Ιούλιος 1974 – Η αρχή της Μεταπολίτευσης
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούλη-Αυγούστου
Η επιβολή της χούντας…
Μετά το 1949, στη «χρυσή εικοσαετία» του ελληνικού καπιταλισμού, η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές επεδίωκαν να συντηρήσουν ό,τι κέρδισαν με τη νίκη τους στον εμφύλιο: το αυταρχικό, αντικομμουνιστικό καθεστώς, όπου στην «τριάδα» των κέντρων εξουσίας δέσποζε –μαζί με το παλάτι και την αστική τάξη– ο στρατός. Οι εργαζόμενες και φτωχές λαϊκές μάζες δεν είχαν ωφεληθεί σχεδόν καθόλου από τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη: η ανάγκη να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδό τους και να απολαύσουν βασικές δημοκρατικές ελευθερίες, ξεπερνούσε κατά πολύ τις διαθέσεις της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών. Η ήττα της Δεξιάς στις εκλογές του 1963, η έντονη αμφισβήτηση του παλατιού (Ιουλιανά 1965) έδειξαν τη φθορά του μετεμφυλιακού καθεστώτος και ότι η Ένωση Κέντρου αδυνατούσε να διαχειριστεί τη νέα, ορμητική άνοδο του κινήματος. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αποφάσισε να δώσει το πράσινο φως για το απριλιανό πραξικόπημα, ώστε να διατηρήσει την «σταθερότητα» του ελληνικού καπιταλισμού (βασικού συμμάχου του ενάντια στην ΕΣΣΔ και τα γραφειοκρατικοποιημένα εργατικά κράτη) και να προωθήσει τα αντεπαναστατικά σχέδιά του στη Μ. Ανατολή.
… και η πτώση της
Η «φιλελευθεροποίηση» της χούντας τσακίστηκε από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Η κρίση στο εσωτερικό της γιγαντώθηκε. Η κλίκα Ιωαννίδη προχώρησε στον παραμερισμό του Παπαδόπουλου. Αυτή η ομάδα ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτονομημένη (είχε τη στήριξη των ΗΠΑ, ώστε να επιβάλλουν τη λύση τους στην Κύπρο) και θα ερχόταν σύντομα αντιμέτωπη με την απομόνωση από την αστική τάξη και τη μεγάλη ήττα (ή και προδοσία) στην Κύπρο. Κάτω από αυτό το βάρος, το καθεστώς δεν είχε πια τίποτα να το κρατάει. Η αστική τάξη και οι βασικές μερίδες του στρατού μεταστράφηκαν υπέρ της επαναφοράς σε πολιτική διακυβέρνηση. Στις 24 Ιουλίου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε εσπευσμένα από το Παρίσι (όπου έμενε «αυτοεξόριστος» και ενεργούσε παρασκηνιακά στη διάρκεια της χούντας), ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».
«Ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία»
Η πτώση της δικτατορίας ήταν ένας σπασμός, που χτύπησε ανεπανόρθωτα τον ρόλο του στρατού. Το παλάτι είχε προ πολλού χάσει κάθε λαϊκή νομιμοποίηση. Η αστική τάξη διέθετε εκείνη την στιγμή ελάχιστες οργανωμένες δυνάμεις (έξω από τον κρατικό μηχανισμό) και ο παλιός πολιτικός κόσμος έφερε το στίγμα της ευθύνης για την επιβολή της χούντας. Ήταν απαραίτητο η αστική τάξη να φτιάξει μια «γέφυρα» προς μια σταθερή διακυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τη ριζοσπαστικοποίηση που είχε απελευθερώσει η Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Έπρεπε ακόμα να αντικαταστήσει τον αντικομμουνισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να ικανοποιήσει απαιτήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, που άλλωστε είχαν στην ουσία επιβληθεί από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η βασιλεία καταργήθηκε με δημοψήφισμα. Νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ (από το 1968 ήταν διασπασμένο σε ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού) και οι κομμουνιστικές οργανώσεις. Ο στρατός αναγκάστηκε να περιοριστεί στους στρατώνες – μια τεράστια αλλαγή σε σύγκριση με όλη την προηγούμενη πολιτική ιστορία της χώρας (ως και σήμερα δεν επεμβαίνει άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις).
