90 χρόνια από τη γερμανική επανάσταση του 1918-19

Το ξέσπασμα του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου το 1914 απέδειξε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είχε πια ολοκληρώσει τον όποιο προοδευτικό ιστορικό του ρόλο και η επιβίωσή του μόνο δεινά θα μπορούσε να επιφέρει στην ανθρωπότητα. Δυστυχώς, την κρίσιμη αυτή περίοδο η ηγεσία του διεθνούς εργατικού κινήματος βρισκόταν στα χέρια της εκφυλισμένης σοσιαλδημοκρατίας, η οποία στις περισσότερες χώρες υποστήριξε την πολεμική προσπάθεια της ιμπεριαλιστικής «πατρίδας», στέλνοντας εκατομμύρια εργάτες στο σφαγείο. Λίγοι μόνο επαναστάτες διεθνιστές διακήρυξαν ότι το εργατικό κίνημα είχε καθήκον να σταματήσει τον πόλεμο και να τον μετατρέψει σε σοσιαλιστική επανάσταση. Η εφαρμογή της σωστής αυτής πολιτικής από τους μπολσεβίκους στη Ρωσία οδήγησε τους εργάτες στη νίκη του Οκτώβρη και τη δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία. Το παράδειγμα των Ρώσων εργατών, μαζί με τη βαρβαρότητα και τις κακουχίες του πολέμου, οδήγησε σε ένα μεγάλο επαναστατικό κύμα μεταξύ 1917 και 1923, το οποίο εξαπλώθηκε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.

Το Νοέμβρη του 1918 ήταν πια φανερό ότι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός θα έχανε τον πόλεμο. Το γερμανικό προλεταριάτο, αναγκασμένο να υπομένει τρομερές στερήσεις, βρισκόταν σε αναβρασμό. Η αφορμή για την εξέγερση δόθηκε από μια ανταρσία ναυτών στο Κίελο και πολύ γρήγορα ολόκληρη η Γερμανία καλύφθηκε από συμβούλια (σοβιέτ) εργατών, στρατιωτών και ναυτών, ακολουθώντας το δρόμο που είχαν χαράξει οι Ρώσοι εργάτες. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και οι στρατηγοί του υπέγραψαν άρον-άρον συνθηκολόγηση για να αντιμετωπίσουν τον «εσωτερικό εχθρό». Η γερμανική αστική τάξη, πανικόβλητη μπροστά στην επαναστατική ορμή των μαζών, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την εξουσία στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), των Νόσκε, Έμπερτ και Σάιντεμαν. Η προδοτική αυτή ηγεσία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα της γερμανικής εργατικής τάξης θεωρούσε ακόμα το SPD ως το κόμμα της και εφάρμοσε ένα καλά μελετημένο σχέδιο με στόχο να ελέγξει και να εκφυλίσει την επανάσταση από μέσα. Η κυβέρνηση που σχημάτισαν έκανε μεγάλες παραχωρήσεις στους εργάτες και προκήρυξε εκλογές για εθνοσυνέλευση, που θα ψήφιζε νέο σύνταγμα με πλατιές δημοκρατικές ελευθερίες. Με ψευτοδιλήμματα του τύπου «ειρήνη ή συνέχιση του πολέμου», οι σοσιαλδημοκράτες μπόρεσαν να εκφοβίσουν τα πιο αδύναμα κομμάτια του προλεταριάτου και να κερδίσουν την πλειοψηφία στα συμβούλια εργατών και στρατιωτών, προσανατολίζοντας τη συζήτηση στο νέο αστικό σύνταγμα. Ξέροντας όμως ότι όλα αυτά δεν θα ήταν αρκετά για να συντρίψουν την επανάσταση, βοήθησαν στη δημιουργία των παρακρατικών ομάδων Freikorps (που ήταν οι πρόδρομοι των χιτλερικών Ταγμάτων Εφόδου) και κυκλοφόρησαν αφίσες που καλούσαν σε δολοφονία των επαναστατών ηγετών.

Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να οδηγήσει τους εργάτες στη νίκη ήταν η «Ένωση του Σπάρτακου» (Spartakusbund), με κύριους ηγέτες τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ. Οι Σπαρτακιστές είχαν αναπτύξει πλούσια αντιπολεμική δράση και είχαν ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα που ανταποκρινόταν στους πόθους των μαζών. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους μπολσεβίκους στη Ρωσία, ο Σπάρτακος δεν είχε προλάβει να αναπτύξει στέρεους δεσμούς με την πολυάριθμη πλατιά πρωτοπορία του εξεγερμένου γερμανικού προλεταριάτου. Επίσης, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ έτειναν στη λανθασμένη άποψη ότι από μόνη της η ορμητική είσοδος των μαζών στην πολιτική δράση αρκούσε για να εξασφαλίσει τη νίκη. Το Δεκέμβρη του 1918 οι επαναστάτες του Σπάρτακου δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.

