1883 – 2013: 130 χρόνια από τον θάνατο του Καρλ Μαρξ

Στις αρχές του 21ου αιώνα, που η βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος απειλεί να ξεπεράσει ακόμα και τις φρικαλεότητες του 20ου , τα Άουσβιτς, τις Χιροσίμες και τους παγκόσμιους πολέμους, και μόλις 20 χρόνια μετά τις κίβδηλες θριαμβολογίες των αστών για το «τέλος της ιστορίας», η 130η επέτειος από τον θάνατο του Καρλ Μαρξ υπενθυμίζει ότι η ιστορία βρίσκεται ακόμα μπροστά μας, ανοιχτή στις πιο φωτεινές και ανθρώπινες εκδοχές της. Στην ιστορία που δημιουργούν με τη μαζική αυτενέργειά τους οι καταπιεζόμενες τάξεις, υψώνονται ορισμένα ονόματα και τοποθετούνται στο βάθρο μυθικών προπατόρων της ανθρώπινης απελευθέρωσης, της λύσης του ταξικού δράματος αιώνων. Τέτοιο και το όνομα του Καρλ Μαρξ.

Γιατί μπορεί σε τελευταία ανάλυση ο Μαρξισμός, η πλέον απελευθερωτική ιδεολογία στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, να είναι προϊόν της γέννησης και ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ταξικής πάλης που τη συνοδεύει, όμως μεσολάβησε η πραγματική ζωη και συνειδητή δράση του Καρλ Μαρξ και του συντρόφου και αδελφικού του φίλου Φρίντριχ Ένγκελς, που μεταμόρφωσαν ένα πανάρχαιο όραμα της ανθρωπότητος, την επιστροφή σε μια «χρυσή» αταξική εποχή, από ουτοπία σε επιστημονικά θεμελιωμένη δυνατότητα.

Ο Μαρξ, γεννημένος το 1818 στο Τρίερ της Ρηνανίας, από εύπορη οικογένεια, προοριζόταν αρχικά ν’ ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, που στάθηκε όμως αδύνατη λόγω του αντιδραστικού κλίματος των γερμανικών πανεπιστημίων και της απόφασής του ν’ αφιερωθεί στο επαναστατικό κίνημα. Έκτοτε βιοπορίστηκε από την δημοσιογραφία και τη συγγραφή, υποφέροντας μια δύσκολη και φτωχική ζωή, με μόνα στηρίγματά του, ψυχικά και υλικά, τη συμπαράσταση της συζύγου του Τζένης φον Βεστφάλεν και Ένγκελς. Πέθανε στις 14 Απρίλη του 1883, αφού μεταμόρφωσε με τη ζωή και το έργο του την όψη και τις ελπίδες της ανθρωπότητας.

Ο Μαρξισμός εμφανίστηκε ως επαναστατικός μετασχηματισμός και συνένωση των κοινωνικών επιστημών, των επαναστατικών οργανώσεων που γεννήθηκαν από την άκρα αριστερά της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης και του στοιχειώδους κινήματος εργατικής αυτοοργάνωσης και χειραφέτησης – και, τέλος, του προμαρξιστικού σοσιαλισμού. Αφομοιώνοντας πλήρως και υποβάλλοντας σε κριτική εξέταση τις προόδους που είχαν συσσωρευτεί σε κάθε ένα από τα παραπάνω πεδία πριν απ’ αυτούς, οι Μαρξ και Ένγκελς τα μεταμόρφωσαν, διατηρώντας ό,τι ήταν ουσιαστικά σωστό.

Πρώτο, «ξανάστησαν στα πόδια της» τη Διαλεκτική του Χέγκελ, τη μεγαλύτερη προσφορά της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, αναιρώντας τον ιδεαλιστικό της χαρακτήρα και αναναδιατυπώνοντάς την υλιστικά. Συνέχισαν το έργο της γαλλικής ιστοριογραφίας, αναπτύσσοντας τη θεωρία του Ιστορικού Υλισμού. Συνέλαβαν δηλαδή την κεντρικότητα της κοινωνικής εργασίας και των αντίστοιχα σχηματιζόμενων παραγωγικών σχέσεων, τη διαδοχή των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, τη διάκριση βάσης–εποικοδομήματος και συνεπώς τον παροδικό, ιστορικό χαρακτήρα του κράτους. Τέλος, υπέβαλλαν σε μια εκπληκτικά οξυδερκή, αντικειμενική αλλά και ανελήτη κριτική την κλασική αγγλική πολιτική οικονομία, η οποία είχε σημειώσει ορισμένες προόδους κάτω από την επαναστατική αστική τάξη και την οποία έστρεψαν εναντίον της, όταν αυτή έγινε κυρίαρχη τάξη. Η προσωπική συνεισφορά του Μαρξ σ’ αυτό το πεδίο είναι ίσως η πιο γνωστή. Τα ογκώδη γραπτά και οι αδιάκοπες έρευνές του, που αφορούσαν την ανάλυση του καπιταλιστκού τρόπου παραγωγής, τον απασχόλησαν πάνω από δυο δεκαετίες και έμειναν ανολοκλήρωτα (σε σχέση με τα ακόμα πιο μακρόπνοα προσχέδια που ο ίδιος είχε κάνει), παρότι πρόλαβε να δει όσο ζούσε την έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου.

