Είναι αποπροσανατολιστικό το αίτημα για Εθνικοποιήσεις εντός του καπιταλισμού;

του Δημήτρη Κατσορίδα*

Την τελευταία περίοδο το ΚΚΕ έχει αρχίσει να προβάλλει έντονα την άποψη ότι  μεταρρυθμιστικά αιτήματα, όπως η κρατικοποίηση του ΟΣΕ ή του Νερού ή της ΔΕΗ, αλλά και γενικά η κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, είναι αποπροσανατολιστικά και οπορτουνιστικά. Στην ίδια λογική υπάγεται και η μη στήριξη του αγώνα των εργατών της αυτοδιαχειριζόμενης ΒΙΟΜΕ. Και ο λόγος, κατά τη γνώμη του, είναι ότι τέτοιου τύπου αιτήματα, περί εθνικοποίησης-κρατικοποίησης, «συσκοτίζουν τον πραγματικό αντίπαλο και δεν οδηγούν σε κάποια φιλολαϊκή λύση», σύμφωνα με το Μ. Παπαδόπουλο (Ριζοσπάστης, 11-12/3/2023, σελ. 11), επειδή δημιουργούν αυταπάτες στην κοινωνία ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί, ενώ αντίθετα η πραγματική λύση είναι η ανατροπή του και ο σοσιαλισμός. Προτείνει, μάλιστα, ως μοντέλο σοσιαλισμού αυτόν της Σοβιετικής Ένωσης, που έκανε το όνομα του κομμουνισμού ύβρι και κατέρρευσε λόγω των γραφειοκρατικών της παραμορφώσεων.

Ας δούμε, όμως, τι ακριβώς λέει το ΚΚΕ.

Σε άρθρο στον Ριζοσπάστη (7-3-2022, σελ. 5), στη στήλη «Η άποψή μας», λέει μεταξύ άλλων ότι η «[…] πραγματική ‘‘τομή’’ για τον λαό δεν είναι […] η ‘‘επανακρατικοποίηση’’ από ένα κράτος εχθρικό και σάπιο μέχρι το μεδούλι, που λειτουργεί για τα συμφέροντα των λίγων σε βάρος της λαϊκής πλειοψηφίας». Κατόπιν, σε Ανακοίνωση του Π.Γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (Ριζοσπάστης, 11-12/3/2023, σελ. 3), λέει, μεταξύ άλλων, τα εξής για τους σιδηρόδρομους της χώρας: «Ο σιδηρόδρομος μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο, γρήγορο, ασφαλές και φτηνό μέσο μετακίνησης του λαού και μεταφοράς προϊόντων σε όλη τη χώρα. Αυτό προϋποθέτει όμως ‘‘απελευθέρωση’’ από τις ράγες του κέρδους, προϋποθέτει μεταφορές και υποδομές με κριτήριο την ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών, μέσα από έναν ενιαίο κρατικό φορέα, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, ενταγμένες στον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομίας, την κοινωνική ιδιοκτησία και τον εργατικό έλεγχο». Σε Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ για το σχέδιο νόμου για το νερό (Ριζοσπάστης, 18-19/3/2023, σελ. 15), λέει: «[…] Το ΚΚΕ επιμένει. Το νερό δεν πρέπει να είναι εμπόρευμα και μονόδρομος προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο ριζικά διαφορετικός δρόμος της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού», ο οποίος θα παρέχει φθηνό, ασφαλές, ποιοτικό και φθηνό νερό, ενώ ταυτόχρονα «[…] απαιτεί την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου».

Και εδώ αρχίζουν οι αντιφάσεις. Γιατί, το ΚΚΕ, ενώ από τη μια θεωρεί ότι οι κρατικοποιήσεις καλλιεργούν ψευδαισθήσεις, εφόσον η εξουσία του κεφαλαίου μένει άθικτη, με την έννοια ότι οι κρατικές επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση το συμφέρον της κερδοφορίας του κεφαλαίου, εντούτοις από την άλλη «[…] απαιτεί την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου» για το νερό, για παράδειγμα. Αυτή η άρση του νομοσχεδίου, δεν σημαίνει ότι οι υπηρεσίες του νερού θα μείνουν στο κράτος (το καπιταλιστικό); Το ίδιο λέει και για την ΛΑΡΚΟ, δηλ. να μείνει υπό την κυριότητα του ελληνικού δημοσίου. Γιατί, βάζει δυο μέτρα δυο σταθμά; Δεν είναι αντίφαση αυτό; Εκτός κι αν θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε επαναστατική κατάσταση, και άρα μπορεί να θέτει αιτήματα σοσιαλιστικής ανατροπής. Βρισκόμαστε;

