Παραίτηση Τσίπρα: Αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουν

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιούλη-Αυγούστου

Ο Αλέξης Τσίπρας παραιτήθηκε από την προεδρεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, λίγα εικοσιτετράωρα μετά την συντριπτική ήττα του κόμματος στις εκλογές της 25ης Ιούνη. Σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συγκέντρωσε το ποσοστό του 17,83% (929.968 ψήφοι), χάνοντας πάνω από 250 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις εκλογές της 21ης Μαΐου και σχεδόν τις μισές ψήφους από αυτές που είχε λάβει στις εκλογές του 2019. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, είναι η τιμωρία που εισπράττει 8 χρόνια μετά την ιστορική προδοσία του «ΟΧΙ» του Δημοψηφίσματος του ’15 και την από τότε απαρέγκλιτη υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των Μνημονίων και εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ελληνικής ελίτ, του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και του αμερικανο-ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου.

Ο Τσίπρας ανέλαβε τον ΣΥΝ (μετεξέλιξη παλιότερης διάσπασης του ΚΚΕ το 1968) το 2008, συγκεντρώνοντας ένα οριακό ποσοστό για την είσοδό του στην Βουλή την επόμενη χρονιά. Μέσα σε 3 χρόνια, ο ΣΥΝ καταφέρνει να αναδειχτεί με τις αντιμνημονιακές του θέσεις ως αξιωματική αντιπολίτευση, μέσα σε μία συγκυρία παρατεταμένου κοινωνικού πολέμου, οξυμένης πολιτικής αστάθειας, όπου οι εργαζόμενοι, η νεολαία και οι φτωχοί έδιναν μάχη για να ανατρέψουν τις βάρβαρες πολιτικές των μνημονίων, ΕΕ και ΔΝΤ. Σε αυτή την περίοδο όλες οι οργανώσεις της αριστεράς που συμμετείχαν στο εκλογικό μέτωπο με το ΣΥΝ, αυτοδιαλύονται και ιδρύεται ο ΣΥΡΙΖΑ, όπου στις εκλογές του 2015 αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας με το σύνθημα «Πρώτη φορά Αριστερά», έχοντας δεσμευτεί προεκλογικά πάνω στο λεγόμενο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» για ανατροπή των μνημονιακών επιταγών και μέτρα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των φτωχών.

Γέννημα θρέμμα της εποχής των τεράτων της αστικής πολιτικής, κατάφερε α) να εκμεταλλευτεί το αντιμνημονιακό μπλοκ που συγκροτήθηκε μέσα από τους σκληρούς κοινωνικούς αγώνες για να πάρει την εξουσία, β) να διαπράξει ένα πρωτοφανές πολιτικό πραξικόπημα, ακυρώνοντας το «ΟΧΙ» του 61% του ελληνικού λαού, γ) να υπογράψει το 3ο και χειρότερο μνημόνιο–έκτρωμα, εφαρμόζοντας κατά γράμμα όλα τα προηγούμενα, τσακίζοντας το βιοτικό επίπεδο, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων, δ) να σπάσει το αντιμνημονιακό μπλοκ, βυθίζοντας τις πλατιές μάζες στην απογοήτευση και την ματαιότητα, ε) να διαλύσει ένα μεγάλο κομμάτι των οργανώσεων της Αριστεράς που ανέβηκαν στο εκλογικό άρμα του ΣΥΡΙΖΑ, και στ) να νεκραναστήσει το αστικό πολιτικό σκηνικό που είχε υποστεί κατάρρευση, χαρίζοντας στη ΝΔ την ικανότητα να κυβερνά αυτοδύναμα, ασύδοτα και αλαζονικά για τα επόμενα χρόνια. Η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Τσίπρα – ΣΥΡΙΖΑ, αφορά αυτές τις αναντικατάστατες υπηρεσίες του προς το αστικό στρατόπεδο και δικαιολογούν τις «αγιογραφίες» που σκαλίζουν σήμερα τα συστημικά ΜΜΕ για το πρόσωπο και το έργο (!) του.

Αυτός είναι ο πραγματικός απολογισμός που πρέπει να κάνει ο Τσίπρας και όχι να προσπαθήσει να κάνει μια ακόμα φορά τη νύχτα μέρα! Το τριπλό χαστούκι που του έδωσε ο ελληνικός λαός, το ’19, η γροθιά στο στομάχι στις πρώτες φετινές εκλογές και το νοκ-άουτ στις δεύτερες, δεν αρκούν για έναν χείριστο αμοραλιστή του είδους του. Η παραίτησή του δεν ενέχει ίχνος αυτοκριτικής ή μετάνοιας, λαμβάνοντας υπόψη και τα λόγια του: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει έναν ιστορικό κύκλο που πρέπει να τον αποτιμήσουμε με περηφάνια»… Αντίθετα όπως κάθε αστικό κόμμα εξουσίας που χάνει στις εκλογές, οφείλει να αλλάξει αρχηγό — με καθυστέρηση 4 ετών στην προκειμένη περίπτωση, αφού καθόλου αστείρευτη και πλούσια δεν είναι η δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως έχει ήδη φανεί.

Τα στελέχη του κόμματος που θα διεκδικήσουν την αρχηγεία, πριν καν γνωρίσουμε το αποτέλεσμα, θα υπολείπονται ακόμα και αυτού του «μετρ» της πολιτικής αλητείας και τυχοδιωκτισμού, αφού η συσπείρωση του κόμματος γινόταν κυρίως πάνω στο πρόσωπό του και χάρη στα προηγούμενα υψηλά εκλογικά αποτελέσματα. Ήδη πάνω από το 70% των ψηφοφόρων του κόμματος διαφωνούν με την παραίτηση Τσίπρα. Η οργανωτική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ (όπως αποδείχτηκε και στο προηγούμενό του συνέδριο–παρωδία) είναι μηδαμινή, όπως και το ρίζωμά του μέσα σε συνδικάτα, φοιτητικούς συλλόγους, αυτοδιοίκηση. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν το οριστικό διαζύγιο που έχει πάρει από καιρό με τις μάζες και την ελεύθερη πτώση που προδιαγράφεται.

Οι εφεδρείες των πολιτικών επιτελείων της αστικής τάξης φαίνεται να στερεύουν σε τρομακτικό βαθμό. Η είσοδος στην βουλή των τριών ακροδεξιών κομμάτων-απομεινάρια Χρυσής Αυγής, αντιεμβολιαστές (και δε συμμαζεύεται), αποδεικνύει το βάθος της κρίσης του αστικού πολιτικού στρατοπέδου, αλλά και της αδυναμίας να εκφράσει η εξωκοινοβουλευτική αριστερά την αντιπολίτευση προς την αθλιότητα της κυβέρνησης της ΝΔ.

Η επανίδρυση ή «εφεύρεση» ενός νέου ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν θα είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμα επικοινωνιακό ρεκτιφιέ, αφού ως κόμμα έχει δεσμευτεί πολιτικά, προγραμματικά και πρακτικά στην δεξιά νεοφιλελεύθερη και μνημονιακή πολιτική που εφάρμοσε ως κυβέρνηση και ύστερα ως αντιπολίτευση. Ο αυτοπροσδιορισμός του ως κόμμα της Κεντροαριστεράς ή της Αριστεράς και της προόδου, μόνο περισσότερη σύγχυση και αποπροσανατολισμό δημιουργεί στους εργαζόμενους και τη νεολαία, που πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν πολιτική διέξοδο. Παραπάνω από κάθε άλλη φορά πρέπει να ξεπεράσουμε τις ήττες που επέφερε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στους εργαζόμενους και τους νέους, τις λογικές του μικρότερου κακού και τις «ρεαλιστικές» – εκλογικές αυταπάτες. Να προβάλλουμε την ανάγκη για μια Επαναστατική Αριστερά στην πολιτική, στην πρακτική και στο πρόγραμμά μας, για να αντιμετωπίσουμε την αντίδραση του πολιτικού σκηνικού, τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τα βάρβαρα μέτρα που έρχονται.