ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΞ, Ερνέστ Μαντέλ

Χρονολογία: Ιούλιος2007

Σελίδες: 360

Τιμή: 15 ευρώ

 

Από τον Πρόλογο

Ο χαρακτήρας και ταυτόχρονα η αξία της παρούσας έκδοσης συνίσταται στο ότι αποσκοπεί σε αναγνώστες που δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε μια ενδελεχή εξέταση του Κεφαλαίου, ίσως και σ’ αυτούς που ψάχνουν την ευκαιρία μιας πρώτης «γνωριμίας» με τη μαρξιστική οικονομική βιβλιογραφία [..] ενώ αποτελεί ταυτόχρονα ένα χρήσιμο εργαλείο και για έναν έμπειρο μελετητή της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης. Επίσης χαρακτηρίζεται από μια αξιοσημείωτη πρωτοτυπία: πρόκειται ουσιαστικά για τρία, όχι άσχετα μεταξύ τους, εισαγωγικά κείμενα που συνέταξε ο Ερνέστ Μαντέλ για να δώσει μια πρόγευση, να κατευθύνει τον αναγνώστη/μελετητή των τριών τόμων του Κεφαλαίου, τα οποία παρουσιάζονται εδώ ως τρεις ενότητες ενός αυτόνομου έργου. […] Ως εκ τούτου, η παρούσα έκδοση αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια αποτίμηση του Κεφαλαίου και των συζητήσεων που αυτό προκαλεί, την οποία συνέταξε ένας από τους πλέον σημαντικούς μαρξιστές οικονομολόγους του 20ου αιώνα.

 Σε μια εποχή που πολλές λέξεις έχουν χάσει την αρχική τους σημασία [..] καθώς η σύγχρονη αστική ρητορική προβαίνει σε συνεχείς αλλοτριώσεις προοδευτικών αντιλήψεων [..] τα ακόλουθα κείμενα παρέχουν ακόμη μια σημαντική «υπηρεσία» στον αναγνώστη: το ίδιο το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται στην παραδοσιακή τους μορφή και με τον ορθόδοξο τρόπο έννοιες που εισήγαγε ο Μαρξ, για παράδειγμα «τιμές παραγωγής» και «κόστος παραγωγής» ή «μεταβλητό» και «σταθερό κεφάλαιο», μπορεί να δυσκολεύουν την κατανόηση και να απαιτούν μια ιδιαίτερα προσεκτική μελέτη, αλλά επαναφέρουν τα βασικά εργαλεία της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης, αυτές τις ίδιες τις έννοιες, στην καθαρή και ορθόδοξη μορφή τους.

