Αυστρία 1918: μια επανάσταση που μπλοκαρίστηκε

Η ρώσικη επανάσταση του 1917 πραγματοποιήθηκε σε μια υπανάπτυκτη χώρα. Για τον Λένιν και τον Τρότσκι, αλλά και για το σύνολο της ηγεσίας των μπολσεβίκων ήταν ξεκάθαρο, πως χωρίς την επέκταση της επανάστασης στις πιο ανεπτυγμένες χώρες της κεντρικής Ευρώπης, η ρώσικη επανάσταση θα ήταν καταδικασμένη. Οι μεγαλύτερες ελπίδες ήταν στραμμένες στη Γερμανία,  αλλά και η εξέλιξη της Αυστρίας, η προοπτική  δηλαδή μιας σοσιαλιστικής αντί της αστικής δημοκρατίας, ήταν ένα ανοιχτό ζητούμενο της ταξικής πάλης με ιδιαίτερη σημασία λόγω της θέσης της Αυστρίας ως γέφυρα μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, αλλά και την ήττα της μοναρχίας του Δούναβη (Στμ Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) και την πτώση των Αψβούργων το Νοέμβριο του ’18 μετά από 700 χρόνια. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα παραθέσουσε ένα απόσπασμα ενός  σύγχρονου μάρτυρα των ταραγμένων ημερών του χειμώνα 1918/1919:

«Η τότε κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με τις παθιασμένες διαδηλώσεις των βετεράνων, των ανέργων και των ανάπηρων πολέμου. Βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πολιτοφυλακή επηρεασμένη από το πνεύμα της προλεταριακής επανάστασης. Καθημερινά είχε να αντιμετωπίσει την απειλή συμπλοκών στα εργοστάσια και στους σιδηροδρόμους. Και η κυβέρνηση δεν κατείχε κανένα μέσο επιβολής. Τα όπλα δεν ήταν αντίπαλος για τις παθιασμένες με την επανάσταση προλεταριακές μάζες  (…). Καμιά αστική εξουσία δε θα μπορούσε να επιτύχει. Θα βρισκόταν άοπλη και ανίσχυρη απέναντι στη δυσπιστία και το μίσος των μαζών, μέσα σε διάστημα οκτώ ημερών θα είχε πέσει από τις εξεγέρσεις στους δρόμους και θα είχε συλληφθεί από τους δικούς της στρατιώτες. Μόνο οι Σοσιαλδημοκράτες μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτές τις ανυπέρβλητες δυσκολίες. Μόνο αυτούς  εμπιστεύονταν οι μάζες (…). Μόνο οι Σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να επιλύσουν ειρηνικά μέσω διαπραγματεύσεων και ομιλιών τις άγριες διαδηλώσεις, μόνο οι Σοσιαλδημοκράτες μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους ανέργους, να καθοδηγήσουν την πολιτοφυλακή και να απομακρύνουν τις μάζες από τον πειρασμό για επαναστατικές περιπέτειες (…). Το καθήκον αυτό, το σημαντικότερο της τότε διακυβέρνησης, μόνο η Σοσιαλδημοκρατία  μπορούσε να το εκτελέσει. Ο βαθύς κλονισμός της αστικής κοινωνίας φαινόταν ξεκάθαρα στο γεγονός, πως μια  αστική διακυβέρνηση χωρίς τους Σοσιαλδημοκράτες ήταν αδύνατη.»

Η εξιστόρηση αυτή είναι απόλυτα ακριβής: Ποτέ το αυστριακό προλεταριάτο  δεν ήταν τόσο κοντά στη σοσιαλιστική επανάσταση από το χειμώνα του 1918/1919. Μεγάλα κομμάτια της αυστριακής εργατικής τάξης τα είχε κερδίσει η σοσιαλιστική προοπτική. «Ας το κάνουμε όπως στη Ρωσία» ήταν το σύνηθες σύνθημα εκείνων των ημερών.