Στο πανεθνικό συνέδριο των συμβουλίων (16-21 Δεκέμβρη 1918), το SPD διατήρησε την πλειοψηφία και τα συμβούλια διακήρυξαν ότι η εξουσία τους ήταν μεταβατική και ότι θα την παρέδιδαν στην εθνοσυνέλευση που θα προέκυπτε από τις εκλογές. Η αστική τάξη και η πιστή σε αυτήν σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση είχαν πετύχει να σταθεροποιήσουν προσωρινά την κατάσταση. Ο αγώνας όμως των εργατών συνεχίστηκε με μαζικές απεργίες. Το αντεπαναστατικό μέτωπο αποφάσισε ότι θα έπρεπε να χτυπήσει προτού η ραγδαία άνοδος της συνείδησης και της μαχητικότητας των μαζών οδηγήσει σε αποφασιστική ενίσχυση των επαναστατικών δυνάμεων. Έτσι, η κυβέρνηση του SPD και τα Freikorps οργάνωσαν προβοκάτσιες και  επιθέσεις κατά των εργατών και των οργανώσεών τους. Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, οι κομμουνιστές, οι αναρχοσυνδικαλιστές και άλλες επαναστατικές δυνάμεις δημιούργησαν στο Βερολίνο την Επαναστατική Επιτροπή. Η επιτροπή αυτή, εκτιμώντας λανθασμένα το συσχετισμό των δυνάμεων, αποφάσισε να οργανώσει ένοπλη εξέγερση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ήταν ακόμα πολύ πρόωρο, διότι τα γερμανικά σοβιέτ (σε αντίθεση με τα ρωσικά τον Οκτώβρη του 1917) ήταν ανέτοιμα να παλέψουν για την εξουσία, τόσο από πολιτική, όσο κυρίως από στρατιωτική άποψη, καθώς δεν είχαν κατορθώσει να πάρουν με το μέρος της επανάστασης μεγάλο αριθμό φαντάρων του τακτικού αστικού στρατού, όπως είχε συμβεί στη Ρωσία.

Στις αρχές Γενάρη του 1919, οι επαναστάτες κατέλαβαν πολλά σημαντικά κτήρια στο κέντρο του Βερολίνου, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, πολλοί από αυτούς ένοπλοι και διατεθειμένοι να συγκρουστούν με την αντεπανάσταση, κατέκλυσαν τους δρόμους. Ωστόσο, λόγω σοβαρών τακτικών λαθών και ολιγωρίας της Επαναστατικής Επιτροπής, η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε και η κυβέρνηση και τα Freikorps πρόλαβαν να ανασυγκροτήσουν τις δυνάμεις τους. Οι οδομαχίες που ξέσπασαν στο Βερολίνο κράτησαν για εβδομάδες. Καθώς όμως οι φαντάροι του αστικού στρατού κράτησαν ουδέτερη ή εχθρική στάση απέναντι στην επανάσταση, οι δυνάμεις των επαναστατών απομονώθηκαν και, παρά τον ηρωικό τους αγώνα, τελικά ηττήθηκαν. Στο τρομερό κύμα λευκής τρομοκρατίας που ακολούθησε, η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ και χιλιάδες ακόμα πρωτοπόροι αγωνιστές δολοφονήθηκαν με τον πιο άγριο τρόπο.

Πολλοί ιστορικοί και μελετητές, μαρξιστές και μη, ρίχνουν τις ευθύνες για την ήττα των επαναστάσεων της περιόδου 1917-1923 άμεσα ή έμμεσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Υποστηρίζουν ότι οι μπολσεβίκοι και οι άλλοι επαναστάτες είχαν υπερεκτιμήσει τις διαθέσεις και τις δυνατότητες των μαζών. Ωστόσο, η τρομακτική οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που δημιούργησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προσέφερε όλες τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη. Ειδικά στη Γερμανία, τη χώρα όπου το προλεταριάτο ήταν το πιο συγκεντρωμένο και πιο πολυάριθμο και είχε τη μεγαλύτερη εμπειρία αγώνων και συνδικαλισμού, ο μηχανισμός του αστικού κράτους βρισκόταν σε αποσύνθεση. Αυτό που έλειπε για να εξασφαλιστεί η νίκη δεν ήταν η αυτοθυσία και η επαναστατική διάθεση των μαζών, αλλά ο υποκειμενικός παράγοντας της ιστορίας, που τη συγκεκριμένη περίοδο υπήρχε μόνο στη Ρωσία: πραγματικά επαναστατικά κόμματα, ριζωμένα μέσα στις μάζες και την πλατιά πρωτοπορία τους, ικανά να καθοδηγήσουν πολιτικά και στρατιωτικά την επανάσταση.

Η ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1918-1919 ανέκοψε την άνοδο του επαναστατικού κύματος και σίγουρα συνέβαλε από ψυχολογική και πολιτική άποψη στην ήττα και των υπόλοιπων επαναστάσεων της εποχής (Αυστρία, Ουγγαρία, Ιταλία). Η δολοφονία των επαναστατών στέρησε τους Γερμανούς εργάτες από ικανή ηγεσία και διευκόλυνε την άνοδο του ναζισμού. Όμως, η πιο σημαντική συνέπεια της ήττας ήταν η απομόνωση της σοβιετικής Ρωσίας, γεγονός που βοήθησε αποφασιστικά την επικράτηση της σταλινικής γραφειοκρατίας.