90 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ

Στις 4 Νοέμβρη 1918 πραγματοποιήθηκε στον Πειραιά το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), του πρώτου ανεξάρτητου πολιτικού κόμματος της ελληνικής εργατικής τάξης. Καθοριστικοί παράγοντες για την ίδρυσή του, που σχεδόν συνέπεσε με αυτή της ΓΣΕΕ, ήταν η άνοδος των εργατικών και αγροτικών αγώνων που είχε σημειωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα, η αξιόλογη δράση σοσιαλιστικών συνδικαλιστικών και πολιτικών ομάδων (όπως η «Φεντερασιόν» της Θεσσαλονίκης) και η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Όπως ήταν φυσικό, το νεαρό κόμμα αντιμετώπισε πολλά προβλήματα και στα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν έντονη η παρουσία των σοσιαλδημοκρατικών τάσεων, που πρόβαλαν τη θέση της «μακράς νομίμου υπάρξεως». Ωστόσο, στην πρώτη μεγάλη δοκιμασία, το μικρασιατικό πόλεμο, το ΣΕΚΕ ανταπεξήλθε με αυταπάρνηση και διεθνιστικό πνεύμα, ξεσκεπάζοντας τον πραγματικό χαρακτήρα του πολέμου, που ήταν ληστρικός και ιμπεριαλιστικός. Τα μέλη του που στρατεύθηκαν ανέπτυξαν έντονη αντιπολεμική δράση στο μέτωπο και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν πυρήνες σε πολλές μονάδες. Έτσι, μέσα από τις διώξεις και τις κακουχίες του πολέμου αναδείχθηκε μια νέα γενιά στελεχών, που εμπνεόταν από τις ιδέες του μπολσεβικισμού και πρωταγωνίστησε μετά τη μικρασιατική καταστροφή στο κίνημα των «Παλαιών Πολεμιστών», με κύριο εκφραστή τον Παντελή Πουλιόπουλο. Το απεργιακό κύμα που ακολούθησε την καταστροφή ενίσχυσε τις θέσεις των νέων στελεχών και οδήγησε σε επικράτησή τους μέσα στο ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) και προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ). Στο συνέδριο του 1924 η σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα απομακρύνθηκε από το κόμμα και ξεκίνησε η διαδικασία της «μπολσεβικοποίησης», δηλαδή της μετατροπής του ΚΚΕ σε ένα πραγματικό επαναστατικό μαρξιστικό κόμμα, που είχαν ανάγκη οι εργαζόμενες μάζες της Ελλάδας.

Η προσπάθεια όμως αυτή δυστυχώς έμεινε ανολοκλήρωτη, καθώς συνέπεσε με την επικράτηση του σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση και στην ΚΔ. Η ΚΔ επέβαλε στο ΚΚΕ τη σύνθημα για μια «Ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη», που αγνοούσε τα νέα εθνολογικά δεδομένα που οι πόλεμοι και οι ανταλλαγές πληθυσμών είχαν δημιουργήσει στην περιοχή. Η ανεδαφική και τυχοδιωκτική αυτή θέση, που αργότερα εγκαταλείφθηκε, κλόνισε ανεπανόρθωτα τη συνοχή του κόμματος και έδωσε αφορμή στην αστική τάξη να εξαπολύσει ένα τρομερό κύμα διώξεων κατά των κομμουνιστών. Ο Πουλιόπουλος φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία του Πάγκαλου, υπερασπιζόμενος με θάρρος τη θέση της ΚΔ. Την κατάσταση αυτή, αλλά και το χαμηλό επίπεδο πολιτικής και μαρξιστικής κατάρτισης της συντριπτικής πλειονότητας των μελών του ΚΚΕ, εκμεταλλεύθηκε η σταλινική πτέρυγα των Χαϊτά, Ευτυχιάδη και Ζαχαριάδη. Χάρη και στο κύρος της ΚΔ, επικράτησαν στην εσωκομματική διαμάχη και το 1927 διέγραψαν τον Πουλιόπουλο και τα άλλα στελέχη που υποστήριζαν τις απόψεις του Τρότσκι και της αριστερής αντιπολίτευσης.