Με τις πρώτες εκλογές, που ορίστηκαν από τον Καραμανλή το 1974, η αστική τάξη επεδίωκε τη νομιμοποίηση της «ομαλής μετάβασης στη δημοκρατία», την οικοδόμηση νέων μηχανισμών ενσωμάτωσης, ελέγχου των αγώνων, διαχείρισης της οικονομικής κρίσης (είχε εκδηλωθεί από το 1973). Παρά τη ριζοσπαστικοποίηση που είχε απελευθερωθεί από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου και την αποστροφή για τον Καραμανλή, από την πλευρά των μαζών δεν υπήρχε αξιόπιστη εναλλακτική. Σε αυτό έπαιξε κρίσιμο ρόλο η προδοτική πολιτική των ρεφορμιστών του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ. Με στόχο να ενσωματωθούν στο νέο καθεστώς, υποτάχτηκαν απόλυτα στο «ήπιο κλίμα» με το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς». Έτσι βοήθησαν ουσιαστικά στην αποδοχή και επιβολή του Καραμανλή σχεδόν «από το πουθενά» (ήταν βέβαια ο άνθρωπος των αμερικάνων ιμπεριαλιστών) και στην άνοδο στην εξουσία της Νέας Δημοκρατίας, όπως αυτός ονόμασε το νεοϊδρυμένο κόμμα του.
Το πολιτικό σκηνικό
Ο Καραμανλής αποδείχτηκε ευεργέτης και ηγέτης της αστικής τάξης. Στο πρόγραμμα της «ομαλής μετάβασης» συσπείρωσε όλες τις αστικές δυνάμεις αλλά και τους ρεφορμιστές: κανείς τους δεν έλεγε οτιδήποτε ουσιαστικά διαφορετικό.
Ταυτόχρονα, όμως, η ταύτιση της Δεξιάς με τα δεινά της μετεμφυλιακής περιόδου επέβαλλε μια προσπάθεια ανανέωσης (μέσα σε κάποια όρια) και διεύρυνσης του εκλογικού ακροατηρίου της ΝΔ. Έτσι προέκυψε το αμάλγαμα του λεγόμενου «ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού», που συμπληρώθηκε από τον «ευρωπαϊσμό» (είσοδος στην ΕΟΚ). Τα επόμενα χρόνια φάνηκαν τα όρια και τα αδιέξοδα αυτής της προσαρμογής. Όσο η ΝΔ πλαισίωνε το λεγόμενο «κέντρο», τόσο έχανε παραδοσιακούς συντηρητικούς ή ακροδεξιούς οπαδούς – όσο αποκάλυπτε τον αυταρχικό της πυρήνα, τόσο λέρωνε το δημοκρατικό προσωπείο της. Η πίεση του εργατικού κινήματος και γενικότερα της ελληνικής κοινωνίας για βαθιά ανανέωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ξεπερνούσε κατά πολύ την καραμανλική ΝΔ. Άλλωστε και η «αποχουντοποίηση» υπήρξε προσεκτικά ελεγχόμενη (π.χ. με τον χαρακτηρισμό της δικτατορίας ως «στιγμιαίο έγκλημα»), αφήνοντας άθιχτο τον πυρήνα του κρατικού μηχανισμού και ιδιαίτερα τα σώματα καταστολής.
Τον χώρο κάλυψε το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Καταγόμενο από την «αριστερή» πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, σχηματίστηκε ως ριζοσπαστικό «κίνημα». Ήταν ένα ιδιόμορφο αστικό κόμμα (διέφερε ουσιωδώς από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία), που κέρδισε μεγάλα κομμάτια των μαζών, γιατί: α) Διαχωρίστηκε τόσο από τα παλιά αστικά κόμματα και τις ευθύνες τους για την επιβολή της δικτατορίας όσο και από το σταλινικό ΚΚΕ, που έφερε το βάρος ηττών και προδοσιών. β) Αξιοποίησε την διεθνή κρίση του σταλινισμού (και τη διάσπαση του ΚΚΕ), που ενίσχυσε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη. γ) Υιοθέτησε μια ρητορική «αντίστασης» στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, υπεράσπισης της «εθνικής ανεξαρτησίας» και «λαϊκής κυριαρχίας». δ) Υιοθέτησε σκληρή εθνικιστική στάση ενάντια στον τούρκικο καπιταλισμό. Όλες αυτές οι μάσκες του ΠΑΣΟΚ θα έπεφταν αφού ανέβηκε στην εξουσία το 1981 και εξελίχτηκε για σχεδόν 30 χρόνια στην κύρια κυβερνητική αστική δύναμη.