Απέναντι στην θετικιστική στενότητα και την ψευδεπίγραφη επιστημονικοφάνεια του επικρατούντος ακαδημαϊκού ρεύματος, ο Μαντέλ αντιπαραθέτει την ανωτερότητα της διαλεκτικής μεθόδου που εφάρμοσε παραδειγματικά ο Μαρξ στην ανάλυσή του: «… Χάρις σ’ αυτήν τη μέθοδο, το Κεφάλαιο του Μαρξ φαίνεται γιγάντιο μπροστά σε κάθε επόμενη ή σύγχρονη εργασία οικονομικής ανάλυσης. Ποτέ δεν αποσκοπούσε στη χρήση σαν ένα εγχειρίδιο για την υποστήριξη των κυβερνήσεων στη λύση τέτοιων προβλημάτων όπως τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, ούτε ως μια λόγια και σίγουρα ανιαρή εξήγηση όλων των συναρπαστικών συμβάντων στην αγορά, όταν ο κύριος Σμιθ δεν θα βρίσκει αγοραστή για τους τελευταίους από τους 1.000 τόνους σιδήρου που κατέχει. Το Κεφάλαιο είχε ως στόχο την εξήγηση τού τί θα συμβεί στην εργασία, στο μηχανολογικό εξοπλισμό, στην τεχνολογία, στο μέγεθος των επιχειρήσεων, στην κοινωνική δομή του πληθυσμού, στις ασυνέχειες της οικονομικής ανάπτυξης και στις σχέσεις μεταξύ απασχολούμενων και απασχόλησης, ενόσω ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ξεδιπλώνει την τρομακτική δυναμική του». Ακριβώς επειδή αναγνωρίζει το τι διακυβεύεται μέσα απ’ αυτήν την αντιπαράθεση, ο Μαντέλ προχωρά σε μια εξαντλητική σε πολλές περιπτώσεις ανάλυση μεθοδολογικών ζητημάτων, της πραγματικής υπόστασης της υλιστικής διαλεκτικής (ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες της Εισαγωγής στον 1ο τόμο), η οποία βέβαια αποδεικνύεται απαραίτητη αφού βοηθά το συγγραφέα, και ως εκ τούτου τον αναγνώστη, να αναιρέσει με απλό και κατανοητό τρόπο μια από τις βασικές κριτικές για το Κεφαλαίο: την αμφισβήτηση της επιστημονικότητάς του και τη συκοφαντία πως αποτελεί μια συλλογή ιστορικών προφητειών χωρίς την απαραίτητη επιστημονική δικαιολόγηση. Ο Μαντέλ ισχυρίζεται εύστοχα πως η εν λόγω κριτική συνίσταται απλώς σε μια παρανόηση της διαλεκτικής μεθόδου, η οποία εξ’ ορισμού απαιτεί συνεχείς εμπειρικές επιβεβαιώσεις και ανατροφοδότηση από πραγματικά στοιχεία και δεδομένα. Άλλωστε, η ίδια η επιβεβαίωση των «προφητειών» του Κεφαλαίου, μετά από περισσότερο από έναν αιώνα, μιλά από μόνη της για την επιστημονική εγκυρότητά του. Στο πλαίσιο τέλος αυτής της μεθοδολογικής ανασκόπησης ο συγγραφέας παίρνει την ευκαιρία να δώσει στον αναγνώστη, απλά και συνοπτικά, τη συνολική εικόνα του συγγραφικού έργου του Μαρξ και τη θέση των τριών τόμων του Κεφαλαίου σ’ αυτήν.

[..]

Πέρα όμως από την προαναφερόμενη μεθοδολογική χρηστικότητα […] μια άλλη βασική επιδίωξη αυτής της έκδοσης είναι η ανάδειξη του ορθολογικού τρόπου με τον οποίο αναλύει ο Μαντέλ τις διάφορες παρανοήσεις και τις εναλλακτικές αντιλήψεις που ανέπτυξαν οπαδοί ή επικριτές του Μαρξ, στην προσπάθειά τους να σχολιάσουν θέσεις που αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο ή να συμπληρώσουν τυχόν κενά στην ανάλυση και στην επιχειρηματολογία. Και οι τρεις Εισαγωγές, και οι τρεις ενότητες της ακόλουθης διάρθρωσης αναφέρονται μ’ έναν συνεκτικό τρόπο, χωρίς αναίτιες επικαλύψεις και με τις απαραίτητες αλληλοσυμπληρώσεις, στο σύνολο των βασικών δημόσιων συζητήσεων και αμφισβητήσεων που έχουν αναπτυχθεί από τότε που πρωτοδημοσιεύθηκε ο 1ος τόμος του Κεφαλαίου.

[…]