Δεύτερο, η τεράστια αυτή εργασία επέτρεψε να θεμελιωθεί το εγχείρημα της ανατροπής και αντικατάστασης της αστικής κοινωνίας όχι απλώς στην αποσπασματική κριτική ορισμένων όψεών της, αλλά στις ίδιες τις προόδους και τις αντιφάσεις της. Συνέλαβαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του διαρκώς αυξανόμενου προλεταριάτου, τη δυνατότητα του να είναι ο φορέας και η κυρίαρχη δύναμη των επερχόμενων επαναστάσεων. Έθεσαν έτσι στο περιθώριο τα διάφορα ουτοπικά σοσιαλιστικά ρεύματα.

Τρίτο, ζώντας τις επαναστάσεις του 1848–1850 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871, αντιλήφθηκαν και πρόταξαν την ανάγκη ανεξάρτητης πολιτική οργάνωσης του προλεταριάτου. Δηλαδή τη δημιουργία μαζικών εργατικών κομμάτων, που θα παρέμβαιναν στην εθνική πολιτική ζωη και θα προετοίμαζαν την εργατική τάξη για την κατάληψη της εξουσίας. Μπόρεσαν έτσι να περιθωριοποιήσουν τις πραξικοπηματισμό, που κληροδοτούσαν οι επαναστατικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς της Γαλλικής Επανάστασης (Μπαμπέφ, Μπλανκί). Αυτή ήταν μια βασική έγνοια του Μαρξ και του Ένγκελς, που επιτεύχθηκε σε γενικές γραμμές για τις ευρωπαϊκές χώρες με ορόσημα την ίδρυση της Α’ Διεθνους το 1863 και την συνένωση του μαρξιστικού κόμματος των Β. Λίμπκνεχτ και Μπέμπελ με το εργατικό κόμμα του Λασάλ στην Γερμανία το 1863.

Η τιτάνια αυτή προσπάθεια να τεθεί σε στέρεες και επιστημονικές βάσεις το κίνημα χειραφέτησης του προλεταριάτου και τελικά της ανθρωπότητος είναι αρκετά δύσκολο να κομματιαστεί και να μοιραστεί το ένα ή το άλλο μέρος της μεταξύ των δύο θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Γνωρίστηκαν τη δεκαετία του 1840 και δέθηκαν με αξεδιάλυτους φιλικούς, συντροφικούς και επιστημονικούς δεσμούς, που καθόρισαν τη μετέπειτα ζωή τους. Δεν είναι απλώς η οικονομική στήριξη του Ένγκελς στον Μαρξ. Είναι η από κοινού συγγραφή βιβλίων, η τεράστια πολιτική αλληλογραφία τους, η από κοινού πάλη τους μέσα στις πρώτες κομμουνιστικές οργανώσεις.

Η σημερινή κρίση, επαναφέροντας τους χειρότερους εφιάλτες του καπιταλιστικού συστήματος, από τους οποίους πίστεψε ότι λυτρώθηκε η αστική τάξη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έκανε ακόμα και τους ίδιους τους ιδεολόγους της ν’ αναρωτιούνται αν ο Μαρξ «είχε τελικά δίκιο». Σήμερα, η αναζήτηση και το ενδιαφέρον για το έργο του μεγαλώνουν ξανά, μαζί με την άνοδο των ταξικών αγώνων. Οι νικηφόρες εργατικές–σοσιαλιστικές σοσιαλιστικές επαναστάσεις που βρίσκονται μπροστά μας, θα δικαιώσουν και έμπρακτα το υψηλό ιδανικού αυτού του προφήτη του «κομμουνιστικού φαντάσματος που πλανάται». Αυτού του ακλόνητου αγωνιστή, του ακούραστου ερευνητή, του μεγαλοφυή θεωρητικού, του λαμπρού μυαλού που έθεσε τη διάνοια και τη ζωή του στην υπηρεσία του εκμεταλλευόμενου προλεταριάτου και της απελευθέρωσής του μαζί με όλη την ανθρωπότητα.