Οι αντιφάσεις αυτές, του ΚΚΕ, το οδηγούν να μην ζητάει την άρση των ιδιωτικοποιήσεων και έτσι να εναποθέτει όλες τις λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων στο επέκεινα. Μια μεταφυσική και εσχατολογικού τύπου προσέγγιση, σαν τη Δευτέρα Παρουσία των Χριστιανών, η οποία υπόσχεται ότι όλα τα προβλήματα των ανθρώπων θα λυθούν στη μετά θάνατο ζωή, στον παράδεισο. Στην περίπτωση, του ΚΚΕ, στον σοσιαλιστικό παράδεισο. Έτσι, αποφεύγει να απαντήσει στο κάθε φορά επίδικο, που θέτει η συγκυρία. Όμως, οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν. Και θέλουν να ζήσουν σήμερα, τώρα, και όχι σε μια άλλη ζωή. Και το ΚΚΕ, σχετικά με αυτά δεν τους λέει τίποτα. Γι’ αυτό κερδίζει ο ρεφορμισμός. Επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, όσοι/-ες αναφέρονται στο μαρξισμό εγκαταλείπουν τα μεταρρυθμιστικά αιτήματα, αφήνοντας τη λύση τους στον ρεφορμισμό, ενώ εκείνοι (οι μαρξιστές) αρνούνται να εμπλακούν στο τώρα, μήπως και χαρακτηριστούν ρεφορμιστές και οπορτουνιστές. Αν είναι έτσι, τότε να μην διεκδικούμε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ή και μεταρρυθμίσεις εργατικού περιεχομένου (π.χ. βελτίωση των μισθών, ΑΤΑ, κοινωνική ασφάλιση, εργατική νομοθεσία υπέρ των εργαζομένων, μείωση του χρόνου εργασίας, κ.λπ.), επειδή και αυτά είναι αφομοιώσιμα από το καπιταλιστικό σύστημα, ενώ κάποια από αυτά υπηρετούν την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Είναι αλήθεια ότι τέτοιου τύπου επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΟΣΕ, ΕΥΔΑΠ, κ.ά.) ανήκουν ή ανήκαν (όπως ο ΟΤΕ) στον τομέα του κρατικού καπιταλισμού. Επίσης, είναι σωστό ότι ο δρόμος για τον σοσιαλισμό δεν περνά από την εθνικοποίηση διαφόρων κλάδων εκ μέρους του αστικού κράτους. Και ενώ αυτό ως αρχή είναι σωστό, το επιχείρημα που μπορεί να μας αντιτάξουν είναι πως αν είμαστε υπέρ των εθνικοποιήσεων ή των μεταρρυθμίσεων μέσα στον καπιταλισμό, τότε είμαστε και υπέρ της θεωρίας των σταδίων, της οποίας φυσικό επακόλουθο είναι και η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις.

Ωστόσο, δεν πρόκειται γι’ αυτό, και ούτε το αίτημα των εθνικοποιήσεων σημαίνει συμμετοχή σε αστική κυβέρνηση. Ας το δούμε. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να παρακάμψει το ζήτημα των εθνικοποιήσεων με το επιχείρημα ότι όσο η εργατική τάξη δεν καταλαμβάνει την εξουσία, τότε δεν μας αφορά το θέμα, εφόσον δεν δίνει λύσεις σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Όμως, μια τέτοια άρνηση, εκ μέρους όσων δυνάμεων αναφέρονται στη ανατροπή του καπιταλισμού και στη σοσιαλιστική προοπτική, δεν θα κατανοούνταν από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αντίθετα, το ζήτημα είναι να επωφεληθούμε από τις καταστάσεις που παρουσιάζονται στον τομέα του κρατικού καπιταλισμού, ώστε να προωθηθεί το κίνημα της εργατικής τάξης. Είναι κάτι ανάλογο με τη συμμετοχή στο κοινοβούλιο. Το γεγονός ότι η συμμετοχή στο κοινοβούλιο δεν είναι ο δρόμος για το σοσιαλιστικό πέρασμα, αυτό δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ του αντικοινοβουλευτισμού. Όπως, επίσης, δεν μπορεί να είναι επιχείρημα ότι εφόσον η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι το μακρύ χέρι του αστικού κράτους, τότε οι επαναστάτες δεν πρέπει να συμμετέχουν σε αυτή. Απεναντίας, μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις, στις οποίες θα κερδίσουν την πλειοψηφία και θα υποχρεωθούν να διευθύνουν έναν ή περισσότερους Δήμους, ενώ το κράτος θα παραμένει αστικό (π.χ. Δήμος Πάτρας). Η διαφορά με τους ρεφορμιστές είναι ότι αυτοί προσαρμόζονται παθητικά, κάνοντας μόνο διαχείριση, ενώ η επαναστατική πτέρυγα χρειάζεται να προβαίνει σε κινήσεις ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα, παίρνει μέτρα κοινωνικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα ενημερώνει τους πολίτες ότι δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης δημοτική κοινωνική πολιτική χωρίς την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας.