Αφετέρου, οι ακόλουθες σελίδες συζητούν μια σειρά από κριτικές και διαφοροποιημένες ερμηνείες που αφορούν σε βασικά συμπεράσματα της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης. Το πραγματικό περιεχόμενο της θεωρίας της αξίας-εργασίας του Μαρξ, όχι απλά ως μια περαιτέρω εξέλιξη και τελειοποίηση της θεωρίας της αξίας-εργασίας του Ρικάρντο, αλλά ως μια μετατροπή αυτής με πολλαπλές και βαρύνουσες διαφοροποιήσεις — η ανακάλυψη της γενικής κατηγορίας της υπεραξίας, που περικλείει τα κέρδη, τις προσόδους και τα ενοίκια, καθώς και η εξήγηση του πραγματικού περιεχομένου της έννοιας του «κεφαλαίου», σε αντίθεση με την υπεραπλουστευτική κλασική αντίληψη ότι «κεφάλαιο» είναι απλά «οποιοδήποτε απόθεμα πλούτου» ή «οποιαδήποτε μέσο αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας» –η αναγνώριση του κεντρικού ρόλου του ανταγωνισμού για την οικονομική ανάπτυξη στον καπιταλισμό– η εμπορευματική θεωρία του χρήματος του Μαρξ και ο ακριβής, συνεπής τρόπος αντιμετώπισης της κυκλοφορίας των τραπεζικών χαρτονομισμάτων ή ακόμη και του πιστωτικού χρήματος –οι τεχνολογικές αλλαγές, οι διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ διαφορετικών εργοστασίων και εταιριών, οι αλλαγές στους πραγματικούς μισθούς και στη δομή των καταναλωτικών δαπανών, όλες αυτές οι σύνθετες κινήσεις, που μπορεί να καταστήσουν τον εμπορικό κύκλο και τις περιοδικές υφέσεις δυνατές και μάλιστα αναπόφευκτες σε συνθήκες γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής– η ίδια η συνέπεια των επιμέρους μερών της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ με τη θεμελιακή αρχή της θεωρίας της αξίας-εργασίας είναι αυτό το οποίο καταφέρνει να αναδείξει στις επόμενες σελίδες ο Μαντέλ.

[…]

Συνεχίζοντας τη συζήτηση της θεωρία της αξίας, ο Μαντέλ προχωρά στην αποσαφήνιση μιας σχετικής παρανόησης: «ο τρόπος με τον οποίο η μαρξιστική θεωρία της αξίας-εργασίας αποκλείει με σαφήνεια την αξία χρήσης από κάθε άμεσο προσδιορισμό της αξίας και της ανταλλακτικής αξίας έχει γίνει συχνά αντιληπτή σαν μια απόρριψη της αξίας χρήσης από τον Μαρξ». Η ενασχόληση όμως στον 2ο τόμο με τα ζητήματα της αναπαραγωγής αναδεικνύει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο η αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας γεφυρώνεται στον καπιταλισμό ώστε να καθίσταται δυνατή η οικονομική ανάπτυξη. Ο Μαντέλ επισημαίνει ότι, «για τον Μαρξ, το εμπόρευμα γίνεται αντιληπτό ως να εμπεριέχει και τα δύο, μια ενότητα και μια αντίφαση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας: ένα αγαθό χωρίς αξία χρήσης για κάθε πιθανό αγοραστή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την ανταλλακτική του αξία». Το αν θα αναγνωρισθεί ή όχι μια δεδομένη ποσότητα της εργασίας από την κοινωνία εμφανίζεται αποκλειστικά σε συνάρτηση με την κάλυψη της ενεργούς ζήτησης στην αγορά, δηλαδή είναι ανεξάρτητο από την αξία χρήσης ή την κοινωνική χρησιμότητα των ιδιαίτερων φυσικών χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος. Η κοινωνία αναγνωρίζει απλώς ποσότητες εργασίας που ξοδεύτηκαν στην δική της παραγωγή, τις ποσότητες της αφηρημένης κοινωνικά αναγκαίας εργασίας όπως τις προσδιορίζει ο Μαρξ. Με άλλα λόγια, η θεωρία της αξίας-εργασίας δεν έχει να κάνει σε τίποτε με κρίσεις για την χρησιμότητα των πραγμάτων ως προς την ανθρώπινη ευτυχία ή την κοινωνική ανάπτυξη. Ακόμη λιγότερο έχει να κάνει με τη θεμελίωση «συνθηκών δικαιοσύνης στην ανταλλαγή». Απλώς αναγνωρίζει το βαθύτερο νόημα των πραγματικών πράξεων ανταλλαγής και της παραγωγής εμπορευμάτων στον καπιταλισμό.

