Η Σρι Λάνκα στη δίνη της οικονομικής κατάρρευσης και του κοινωνικού αναβρασμού

Από την Εργατική Πάλη Μάη

 

Στη χειρότερη οικονομική και πολιτική κρίση από την ανεξαρτητοποίησή της από τους Βρετανούς το 1948, βρίσκεται τους τελευταίους μήνες η Σρι Λάνκα, η κυβέρνηση της οποίας αναγκάστηκε να κηρύξει στάση πληρωμών στο εξωτερικό της χρέος προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία. Τεράστιες ελλείψεις σε όλα τα βασικά αγαθά, ατέλειωτες ουρές ανθρώπων που περιμένουν για λίγα τρόφιμα, φάρμακα ή καύσιμα και πολύωρες διακοπές ρεύματος, συνθέτουν την εικόνα της τραγικής κατάστασης που βιώνουν οι κάτοικοι της χώρας. Εδώ και μερικές εβδομάδες, ωστόσο, ένα μαζικό, ενωτικό και ανυποχώρητο κίνημα κατακλύζει την πρωτεύουσα Κολόμπο και ολόκληρη τη χώρα με βασικό αίτημα να παραιτηθεί ο πρόεδρος και η κυβέρνηση.

Η οικονομική κατάρρευση

Στο στόχαστρο των διαδηλωτών βρίσκεται ο πρόεδρος Γκοτάμπαγια Ρατζαπάκσα και ο αδελφός του και πρωθυπουργός της χώρας Μαχίντα Ρατζαπάκσα, μέλη μιας οικογένειας που βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες (στη σημερινή κυβέρνηση συμμετέχουν δυο ακόμα μέλη της). Χρόνια ανεξέλεγκτου δανεισμού, κακοδιαχείρισης και εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών τόσο από το σημερινό, όσο και από τα προηγούμενα καθεστώτα, οδήγησαν σε ένα χρέος που σήμερα φτάνει τα 51 δισ. δολάρια. Η όξυνση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την πανδημία και το τελευταίο κύμα ακρίβειας αποτέλεσαν το τελειωτικό χτύπημα για τη Σρι Λάνκα. Με την παρότρυνση του ΔΝΤ στο οποίο έχει καταφύγει η χώρα από το 2009 και με στόχο να δώσει ώθηση στην οικονομία, ο πρόεδρος μείωσε τους φόρους των επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθούν ακόμα περισσότερο τα κρατικά έσοδα και η δυνατότητα εισαγωγής αγαθών από τις αγορές του εξωτερικού και να οδηγηθεί σε υποτίμηση το νόμισμα, με καταστροφικά αποτελέσματα για την τσέπη των λαϊκών στρωμάτων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η κυβέρνηση να στραφεί στα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας που, όμως, κινδυνεύουν να στερέψουν κι αυτά. Εκτιμάται ότι δεν ξεπερνούν τα 400 εκατ. δολάρια, τη στιγμή που οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μόνο για φέτος φτάνουν τα 7 δισ. δολάρια. Η κυβέρνηση έχει απευθυνθεί και περιμένει την εκ νέου παρέμβαση του ΔΝΤ, της Ινδίας και της Κίνας, των δυνάμεων δηλαδή που ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη σημερινή κατάσταση.

Η πολιτική κρίση

Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης στο ογκούμενο κύμα διαδηλώσεων ήταν να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να απαγορεύσει την κυκλοφορία και να αποκλείσει την πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο δε πρόεδρος, με διάταγμα συγκέντρωσε στα χέρια του μια σειρά εξουσίες (από την κατά βούληση καταστολή διαδηλώσεων και διαταγή συλλήψεων, μέχρι την κατάσχεση περιουσιών και την αναστολή νόμων). Αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την κυβερνητική κρίση με την αθρόα αποχώρηση βουλευτών από τον κεντροαριστερό κυβερνητικό συνασπισμό (πρώτο και καλύτερο το Κομμουνιστικό Κόμμα). Παρά τον ανασχηματισμό που ακολούθησε, η κυβέρνηση δεν διαθέτει πια την πλειοψηφία στη Βουλή (υπολείπεται 5 έδρες) και κινδυνεύει να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή. Ωστόσο, και παρόλο που απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση του προέδρου για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η αντιπολίτευση – τόσο η κύρια φιλοδυτική αντιπολιτευτική συμμαχία «Ενωμένη Εθνική Δύναμη», όσο και οι υπόλοιπες δυνάμεις – δεν έχει ως τώρα προχωρήσει σε πρόταση μομφής εναντίον της. Το ενδεχόμενο, πάντως, των πρόωρων εκλογών – και ως μέσο εκτόνωσης της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης – δεν αποκλείεται, αν ο πρωθυπουργός εμείνει στην απόφασή του να μην παραιτηθεί.

Το κίνημα

Ούτε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ούτε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν την οργή των διαδηλωτών που επί μέρες βρίσκονται στο δρόμο, απαιτώντας την απομάκρυνση προέδρου και κυβέρνησης. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό αυτού του κινήματος είναι η υπέρβαση των θρησκευτικών και εθνοτικών διαφορών που για δεκαετίες κρατούν τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα διαιρεμένους και έχουν οδηγήσει σε πογκρόμ, μαζικές σφαγές πληθυσμών (κυρίως Ταμίλ) και εμφυλίους (ο τελευταίος διήρκεσε 26 χρόνια και τέλειωσε το 2009), παρά την σημαντική πολιτική δύναμη και επιρροή μαρξιστικών δυνάμεων (ανάμεσά τους και η τροτσκιστική LSSP) και εξτρεμιστικών οργανώσεων, όπως το μαοϊκών καταβολών Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο (JVP). Το κρίσιμο ζήτημα – όμοια με όλες τις μεγαλειώδεις εξεγέρσεις που έχουν ξεσπάσει την τελευταία περίοδο, κυρίως στην Αφρική και την Νότια Αμερική – παραμένει η ανάδειξη μιας ριζοσπαστικής ηγεσίας, ριζωμένης στο λαό, ικανής να εκφράσει και να υπηρετήσει τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών, αλλά και να ανταπεξέλθει στους χειρισμούς και τις τρικλοποδιές της ντόπιας αστικής τάξης και των ξένων πατρόνων της.

Μαρία Κτιστάκη