανώσει ένα πανεθνικό κίνημα αλληλεγγύης. Οι γραφειοκράτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGL) ολοκλήρωσαν το ξεπούλημα, υπογράφοντας μια κατάπτυστη συμφωνία με τη CGI, που περιόριζε στο ελάχιστο τις αρμοδιότητες των εργοστασιακών επιτροπών.

Ο Γκράμσι και η ομάδα του ήρθαν σε ρήξη με την ηγεσία και συμμάχησαν με τον Μπορντίγκα. Η ΚΔ κάλεσε το PSI να εφαρμόσει τα «21 σημεία» του προγράμματός της και, κατά συνέπεια, να διαγράψει τους ρεφορμιστές. Ο Σεράτι απάντησε ότι τα «21 σημεία» δεν ανταποκρίνονται στις «τακτικές αναγκαιότητες» της ιταλικής επανάστασης και υποστήριξε ότι ενδεχόμενες διαγραφές θα στερούσαν από το κόμμα «ικανά στελέχη». Ο Λένιν και η ΚΔ καταδίκασαν τη στάση αυτή και προειδοποίησαν τους Ιταλούς εργάτες για τον προδοτικό ρόλο που θα έπαιζαν τα ρεφορμιστικά και κεντριστικά στοιχεία στις αποφασιστικές στιγμές της ταξικής πάλης.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης συνέχισε να χειροτερεύει λόγω της ραγδαίας ανόδου των τιμών, ενώ τα αφεντικά αρνούνταν πεισματικά να δώσουν οποιαδήποτε αύξηση. Τον Αύγουστο του 1920, η FIOM, ομοσπονδία των εργατών μετάλλου, κάλεσε τους εργάτες να σαμποτάρουν την παραγωγή και, σε περίπτωση νέων λοκ άουτ από την εργοδοσία, να καταλάβουν τα εργοστάσια. Τα αφεντικά κάλεσαν το στρατό για να περιφρουρήσει τις πύλες των εργοστασίων. Η απάντηση των εργατών ήταν ένα κύμα καταλήψεων εργοστασίων που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα. Στις καταλήψεις συμμετείχαν πάνω από 500.000 εργάτες και στις μεγάλες πόλεις οργανώθηκαν ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές. Ωστόσο, δεν υπήρχε η πολιτική δύναμη που θα συγκέντρωνε τις δυνάμεις και την αυτοθυσία των εργατών προς το στόχο της κατάληψης της κρατικής εξουσίας. Έτσι, σύμφωνα και με τις κατευθύνσεις της FIOM, οι εργάτες των κατειλημμένων εργοστασίων έβαλαν ξανά σε κίνηση την παραγωγή, κάτω από τη διεύθυνση των δικών τους εργοστασιακών επιτροπών. Η τακτική όμως αυτή αποδείχθηκε αδιέξοδη, καθώς από τη μία τα προαπαιτούμενα για μια πραγματική αυτοδιαχείριση της παραγωγής (πρώτες ύλες, οικονομικοί πόροι, μεταφορές κλπ.) βρίσκονταν στα χέρια της αστικής τάξης, ενώ από την άλλη η ρουτίνα της καθημερινής δουλειάς στερούσε πολύτιμες δυνάμεις από τον αγώνα.

Η κεντριστική ηγεσία του PSI, παρότι δεν υστέρησε καθόλου σε επαναστατική φρασεολογία και εκκλήσεις προς τους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες, στην πράξη έκανε ελάχιστα για την οργάνωση του αγώνα και την πολιτική του κατεύθυνση. Ωστόσο, δυστυχώς και οι ομάδες της αριστερής πτέρυγας αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Η ομάδα του Γκράμσι υπερτίμησε τη σημασία των επιτροπών και της αυτοδιαχείρισης στα εργοστάσια, υποστήριξε τη λανθασμένη τακτική της FIOM και δεν προετοίμασε τους εργάτες για την αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης που θα στόχευε κατευθείαν στην καρδιά του αστικού κράτους. Από την άλλη πλευρά, η ομάδα του Μπορντίγκα, παρά τη σωστή κριτική της προς τις άλλες τάσεις, απέρριπτε την τακτική του ενιαίου εργατικού μετώπου και υπερέβαλλε όσον αφορά το ρόλο του επαναστατικού κόμματος. Φτάνοντας στο άλλο άκρο, οι μπορντιγκιστές διακήρυτταν ότι οι επιτροπές και τα εργατικά συμβούλια θα προκύψουν μετά την κατάληψη της εξουσίας, έχοντας ως βάση τις τοπικές οργανώσεις του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ πριν από αυτήν μόνο οι κομμουνιστές εργάτες μπορούν να εκπροσωπήσουν την εργατική τάξη. Έτσι, υποτιμούσαν πλήρως την αξία των μορφών αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης ως οργάνων του επαναστατικού αγώνα και της εργατικής εξουσίας. Οι αριστερίστικες αυτές θέσεις δεν τους επέτρεψαν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στα γεγονότα.

Στις 20 Σεπτέμβρη 1920 πραγματοποιήθηκε κοινή συνδιάσκεψη του PSI και της CGL. Οι εργάτες της FIAT έστειλαν στη συνδιάσκεψη ένα τηλεγράφημα όπου εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να πολεμήσουν μέχρι την τελική νίκη της επανάστασης. Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η ηγεσία του PSI διακήρυξε ότι στόχος του κινήματος πρέπει να είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και της γης και ότι αναλάμβανε να κατευθύνει τον αγώνα σε πανεθνικό επίπεδο. Οι ρεφορμιστές, με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα της CGL Ντ’ Αραγκόνα, υποστήριξαν ότι η εξέγερση είναι «αυτοκτονία» και δήλωσαν ότι αποχωρούν. Ο Σεράτι, αντί να υλοποιήσει με αποφασιστικότητα όσα διακήρυξε, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους ρεφορμιστές και τελικά αποφασίστηκε να γίνει ψηφοφορία μεταξύ της πρότασης της ηγεσίας και της πρότασης των ρεφορμιστών, που έθετε αόριστα ως στόχο του κινήματος τον «έλεγχο της παραγωγής από τα συνδικάτα». Η πρόταση των ρεφορμιστών πλειοψήφησε και έβγαλε τους πάντες από τη δύσκολη θέση, ανοίγοντας το δρόμο για διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση. Εκεί, Σεράτι και Ντ’ Αραγκόνα υπέγραψαν συμφωνία που υποτίθεται ότι καθιέρωνε τον «εργατικό έλεγχο», βάζοντας την ταφόπλακα στο επαναστατικό κίνημα.

Η προδοσία του κινήματος των καταλήψεων εργοστασίων δεν έφερε βέβαια τον «εργατικό έλεγχο», αλλά ένα ανελέητο κύμα τρομοκρατίας από την αστική τάξη. Τις μαζικές απολύσεις και διώξεις κατά των πρωτεργατών του κινήματος ακολούθησε η εξαπόλυση των φασιστικών συμμοριών, που κατέστρεφαν τα γραφεία των εργατικών οργανώσεων, συνδικάτων και εφημερίδων και δολοφονούσαν εργάτες. Η προδοτική ηγεσία του PSI περιορίστηκε σε εκκλήσεις προς το κοινοβούλιο και το κράτος, με φυσιολογική κατάληξη την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες του Μουσολίνι το 1922. Ήταν ένα τραγικό μάθημα για την παγκόσμια εργατική τάξη για το ρόλο των ρεφορμιστικών και κεντριστικών ηγεσιών και για το τι συμβαίνει όταν αφήνει κανείς μια επανάσταση στη μέση.