Το 1934, στην 6η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο στρατηγικός στόχος της σοσιαλιστικής επανάστασης εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από την «αστικοδημοκρατική επανάσταση», που ήταν το απαραίτητο πρώτο στάδιο της επανάστασης σε καθυστερημένες χώρες όπως η Ελλάδα, σύμφωνα με τη σταλινική «θεωρία των σταδίων». Στη συνέχεια, το ΚΚΕ υιοθέτησε την πολιτική των «Λαϊκών Μετώπων», δηλαδή την ταξική συνεργασία με «δημοκρατικά» αστικά κόμματα, με στόχο την αναχαίτιση του φασισμού. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής οδήγησε στο σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα με το Κόμμα Φιλελευθέρων και την προδοσία της εργατικής εξέγερσης του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, η ήττα της οποίας άνοιξε το δρόμο στη δικτατορία του Μεταξά.

Κατά την περίοδο της Κατοχής, η αυταπάρνηση των μεσαίων και κατώτερων στελεχών του ΚΚΕ επέτρεψε τη ραγδαία ανάπτυξη του ηρωικού αντιστασιακού κινήματος. Όμως η σταλινική πολιτική της ταξικής συνεργασίας οδήγησε στην προδοσία της ελληνικής επανάστασης με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που επέτρεψαν στη βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου και στους Άγγλους ιμπεριαλιστές «συμμάχους» να έρθουν σαν κύριοι στην Αθήνα, και ολοκληρώθηκε με το αίσχος της Βάρκιζας, που άφησε τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο έλεος των συμμοριών της άκρας δεξιάς. Στα μετεμφυλιακά χρόνια, η ΕΔΑ, νόμιμη έκφραση του παράνομου ΚΚΕ, ακολούθησε τη ρεφορμιστική πολιτική της «εθνικής δημοκρατικής αλλαγής» και συνεργάστηκε πολλές φορές με την αστική Ένωση Κέντρου. Το 1973 το ΚΚΕ κατήγγειλε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ως «προβοκάτσια», ενώ μετά τη μεταπολίτευση, η νέα ηγεσία με επικεφαλής τον Φλωράκη αντιτάχθηκε στο ανερχόμενο κίνημα των εργοστασιακών σωματείων, αλλά και στο μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα του 1979. Τη δεκαετία του ’80 ο εκλογικός κρετινισμός («Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ», «ΚΚΕ αλλαγή, δεύτερη κατανομή») και η πολιτική της ταξικής συνεργασίας κορυφώθηκαν με τη συμμετοχή στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Το 1990-91 το ΚΚΕ διασπάστηκε δύο φορές (δημιουργία του Νέου Αριστερού Ρεύματος από στελέχη που διαφώνησαν με τη συμμετοχή στις αστικές κυβερνήσεις και αποχώρηση των «ανανεωτικών», που προσχώρησαν στον Συνασπισμό). Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να υπερασπίζεται τα σταλινικά καθεστώτα, την κατάρρευση των οποίων αποδίδει σε «ιμπεριαλιστική συνωμοσία» και «υπονόμευση από προδότες». Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να συγκαλύψει τις προδοσίες σε βάρος της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης και την τεράστια δυσφήμηση των ιδεών του σοσιαλισμού που επέφεραν τα καθεστώτα αυτά.

Σήμερα το ΚΚΕ προβάλει ως πολιτική του πρόταση μια νέα παραλλαγή της θεωρίας των σταδίων, μέσα από τους στόχους της «λαϊκής οικονομίας» και της «λαϊκής εξουσίας». Ωστόσο, αποφεύγει επιμελώς να διευκρινίσει αν αυτή η οικονομία θα είναι σοσιαλιστική, ενώ η «λαϊκή εξουσία» δεν θα είναι αποτέλεσμα της πάλης του προλεταριάτου για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας (απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ριζική μεταβολή στις οικονομικές δομές), αλλά θα έρθει μέσα από την οικοδόμηση του «Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου». Παραμένει όμως ομιχλώδες ποιες πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσε να περιλάβει αυτό το μέτωπο, αφού το ΚΚΕ ομολογεί ότι κανένα από τα σημερινά κόμματα δεν μπορεί να συμμετέχει. Έτσι, καταλήγει στην ανάγκη περιχαράκωσής του και συντήρησης του μηχανισμού του, που συνοδεύεται από την ολέθρια πολιτική των χωριστών συγκεντρώσεων και τη διάσπαση των δυνάμεων των εργαζομένων. Αδυνατώντας να προβάλει μια συνολική πρόταση για την οργάνωση της αντίστασης και την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, το ΚΚΕ στέκεται μακριά από τις ανάγκες των αγώνων, σε μια περίοδο όπου η βαθιά κρίση του καπιταλισμού απειλεί και τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων.