Η μαύρη επέτειος από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Απριλίου
Με την ήττα της ελληνικής επανάστασης 1943-49, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της υπαίθρου θα βιώσουν ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό από την ελληνική αστική τάξη και τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές (χρειάζονταν την Ελλάδα για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου). Οι μέχρι πρότινος χίτες, ταγματασφαλίτες, μαυραγορίτες θα «ξεπλυθούν» μέσα σε μία νύχτα από την αστική τάξη και θα στελεχώσουν την χωροφυλακή, το στρατό και γενικά τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος αντικομμουνιστικής υστερίας και κρατικής τρομοκρατίας απέναντι σε κάθε αγωνιστή, εργαζόμενο και φτωχό, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες εξόριστους στα ξερονήσια, δεκάδες χιλιάδες στις φυλακές, αναρίθμητες δολοφονίες, λεηλασίες και φρικαλεότητες που θα διαρκέσουν για δυόμιση δεκαετίες. Ταυτόχρονα, το μετεμφυλιακό κράτος θα καταργήσει κάθε έννοια δικαιώματος (πολιτικά, συνδικαλιστικά, δημοκρατικά κ.ά.), ενώ τα κομμουνιστικά, εργατικά κόμματα και ο συνδικαλισμός θα κηρυχθούν παράνομα.
Αυτή η μαύρη περίοδος για το ελληνικό προλεταριάτο θα συμπέσει με την «χρυσή εικοσαετία» του ελληνικού καπιταλισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι το 1972, ο ελληνικός καπιταλισμός θα γνωρίσει μία τεράστια ανάπτυξη. Την ίδια περίοδο θα δημιουργηθούν σχεδόν όλες οι βιομηχανίες και οι μεγάλοι δημόσιοι οργανισμοί (Ναυπηγεία, Χαλυβουργία, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ολυμπιακή κ.ά.) και μπαίνουν οι βάσεις για έναν σημαντικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, η ρημαγμένη ύπαιθρος από τον πόλεμο και την φτώχεια, σε συνδυασμό με την τρομοκρατία του χωροφύλακα, θα αναγκάσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να μεταναστεύσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα για να επιβιώσουν. Θα συντελεστεί μία γενικευμένη προλεταριοποίηση του αγροτικού πληθυσμού, που από μόνη της πυροδοτεί την ανάγκη εκτεταμένης οικοδόμησης των μεγάλων πόλεων. Η ανάπτυξη όμως της οικονομίας δεν θα περάσει μέσα από τους μισθούς, τα δικαιώματα και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχών. Η σύνθεση του ΑΕΠ έδειχνε ξεκάθαρα πως τα τεράστια κέρδη των καπιταλιστών οφείλονταν στην άγρια υπερεκμετάλλευση των εργατικών και λαϊκών μαζών. Στην δεκαετία του ’50, το ποσοστό των πολιτών που βρίσκονταν σε καθεστώς ακραίας φτώχειας ξεπερνούσε το 40%.
Η φτώχεια, η εξαθλίωση, η αφόρητη καταπίεση των εργαζομένων έθρεφε μία γενικευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, την οποία παρόξυνε η αστυνομοκρατία, ο χαφιεδισμός και η έλλειψη στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το μετεμφυλιακό κράτος που επέβαλαν η αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές, ήταν ένα πλήρως αυταρχικό αστυνομικό κράτος, όπου το σύνολο της κοινωνίας βρισκόταν έρμαιο στην αυθαιρεσία των κρατικών μηχανισμών, αλλά και των παρακρατικών ακροδεξιών οργανώσεων, ως απαραίτητο συμπλήρωμα του καθεστώτος. Σχεδόν σε όλες τις δουλειές, με εξαίρεση τους οικοδόμους και ελάχιστα ακόμα επαγγέλματα, για να προσληφθεί κάποιος απαιτούνταν το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Όποιος είχε φάκελο στην Ασφάλεια, δεν μπορούσε να βρει δουλειά, να σπουδάσει, να βγάλει δίπλωμα οδήγησης κ.ά.
Παρά τη συντριπτική ήττα που δέχθηκε το προλεταριάτο την προηγούμενη δεκαετία, από το 1956 και έπειτα, η προλεταριοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και η κοινωνική αγανάκτηση των εργατικών και λαϊκών μαζών, θα έχουν ως αποτέλεσμα την γρήγορη ανάκαμψη του εργατικού κινήματος, που θα ενισχυθεί και από τη γενικότερη άνοδο των αγώνων παγκοσμίως (αραβική άνοιξη, αντιαποικιακές επαναστάσεις). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 θα αρχίζει προοδευτικά να αυξάνεται ο αριθμός των απεργών και των εργατικών αγώνων. Αυτό θα αποτυπωθεί και στο σημαντικό εκλογικό αποτέλεσμα της ΕΔΑ/ΚΚΕ (που τότε ήταν η μοναδική νόμιμη έκφραση της αριστεράς) με 24% στις εκλογές του 1958, στις μεγάλες απεργίες και συγκρούσεις των οικοδόμων τον Δεκέμβρη – Γενάρη 1960-61, τα κινήματα του 1-1-4, το κίνημα για το 15% του προϋπολογισμού για την παιδεία, το κίνημα των 115 σωματείων, όπως και την άνοδο στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου. Όλα αυτά θα προκαλέσουν σημαντικές ρωγμές στο μετεμφυλιακό – αντικομμουνιστικό καθεστώς. Οι προσπάθειες των αστών να ελέγξουν πραξικοπηματικά τα σωματεία της ΓΣΕΕ, να εντείνουν την (παρα)κρατική καταστολή, με αποκορύφωμα την δολοφονία Λαμπράκη, το μόνο που κατάφεραν ήταν να οξύνουν περαιτέρω την ανάπτυξη των αγώνων και το θέριεμα της θέλησης των μαζών να απαλλαγούν από τη Δεξιά και το αστυνομικό κράτος.