[…]

Το μέρος όμως της συγκεκριμένης έκδοσης, όπου αποκαλύπτεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο η συμβολή των Εισαγωγών του Μαντέλ στην κατανόηση και στην ορθή αξιολόγηση των μεταγενέστερων κριτικών και των διαφορετικών ερμηνειών, είναι το τμήμα της εισαγωγής στον 3ο Τόμο, όπου αναλύεται ο νόμος της εξίσωσης του ποσοστού του κέρδους και τα τρία βασικά σχετικά ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση του με την θεωρία της αξίας-εργασίας γενικά; Ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί που επιτρέπουν να εμφανιστεί στην πραγματικότητα η εξίσωση του ποσοστού κέρδους; Ποια είναι η «τεχνική» λύση στο πρόβλημα της μεταμόρφωσης των αξιών σε τιμές παραγωγής; Στα δύο πρώτα ο Μαντέλ δίνει σύντομες, πειστικές και ταυτόχρονα ανέλπιστα ευνόητες απαντήσεις. Στο τρίτο, το οποίο αποτέλεσε και το βασικό πυρήνα μακροχρόνιας διαμάχης, προχωράει μεθοδικά και διαφοροποιεί δύο κύριες κατηγορίες επιχειρημάτων: την αμφισβήτηση της ανατροφοδότησης και τη νομισματική σύγχυση.

[..]

Σε άλλο σημείο πάλι, σχολιάζει με εύστοχο τρόπο, όχι μόνο τα τεκταινόμενα στο δυτικό, καπιταλιστικά αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά και αυτά στις χώρες του ιστορικού πειράματος του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», αναδεικνύοντας τις λανθασμένες ερμηνείες της μαρξιστικής θεώρησης πάνω στις οποίες βασίσθηκε η άσκηση μιας αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής. Το γεγονός ότι στις χώρες όπου ανατράπηκε ο καπιταλισμός χρησιμοποιήθηκαν τα σχήματα αναπαραγωγής του Μαρξ ως εργαλεία του «σοσιαλιστικού σχεδιασμού» είναι ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα, καθώς ένας τρόπος περιγραφής των τεκταινόμενων σε ένα σύστημα γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, χρησιμοποιούνταν αβίαστα σε μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής είναι αξίες χρήσης που διανέμονται από τις κρατικές εξουσίες σχεδιασμού και όχι εμπορεύματα. Αυτό βέβαια οδηγεί σε πλήθος άλλα θεωρητικά και πολιτικά παράδοξα. Στη βάση της ανεδαφικής υπόθεσης πως η βέλτιστη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σημαίνει μια συνεχή και απεριόριστη επέκταση της παραγωγής μέσων παραγωγής προκύπτει μια μόνιμη υποπροσφορά των κοινωνικών υπηρεσιών που αφορούν στην υγεία, στην παιδεία, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην «πρωτογενή» επιστημονική έρευνα, στη μέριμνα των παιδιών. Το τραγικό δε είναι, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Μαντέλ, ότι καμιά απ’ αυτές τις υποθέσεις δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να τεκμηριωθεί επιστημονικά, παρά λειτουργεί μάλλον ως «απολογητικό μέσο» για τις υφιστάμενες πρακτικές στην ΕΣΣΔ και στις «Λαϊκές Δημοκρατίες».

Αντιπαρατιθέμενος με την αστική τάξη και τους ιδεολόγους της που σε διάφορες στιγμές της ιστορίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής πίστεψαν «…πως βρήκαν την “φιλοσοφική λίθο”… είχαν αισθανθεί ικανοί να ανακοινώσουν το τέλος των κρίσεων και των κοινωνικοοικονομικών αντιφάσεων στο καπιταλιστικό σύστημα…», ο Μαντέλ βοηθά στην αποκρυστάλλωση της θεωρίας των κρίσεων και της θεωρίας της κατάρρευσης του καπιταλιστικού συστήματος του Μαρξ. Βέβαια δεν παραλείπει να αφιερώσει όσο χώρο χρειάζεται στην κριτική συζήτηση μεταγενέστερων ερμηνειών, οι οποίες, πέρα του εσφαλμένου θεωρητικού περιεχομένου, οδήγησαν δυστυχώς σε πολιτικά συμπεράσματα, επικίνδυνα για την υπεράσπιση των δικαίων της εργατικής τάξης. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της μονόπλευρης εξήγησης των καπιταλιστικών κρίσεων ως αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της «ανεπαρκούς παραγωγής υπεραξίας» με τις γνωστές ρεφορμιστικές πολιτικές προεκτάσεις της. Στον αντίποδα ανάλογων παρανοήσεων ο συγγραφέας παραθέτει τη μαρξιστική θεώρηση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα στην ολότητά της: οι κρίσεις υπερπαραγωγής είναι ταυτόχρονα κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και κρίσεις υπερπαραγωγής εμπορευμάτων (όπως και εκδήλωση της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής), με άλλα λόγια η κρίση μπορεί να ξεπερασθεί μόνο αν εμφανισθούν ταυτόχρονα μια αύξηση του ποσοστού κέρδους και μια διεύρυνση της αγοραστικής δύναμης, ένα γεγονός το οποίο κάνει τα επιχειρήματα των εργοδοτών όσο και αυτά των ρεφορμιστών να φαίνονται ανεδαφικά.