Επειδή, μέσω αυτών, επανέρχεται το ερώτημα, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, όπως το διατύπωσε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο ομώνυμο βιβλίο της (εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ.έ.) είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε ότι η ίδια δεν ήταν ενάντια στις μεταρρυθμίσεις εντός του αστικού συστήματος. Σε αυτό που ήταν ενάντια ήταν στην αντίληψη ότι μέσω νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, που υποτίθεται θα περιορίζουν βαθμιαία την καπιταλιστική εκμετάλλευση, μπορεί να επέλθει ο σοσιαλισμός, αντικειμενικά, ως μια φυσική εξέλιξη, χωρίς να χρειαστεί η εργατική τάξη να καταλάβει την πολιτική εξουσία.

Η Λούξεμπουργκ, λοιπόν, δεν ήταν ενάντια στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού (σελ. 9). Απεναντίας, η δική της αντίληψη ήταν και υπέρ των μεταρρυθμίσεων και υπέρ της επανάστασης, θεωρώντας ότι μεταξύ τους «υφίσταται μια αδιάσπαστη συνάρτηση», δεδομένου ότι οι πρώτες ήταν το μέσο, ενώ η επανάσταση είναι ο τελικός σκοπός. Κατανοούσε, τόσο τις δύο διαφορετικές ροπές από την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου όσο και τη διαφορά των ιστορικών περιόδων, με την μορφή των ιστορικών ανατροπών και τη μετάβαση από τη μια κοινωνική μορφή στην άλλη, μέσω της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας (σελ. 91). Έλεγε χαρακτηριστικά: «Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, τις οποίες μπορεί να διαλέξει κανείς μέσα στο μπουφέ της ιστορίας όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα, αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνίας, που αλληλοκαθορίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά και που αποκλείουν συγχρόνως η μία την άλλη, όπως π.χ. ο βόρειος και ο νότιος πόλος, η μπουρζουαζία και το προλεταριάτο» (σελ. 90-91). Είναι αυτοί οι λόγοι που δεν υποτιμούσε τα δημοκρατικά αιτήματα και τις δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης (δικαίωμα ψήφου, αυτοδιοίκηση, κ.λπ.), επειδή ακριβώς θεωρούσε πως «[…] μόνο με την εξάσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι δυνατό να αποκτήσει το προλεταριάτο συναίσθηση των ταξικών του συμφερόντων και της ιστορικής του αποστολής» (σελ. 97), που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Και προς αυτή την κατεύθυνση θεωρούσε ότι συμβάλλει το Πρόγραμμα, το οποίο «είναι η διατύπωση της εξέλιξης της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό», το οποίο «πρέπει επίσης να διατυπώνει όλες τις μεταβατικές φάσεις της εξέλιξης αυτής, να τις περιλαμβάνει στις γενικές των γραμμές, δηλαδή να μπορεί σε κάθε στιγμή, να χαράσσει ανάλογα τη στάση του στο προλεταριάτο με κατεύθυνση την προσέγγιση στο σοσιαλισμό» (σελ. 99, η υπογράμμιση δική μου, ΔΚ).

Τώρα, όσον αφορά το ζήτημα της κρατικοποίησης-εθνικοποίησης υπό καπιταλιστικές συνθήκες είναι δυνατό να υποστηριχθεί ως αναγκαία κι αυτή η μορφή ιδιοκτησίας όταν πρόκειται για τομείς-κλειδιά της οικονομίας (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, κ.λπ.) ή/και ευρύτερα για δημόσια-κοινωνικά αγαθά (υγεία, παιδεία, νερό, συγκοινωνίες, κ.λπ.). Εξάλλου, από ποια εταιρεία μπορείς να έχεις πιο αποτελεσματική δράση; Από μία κρατικοποιημένη επιχείρηση που παράγει δημόσια αγαθά ή από μια ιδιωτικοποιημένη; Διότι, άλλες είναι οι προϋποθέσεις πρόσβασης σε ένα προϊόν που έχει γίνει εμπόρευμα και άλλες είναι οι προϋποθέσεις πρόσβασης στο δημόσιο αγαθό, άλλους καταναγκασμούς επιβάλλει στους μισθωτούς και στην κοινωνία μια ιδιωτική επιχείρηση (π.χ. μεταφορών, νερού, επικοινωνίας, υγείας, κ.λπ.) που έχει ως σκοπό την παραγωγή υπεραξίας και άλλους επιβάλλει η παραγωγή ενός δημόσιου αγαθού, άλλες οι εργασιακές σχέσεις εδώ και άλλες εκεί, άλλη η δυνατότητα ανάπτυξης συνδικαλιστικών οργανώσεων, και ούτω καθεξής (βλ. Η. Ιωακείμογλου, «Ο σιδηρόδρομος ως δημόσιο αγαθό και η ιδιωτική επιχείρηση ως λαθρεπιβάτης», https://commune.org.gr, 7-3-2023).