Το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ ήταν η λεγόμενη «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που επιδίωκε τη συνεργασία με την «εθνική» αστική τάξη, γεγονός που τη μετέτρεψε σε πολιτική ουρά της Ένωσης Κέντρου και του αντικομμουνιστή Γεώργιου Παπανδρέου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τη συσσωρευμένη οργή των εργαζόμενων-λαϊκών μαζών να βγει στην επιφάνεια, όπως και έγινε με τις 70 ημέρες των «Ιουλιανών» το 1965. Αφορμή στάθηκε το πραξικόπημα του βασιλιά που εξανάγκασε τον Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση, αλλά αιτία αποτέλεσε η τεράστια κοινωνική αγανάκτηση των μαζών ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος και πυροδοτήθηκε ένα εκρηκτικό κίνημα. Καθημερινά, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν απαιτώντας το ξήλωμα του αστυνομικού κράτους και την κατάργηση της μοναρχίας. Το κίνημα ξεπέρασε κατά πολύ το σχέδιο της ΕΔΑ (εκδημοκρατισμό του παλατιού και του κράτους) και κλόνιζε τα ίδια τα θεμέλια της αστικής εξουσίας. Έτσι, επειδή η ηγεσία της ΕΔΑ έκανε ό,τι μπορούσε για να εγκλωβίσει το κίνημα σε κοινοβουλευτικά πλαίσια και με την έλλειψη ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης που θα έδινε στο κίνημα σωστό προσανατολισμό, οι κινητοποιήσεις έκλεισαν.
Τα Ιουλιανά εγκαινίασαν όμως μια νέα περίοδο πολιτικής κρίσης, όπου τα αστικά κόμματα αδυνατούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση και η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Ο φόβος της αστικής τάξης και των τριών κέντρων εξουσίας (παλάτι, στρατός, κοινοβούλιο) ότι η πολιτική κρίση μαζί με την άνοδο των αγώνων δημιουργούσαν ένα πλήρως ανεξέλεγκτο κλίμα, τους ώθησε στην επιλογή της «αναγκαστικής λύσης», δηλαδή την επιβολή δικτατορίας. Παρά τον ορατό κίνδυνο πραξικοπήματος, οι πολιτικές δυνάμεις και η ηγεσία της ΕΔΑ εθελοτυφλώντας, προσηλώθηκαν στη διεξαγωγή εκλογών τον Μάιο του ’67. Την ίδια στιγμή οι μάζες ήταν κουρασμένες και απογοητευμένες ύστερα από τις αναρίθμητες και αναποτελεσματικές κινητοποιήσεις, λόγω της προδοτικής πολιτικής της ΕΔΑ. Έτσι, το πραξικόπημα έγινε ανεμπόδιστα την 21η Απρίλη, που είχε ως συνέπεια το τσάκισμα του εργατικού κινήματος, των εργατικών οργανώσεων, των συνδικάτων, την απαγόρευση των απεργιών κ.ά. Η Χούντα, για να δικαιολογήσει την Δικτατορία της, ισχυρίστηκε πάλι (!) ότι υπήρχε «κομμουνιστικός κίνδυνος» που απειλούσε το καθεστώς.
Η χούντα των συνταγματαρχών αμέσως έβγαλε στρατιωτικά αγήματα στους δρόμους, κατέλαβε κρατικά κτήρια, συνέλαβε όλους τους πολιτικούς, εξόρισε και φυλάκισε εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές και ήρθε σε συμφωνία με τον βασιλιά για την νομιμοποίησή της. Έτσι, άρχισε μία ακόμη Δικτατορία στην Ελλάδα που θα διαρκέσει σχεδόν 7 χρόνια, μία από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας. Επίσης, έδειξε αμέσως την ταξική της φύση, καθώς παρείχε μεγάλες υπηρεσίες στο ντόπιο κεφάλαιο και τους ιμπεριαλιστές. Το διάστημα 1968-72 τα βιομηχανικά κέρδη αυξήθηκαν κατά 311%, το 8ωρο καταργήθηκε, η μετανάστευση ξανάρχισε και οι πολιτικές διώξεις έφτασαν στο απόγειό τους. Τέλος, οι υπηρεσίες της χούντας στην εξυπηρέτηση και εφαρμογή των σχεδίων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ως προς την αναχαίτιση της Αραβικής Επανάστασης, την «διευθέτηση» του Κυπριακού και τέλος τον περιορισμό της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή.
Τελικά, οι αγωνιστές που ατσαλώθηκαν μέσα στα «πέτρινα χρόνια» του μετεμφυλιακού καθεστώτος και προσέγγισαν την άκρα και επαναστατική αριστερά, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, θα δημιουργήσουν διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, που θα δραστηριοποιηθούν ενάντια στη Χούντα και τέλος θα αποτελέσουν την μαγιά αυτής της νέας πρωτοπορίας που θα πρωταγωνιστήσει στις καταλήψεις της Νομικής, στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου και στην ανατροπή της αιματοβαμμένης Επταετίας.