Ο «δικομματισμός» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ λειτούργησε για πολλά χρόνια ως βαλβίδα ασφαλείας για την αστική τάξη, ώστε να διαχειριστεί την οικονομική κρίση χωρίς να απειληθεί σοβαρά από το εργατικό κίνημα. Σε αυτό το αποπροσανατολιστικό σκηνικό συνέδραμαν καθοριστικά οι ρεφορμιστές του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ. Ιδιαίτερα το ΚΚΕ, κουβαλώντας τη βαριά προδοσία της ελληνικής επανάστασης του 1943-1949, βάθυνε την αντιμαρξιστική «θεωρία των σταδίων» εμφανίζοντας ως καθήκον του προλεταριάτου την αντιμονοπωλιακή-δημοκρατική «συμμαχία» με μικροαστικά και αστικά στρώματα – με αποτέλεσμα την υποταγή στο ΠΑΣΟΚ στο όνομα των «δημοκρατικών δυνάμεων». Μοιραζόταν με τις αστικές δυνάμεις το μένος ενάντια στην άκρα και επαναστατική αριστερά, την οποία χαρακτήριζε «αριστεροχουντικούς». Το ΚΚΕ οραματιζόταν να μπει σε μια «δημοκρατική κυβέρνηση» – αυτό υλοποιήθηκε εν τέλει με τις καταστροφικές για το εργατικό κίνημα συγκυβερνήσεις Τζανετάκη-Ζολώτα το 1989.
Ταξικοί αγώνες και άκρα αριστερά
Αιχμή του δόρατος του κινήματος ήταν η εργατική ριζοσπαστικοποίηση και ιδιαίτερα το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού, που επίσης πολεμήθηκε λυσσασμένα, ιδιαίτερα από το ΚΚΕ. Βασιζόταν σε μια νέα, πλατιά εργατική πρωτοπορία, που ήταν απαγκιστρωμένη από την σταλινική γραφειοκρατία. Χρησιμοποιούσε ριζοσπαστικές, αμεσοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης και πάλης, ενώ επηρεαζόταν έντονα από την άκρα αριστερά. Αποκορυφώθηκε στη σύγκρουση με τον αντεργατικό νόμο 330 το 1976. Η ήττα που επιβλήθηκε στο εργοστασιακό κίνημα, η καταστολή του με διώξεις αγωνιστών (ως και δολοφονίες) επέτρεψε την ολοκλήρωση της «ομαλοποίησης» και, αργότερα, τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος από το ΠΑΣΟΚ και την άνοδό του στην εξουσία. Ωστόσο, το αποτύπωμά του ήταν βαθύ και σε αυτό οφείλονται πάρα πολλές μετέπειτα κατακτήσεις των εργαζομένων.
Η άκρα αριστερά, που είχε πρωτοστατήσει στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου, ήταν ο μόνος χώρος που συγκρούστηκε με την «ομαλοποίηση». Παρά τον κατακερματισμό και τις πολιτικές αδυναμίες της, αντιστάθηκε στην καταστολή, στις επιθέσεις αστών και ρεφορμιστών, δεν συμβιβάστηκε, δεν λερώθηκε από την ταξική συνεργασία. Αυτός ο αγώνας είναι μια μεγάλη παρακαταθήκη: κατάφερε να πλάσει μια νέα πρωτοπορία, να αποκτήσεις ρίζες στο φοιτητικό και εργατικό κίνημα και ακόμα να πρωταγωνιστήσει σε αγώνες, στη δημιουργία πολιτικών γεγονότων, υπερφαλαγγίζοντας επανειλημμένα τους ρεφορμιστές στην πράξη.
Με θεμέλιο την Εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι ριζοσπαστικοί ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες ιδιαίτερα της πρώτης περιόδου Μεταπολίτευσης (χαρακτηριστική είναι π.χ. και η ανατροπή του ν. 815 από το φοιτητικό κίνημα, που άνοιξε τον δρόμο για να φύγει η κυβέρνηση της ΝΔ) «έκοψαν τα πόδια» του ελληνικού καπιταλισμού, επιβάλλοντας παρά την αρχή της σοβαρής οικονομικής κρίσης ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων, στάνταρντ ζωής και δημοκρατικών ελευθεριών – μιας κοινωνίας πιο ισότιμης, ανεκτικής και ελεύθερης, που μπόρεσαν να απολαύσουν εργαζόμενοι και νέοι τα χρόνια μετά το 1974 σε βαθμό πρωτόγνωρο στην πολιτική ιστορία της χώρας μας. Όλα αυτά πλέον σαρώνονται με ταχύτητα από την καπιταλιστική κρίση και τους ακραίους νεοφιλελεύθερους. Γι’ αυτό η κεντροακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη και όλα τα αστικά επιτελεία, μαζί με την «σταθερότητα» προπαγανδίζουν και το «τέλος της μεταπολίτευσης» – θέλουν να μας πισωγυρίσουν δεκαετίες. Τώρα που οι «εύκολες λύσεις» των δήθεν «προοδευτικών» έχουν καταρρεύσει, ας μην περιμένουμε νέους «σωτήρες». Η ιστορία των ταξικών αγώνων της Μεταπολίτευσης δείχνει ότι η μόνη λύση, ο μόνος δρόμος είναι η σοσιαλιστική εναλλακτική και η οικοδόμηση μιας δυνατής επαναστατικής αριστεράς.