Το απόσπασμα που παρατέθηκε δεν ανήκει σε κάποιον ακροαριστερό κριτικό της αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά στον ίδιο τον αρχηγό του κόμματος Otto Bauer (1882-1938), ο οποίος όπως φαίνεται ξεχειλίζει από περηφάνια για το ιστορικό καθήκον του κόμματός του, του οποίου την πολιτική έχει σχεδιάσει ο ίδιος. Στο βασικό του έργο «Η αυστριακή επανάσταση» (1923), παρουσιάζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια τόσο τις υποκειμενικές δυνατότητες, όσο και τα αντικειμενικά καθήκοντα του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εκείνες τις ταραγμένες μέρες του χειμώνα του 1918/1919, όταν οι κεντρικές δυνάμεις ήταν αναγκασμένες να παραδοθούν και οι βετεράνοι του πολέμου, οι ανάπηροι, οι άνεργοι βρίσκονταν στους δρόμους και όλο και μεγαλύτερα κομμάτια των μαζών προσανατολίζονταν προς τη ρώσικη επανάσταση. Ειδικά για την Αυστρία δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολή, πως η στάση της Σοσιαλδημοκρατίας την κρίσιμη περίοδο έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο για την επιβίωση του καπιταλισμού.

Στην αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία είχε εισχωρήσει από πολύ νωρίς ο οπορτουνισμός. Με το Πρόγραμμα του Bruennen τoυ 1899 (Στμ πρόγραμμα της Σοσιαλδημοκρατίας για την επίλυση του εθνικού και γλωσσικού προβλήματος της Αυστροουγγαρίας στην βάση μιας ομοσπονδίας εθνοτήτων) το κόμμα έθεσε ως βάση τη διατήρηση του Αψβουργικού κράτους. Η  διάλυση του κόμματος σε εθνικές φράξιες ήταν  αποτέλεσμα μιας πολιτικής που δεν έθετε στο επίκεντρο  το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης των λαών της μοναρχίας του Δούναβη. Ήδη στις εκλογές του 1911 οι Γερμανοί και οι Τσέχοι Σοσιαλδημοκράτες είχαν κατέβει ξεχωριστά, το 1912 ακολούθησε και η τυπική διάσπαση του κόμματος, με την αποχώρηση της τσέχικης Σοσιαλδημοκρατίας από όλα τα όργανα του κόμματος. Η Σοσιαλδημοκρατία είχε διαλυθεί πολύ πριν τη διάλυση της μοναρχίας ως αποτέλεσμα των εθνικών πιέσεων.

Η πολιτική του γερμανοαυστριακού κόμματος, που μετά το 1900 την καθόριζαν ο Viktor Adler και ο Otto Bauer (εξαιτίας της οποίας περιθωριοποιήθηκε ο μετέπειτα ομοσπονδιακός πρόεδρος Karl Renner με τις απροκάλυπτες σοσιαλρεφορμιστικές του θέσεις), πήρε μια ιδιάζουσα μορφή. Ο αυστρομαρξισμός εμφανιζόταν μεν ριζοσπαστικός στα λόγια, αξίωνε δε, σε αντίθεση με τον ανοιχτό ρεβιζιονισμό του Eduard Bernstein στη Γερμανία, να αποτελεί την αυθεντική ερμηνεία του μαρξισμού. Ο Τρότσκι, που από το 1907-1914 ζούσε εξόριστος στη Βιέννη και γνώριζε την ηγεσία του αυστριακού κόμματος καλύτερα από οποιονδήποτε, περιέγραψε τον αυστρομαρξισμό – αυτήν τη μαρξιστικά ωραιοποιημένη «ακαδημία της παθητικότητας και της υπεκφυγής»- αργότερα ως «το σιγουρότερο στήριγμα του καπιταλιστικού κράτους μαζί με όλους τους θρόνους και τους βωμούς του», παρόλη «τη σύμφωνα με τις προδιαγραφές επαναστατική του φρασεολογία».

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που και η γερμανοαυστριακή  Σοσιαλδημοκρατία παρασύρθηκε στις αρχές του πολέμου το 1914 από τη σοβινιστική διάθεση και η «Εφημερίδα των Εργατών» το κεντρικό όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, γιόρτασε την έναρξη του πολέμου ως «μέρα του γερμανικού έθνους». Σε αντίθεση με τη Γερμανία όμως η γερμανοαυστριακή Σοσιαλδημοκρατία παρέμενε κλειστή – χάρη στην αυστρομαρξιστική τάση να συνδυάζει τη ριζοσπαστική φρασεολογία με μετριοπαθείς πρακτικές.

Κατά το τελευταίο χρόνο του πολέμου η προλεταριακή ταξική πάλη αυξήθηκε αλματωδώς- στην απεργία του Γενάρη του1918 εκλέχθηκαν συμβούλια εργατών, το Φλεβάρη στασίασαν οι ναύτες του αυστριακού πολεμικού ναυτικού στον κόλπο του Cattaro. Όμως, η αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας παρέμενε μικρή, ακόμη και το Κομμουνιστικό Κόμμα, που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1918, δεν θα κατάφερνε με τη σεκταριστική πολιτική του να κερδίσει κομμάτια του προλεταριάτου. Πολύ λίγες από τις γνωστότερες προσωπικότητες της Σοσιαλδημοκρατίας προσχώρησαν στο ΚΚ Αυστρίας, η κυριότερη ήταν ο Josef Frey, που στις αρχές του 1920 ως πρόεδρος του συμβουλίου των στρατιωτών της Βιέννης, συνέδεσε το όνομά του με την αλλαγή προσανατολισμού του ΚΚ Αυστρίας προς τη πολιτική του ενιαίου μετώπου και αργότερα υπήρξε και ο καθοδηγητής της αριστερής αυστριακής αντιπολίτευσης.

Όταν το φθινόπωρο του 1918 η διάλυση της αυτοκρατορικής-βασιλικής μοναρχίας σε εθνικά κράτη ήταν πια αναπόφευκτη, πραγματοποιήθηκε  η προσωρινή εθνική συνέλευση τον Οκτώβρη του 1918. Στις 11 Νοεμβρίου ο αυτοκράτορας Κarl παραιτήθηκε από το ποσοστό της συμμετοχής του στη διακυβέρνηση, την αμέσως επόμενη ημέρα ανακηρύχθηκε η δημοκρατία. Στην προσωρινή κυβέρνηση συμμετείχαν δίπλα στους Σοσιαλδημοκράτες και τα αστικά κόμματα των Χριστιανοσοσιαλιστών και των Εθνικογερμανών.

Ακόμη και τώρα η Σοσιαλδημοκρατία παρέμενε πιστή στην πολιτική της, να μιλά δηλαδή για μια ριζοσπαστική αλλαγή, στην πραγματικότητα όμως  να ασκεί μια μετριοπαθής «ρεαλπολιτίκ». Η Σοσιαλδημοκρατία κυριαρχούσε στο κίνημα της εργατικής τάξης και στα συμβούλια των στρατιωτών, που το χειμώνα του 1918/1919 περιλάμβαναν μεγάλα κομμάτια του προλεταριάτου. Όμως το κόμμα δεν ήταν έτοιμο να κάνει το βήμα πέρα από την αστική δημοκρατία. Στις εκλογές του 1919, η Σοσιαλδημοκρατία αναδείχτηκε το δυνατότερο κόμμα σε ψήφους και σε εκπροσώπους, και σχημάτισε με επικεφαλή τον Karl Renner μια κυβέρνηση συνασπισμού με το μεγάλο αστικό κόμμα των Χριστιανοσοσιαλιστών.

Για άλλη μια φορά η εναλλακτική στην αστική καπιταλιστική κυριαρχία, η κυβέρνηση δηλαδή των συμβουλίων ήταν πολύ κοντά: την άνοιξη του 1919 ανακηρύχθηκε η ουγγρική δημοκρατία των συμβουλίων, και έτσι βρέθηκε μεμιάς μπροστά στις πύλες της Βιέννης και στην ανατολική βιομηχανική περιοχή της Αυστρίας μια σοβιετική διακυβέρνηση.  Αλλά και σ’ αυτήν την περίοδο η επαναστατική προοπτική για την γερμανο-αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία παρέμενε μια «ανεύθυνη περιπέτεια».

Η Σοσιαλδημοκρατία του μικρού υπολοίπου της μοναρχίας του Δούναβη, που τελικά θα γίνονταν η Αυστρία, στρέφονταν αυτήν την εποχή των μεγάλων αλλαγών όχι προς τη ρώσικη ή την ουγγρική επανάσταση, αλλά προτιμούσε την προοπτική της ένωσής της με τη Γερμανία. Μια προοπτική που ακυρώθηκε με την ειρηνευτική συνθήκη του St. Germain το 1919, η οποία υπαγόρευε στην Αυστρία -ως συνέχεια της μοναρχίας του Δούναβη- σκληρούς ειρηνευτικούς όρους αλλά και την απαγόρευση της ένωσης με τη Γερμανία.

Το αποτέλεσμα του 1918/1919 κάτω απ’ αυτό το πρίσμα παρέμενε διχασμένο: από τη μια μεριά αποτινάχτηκε η ξεπερασμένη μοναρχία των Αψβούργων και ανακηρύχθηκε η δημοκρατία. Το εκλογικό δικαίωμα εκδημοκρατίστηκε, το 1919 οι γυναίκες μπόρεσαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για πρώτη φορά. Από την άλλη όμως μεριά η πολιτική της Σοσιαλδημοκρατίας όλους αυτούς τους μήνες είχε ως στόχο να εμποδίσει την «περιπέτεια» της σοσιαλιστικής επανάστασης και να συγκεντρωθεί στην οικοδόμηση ενός μοντέρνου αστικού κράτους. Τα συμβούλια των εργατών εγκλωβίστηκαν στον κορσέ της αστικής δημοκρατίας, η πολιτοφυλακή που στο μεγαλύτερο της κομμάτι ήταν προσανατολισμένη στη σοσιαλιστική επανάσταση και αποτελούνταν από βετεράνους του πολέμου και πρώην στρατιωτικούς του αυτοκρατορικού-βασιλικού στρατού στερήθηκε της σοσιαλεπαναστατικής της δυναμικής. Στην πραγματικότητα η αυστριακή επανάσταση περιορίστηκε –γαρνιρισμένη όμως με ριζοσπαστική ρητορική- και η Σοσιαλδημοκρατία πρόσεχε να μην ξεπεραστεί η αστική τάξη πραγμάτων και  να μπλοκαριστούν οποιεσδήποτε προσπάθειες να προχωρήσει η επανάσταση παραπέρα.
1934- όταν η Σοσιαλδημοκρατία δεν ήταν πια χρήσιμη, αντίθετα μάλιστα έγινε εμπόδιο στην οικοδόμηση ενός αυταρχικού-δικτατορικού κράτους, το αυστριακό προλεταριάτο χρειάστηκε να πληρώσει το τίμημα αυτής της πολιτικής. Ύστερα από χρόνια δισταγμών, το Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς προσπάθησε ένα κομμάτι του Δημοκρατικού Συνδέσμου Προστασίας, η οργάνωση άμυνας της Σοσιαλδημοκρατίας που ήδη βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση, να οργανώσει μια εξέγερση με μισή καρδιά. Η αυταρχική κυβέρνηση του Engelbert Dollfuss ανταπέδωσε το χτύπημα αλύπητα: τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα, το κόμμα και όλες οι οργανώσεις βάσης απαγορεύονται. Η Σοσιαλδημοκρατία που το 1918/1919 έδωσε τόσα για τη διατήρηση της αστικής τάξης πραγμάτων, οδηγήθηκε στην παρανομία.

Manfred Scharinger, Επαναστατική Σοσιαλιστική Οργάνωση (RSO), Βιέννη