[..]

Βεβαίως, ο Μαντέλ όχι απλά αποφεύγει, αλλά αντιπαρατίθεται με κάθε τρόπο με την άποψη του «αυτόματου πιλότου». Όπως δηλώνει εύστοχα, ο Μαρξ «…επαναλάμβανε ξανά και ξανά πως οι άνθρωποι δημιούργησαν και πρέπει να δημιουργήσουν τη δική τους ιστορία, αλλά όχι με έναν αυθαίρετο τρόπο και ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν». Για παράδειγμα, η ίδια η διαδικασία της αυτοματοποίησης, η οποία συμβάλλει με τον προαναφερόμενο τρόπο στη δημιουργία των υποκειμενικών όρων ανατροπής, προκαλεί ταυτόχρονα και συνθήκες που συμβάλλουν στην υπεράσπιση του συστήματος: μια αύξηση της μαζικής ανεργίας και των πιέσεων που μπορούν να ασκηθούν προς όφελος της αστικής τάξης. Βέβαια, η συνεχόμενη ακολουθία αντιφατικών κοινωνικών προεκτάσεων συνιστά ένα σημαντικό και  περιοδικά εκρηκτικό στοιχείο της εξελικτικής τάσης του καπιταλισμού, ένα στοιχείο που κι αυτό με τη σειρά του συμβάλλει στην τελική κατάρρευση. Όμως, το να θεωρήσει κανείς πως η κατάρρευση οδηγεί αυτομάτως σε μια υψηλότερης μορφής κοινωνική οργάνωση είναι μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση. «Ακριβώς ως μια λειτουργία του ίδιου του εκφυλισμού του καπιταλισμού, φαινόμενα πολιτισμικής παρακμής, οπισθοδρόμησης στο επίπεδο της ιδεολογίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολλαπλασιάζουν παράλληλα την αδιάκοπη συνέχεια πολύμορφων κρίσεων με τις οποίες μας αγγίζει αυτή παρακμή (μας έχει ήδη αγγίξει). Η βαρβαρότητα, ως μια δυνατή συνέπεια της κατάρρευσης του συστήματος, είναι μια πολύ πιο συγκεκριμένη και ακριβή προοπτική σήμερα απ’ ότι ήταν στις δεκαετίες του 1920 και 1930. Ακόμη και η φρίκη του Άουσβιτς και της Χιροσίμα θα φαίνονται ήπιες σε σύγκριση με τη φρίκη με την οποία θα φέρει αντιμέτωπη την ανθρωπότητα μια συνεχή αποσύνθεση του συστήματος».

Από την πρώτη έως και την τελευταία φράση του παρόντος συγγράμματος προκύπτει αβίαστα ο ρόλος που ο ίδιος ο Μαντέλ προσδιορίζει για τον εαυτό του και το έργο του σχετικά με την δυναμική της εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας: η διδαχή των πιο μαχητικών και των πιο ενεργητικών τμημάτων της εργατικής τάξης, η συμβολή με άλλα λόγια στη συνειδητοποίηση της τάξης που έχει το ιστορικό καθήκον της πρωτοπορίας για την επαναστατική ανατροπή του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος και την αποτροπή ταυτόχρονα της απόλυτης πολιτισμικής παρακμής και της κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Επιδιώκει να συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις στην επικράτηση και των υποκειμενικών συνθηκών-προϋποθέσεων για τη νίκη του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Γιατί όπως δηλώνει ξεκάθαρα, «…η πάλη για μια σοσιαλιστική διέξοδο παίρνει τη σημασία μιας πάλης για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου πολιτισμού και του ανθρώπινου γένους».