Ένας επιπρόσθετος λόγος υποστήριξης των κρατικοποιήσεων-εθνικοποιήσεων είναι ότι μέσω αυτών αρχίζει να κάμπτεται το ατομοκεντρικό στοιχείο της ιδιοκτησίας και να αναγνωρίζονται τα πρωτεία της κοινωνίας με την έννοια ότι δημιουργείται η δυνατότητα να περάσουν τα μέσα παραγωγής στην κυριότητα της κοινωνίας, δηλαδή να Κοινωνικοποιηθούν. Ο Ένγκελς, στο βιβλίο του, Αντι-Ντύρινγκ (εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 412, υποσημ. 1), σχετικά με την κρατικοποίηση επιχειρήσεων υπό καπιταλιστικές συνθήκες, επισημαίνει τα εξής: «Στην περίπτωση αυτή, μια τέτοια ενέργεια, έστω κι αν την πραγματοποιεί το σημερινό καπιταλιστικό κράτος, αποτελεί μιαν οικονομική πρόοδο, σημαίνει ότι φτάσαμε σε μια νέα φάση, σ’ ένα καινούριο προστάδιο για το πέρασμα όλων των παραγωγικών δυνάμεων στην κυριότητα της ίδιας της κοινωνίας». Επίσης, η κρατικοποίηση-εθνικοποίηση έχει και προοδευτικό χαρακτήρα, παρ’ ότι εξακολουθεί να υπάρχει ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας της κρατικής ιδιοκτησίας, επειδή περιορίζουν το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο ιδιωτικοποίησης των δημόσιων και κοινωνικών αγαθών, αποδυναμώνουν τις ατομοκεντρικές λογικές, βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθούν και ως μέσο αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης.

Σε κάθε περίπτωση, όλα εξαρτώνται από τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, δηλαδή από τις δυνατότητες της εργατικής τάξης και των εκπροσωπήσεών της (πολιτικών και συνδικαλιστικών) να επιβάλλουν και να εγκαθιδρύσουν νέες μορφές κοινωνικής οικονομίας.

 

Κατά συνέπεια, και επανερχόμενοι στο αρχικό μας θέμα, είναι δυνατό να διαπιστώσουμε ότι η προβολή του αιτήματος για εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας σε συνδυασμό με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο αυτών (για περισσότερα βλ. Δ. Κατσορίδας, Εργατικός Έλεγχος, Κοινωνικοποίησης, Αυτοδιαχείριση, οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2016), είναι το σημείο που μπορεί να γεφυρώσει τη διαφορά μεταξύ των σημερινών διεκδικητικών προτάσεων της εργατικής τάξης με το πρόγραμμα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Και η γέφυρα αυτή είναι ένα πρόγραμμα μεταβατικών διεκδικήσεων, το οποίο θα ξεκινά από την αντικειμενική κατάσταση, θα λαμβάνει υπόψη το επίπεδο συνείδησης και τα καθημερινά προβλήματα των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, και θα τα συνδέει με αυτό το οποίο πρέπει να είναι ο πάγιος στόχος: η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και η πορεία μετάβασης στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει ένα σχέδιο μετάβασης, το οποίο θα περιγράφεται σε ένα ανάλογο Πρόγραμμα, τότε πιο πολύ μιλάμε για μια επιθυμία παρά για ένα σχέδιο. Και όταν οι δυνάμεις της εργασίας ζητούν μια εναλλακτική λύση, σε μια συγκεκριμένη χρονική-ιστορική στιγμή, και αυτή δεν τους προσφέρεται, τότε αναζητούν διέξοδο αλλού. Είναι αυτό που αρνείται να  αντιληφθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, και γι’ αυτό όλα τα παραπέμπει στο επέκεινα ενός απροσδιόριστου σοσιαλιστικού μέλλοντος, αρνούμενη τις μεταρρυθμιστικές προτάσεις και λύσεις «για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού και μέσα στα πλαίσια ακόμη του υφιστάμενου καθεστώτος» ως μέσο «επίτευξης του τελικού σκοπού, πούναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της μισθοδουλείας», όπως πάλι έλεγε η Λούξεμπουργκ.

* Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών, 30-3-2023, https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/384036_einai-apoprosanatolistiko-aitima-gia-ethnikopoiiseis-entos-toy-kapitalismoy