ΗΠΑ: Η πολιτική της διακυβέρνησης Μπάιντεν

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΠΑΙΝΤΕΝ

Από την Εργατική Πάλη Απριλίου

Ήδη έχει αρχίσει να σχηματοποιείται η πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει η νέα διακυβέρνηση του Μπάιντεν στις ΗΠΑ, αν και μένουν ακόμη να ξεκαθαριστούν διάφορες πλευρές της. Ουσιαστικά ο Μπάιντεν θα πρέπει να απαντήσει σε τρία κυρίως ζητήματα που αλληλοδιαπλέκονται μεταξύ τους:

α) Η διαχείριση της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που έχει αντιμετωπίσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός μετά την Μεγάλη Κρίση του 1929-32, με δεδομένο ότι οι μέχρι τώρα αντικυκλικές πολιτικές (πιστωτικά μπουμ που οδηγούν σε κατακλυσμιαίες φούσκες, εκτόξευση του χρέους, φορολογικές απαλλαγές στις επιχειρήσεις, πολιτικές ποσοτικές χαλάρωσης και ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, κ.α.) έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο και καθίστανται ολοένα και πιο αναποτελεσματικές.

β) Η αντιμετώπιση της όξυνσης της πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που με την άνοδο του Μπάιντεν στην εξουσία, μόνο προσωρινά έχει αμβλυνθεί. Πολύ περισσότερο που από πίσω της βρίσκεται η όξυνση της ταξικής πάλης και των διαφόρων κινημάτων στις ΗΠΑ.

γ) Η αποκατάσταση της αμερικάνικης ηγεμονίας σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα απέναντι στον μεγάλο αντίπαλο, τον κινέζικο ιμπεριαλισμό.

Στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ο Μπάιντεν φαίνεται να προσφεύγει σε μια πολιτική που σήμερα την ονομάζουν «χρήμα από το ελικόπτερο». Επειδή τα πιστωτικά μπουμ, η ποσοτική χαλάρωση και η πιστωτική ενίσχυση/εγγυήσεις προς τις επιχειρήσεις έχουν συναντήσει τα όριά τους, ο Μπάιντεν φαίνεται να καταφεύγει σε έναν σχετικό αναπροσανατολισμό της πίστωσης προς τα νοικοκυριά και προς τα δημόσια έργα. Αυτό συνιστά το πρόγραμμα του 1,9 τρισ. ενισχύσεων (ένα μήνα μετά την ψήφιση από τον Τραμπ του αντίστοιχου πακέτου 0,9 τρισ.) προς νοικοκυριά, αντιμετώπιση της πανδημίας, πολιτείες, κ.α., που ήδη έχει ψηφιστεί αλλά και το νέο του πρόγραμμα επενδύσεων, σε βάθος οκταετίας, ύψους 2 τρισ. που ήδη έχει προταθεί προς ψήφιση ενώ ακολουθούν και άλλα που ακόμη δεν έχουν καταληχθεί. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται κι  η πρόθεσή του για μια αύξηση του βασικού μισθού, που υποστηρίζουν ότι θα είναι ένας διπλασιασμός του βασικού ωρομίσθιου.

Σε αυτήν την πολιτική ο Μπάιντεν φαίνεται να επιμένει και επί της ουσίας είναι και αναγκαία για να κεντριστεί η όποια έστω και προσωρινή ανάκαμψη. Ωστόσο, μένει να φανεί σε ποια έκταση θα εφαρμοστεί μια που όχι μόνο πρέπει να περάσει από την Γερουσία και την σφοδρή αντίδραση των Ρεπουμπλικανών (ήδη στην Γερουσία συρρικνώσανε το πρόγραμμα του 1,9 τρισ. σε 1,2 τρισ.) και τις εσωτερικές διαιρέσεις της αμερικάνικης μπουρζουαζίας, αλλά συναντά και τα υπαρκτά όρια της οικονομικής υποβάθμισης των ΗΠΑ και την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη συνεπαγόμενη διόγκωση των (ήδη υπερδιογκωμένων από την εποχή Τραμπ) δημοσιονομικών ελλειμμάτων ο Μπάιντεν σχεδιάζει να την αντιμετωπίσει με αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Αλλά αύξηση του δημόσιου χρέους, αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων και μια έστω και περιορισμένη αύξηση του βασικού μισθού αποτελεί κυριολεκτικά πρόκληση για την περιορισμένη κερδοφορία του αμερικάνικου κεφαλαίου, ειδικά για τις επιχειρήσεις ζόμπι. Με αυτήν την έννοια προβλέπεται να είναι και ποσοτικά και χρονικά περιορισμένη αυτή η πολιτική του Μπάιντεν, δηλαδή να αποτελέσει μια δευτερεύουσα πλευρά της συνέχισης και όξυνσης της επίθεσης απέναντι στην αμερικάνικη εργατική τάξη.

Η ανικανότητα ουσιαστικής αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης δεν πρόκειται να αμβλύνει την συσσώρευση εκρηκτικών υλών στο εσωτερικό της αμερικάνικης κοινωνίας είτε με την διατήρηση/ενίσχυση του τραμπισμού (και συνακόλουθης όξυνσης της πολιτικής κρίσης) είτε με την διαδικασία ανασυγκρότησης/ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος. Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε πιο ουσιαστικό πέρα από τις γνωστές δόλιες φραστικές υποκρισίες των Δημοκρατικών για «σεβασμό στους μετανάστες», «σεβασμό στους Μαύρους ή στις μειονότητες», ή «συμπάθεια προς τους εργαζόμενους», την ίδια στιγμή που θα διατηρεί επί της ουσίας τις πολιτικές του Τραμπ ή θα ενισχύει την επίθεση απέναντι στο εργατικό κίνημα. Με αυτήν την έννοια πολύ γρήγορα θα αρχίσουν να επιταχύνονται οι διεργασίες και μέσα στο εργατικό κίνημα ή στο κίνημα των Μαύρων ώστε να αντιμετωπιστεί η ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης.

Αυτό το αδιέξοδο στο εσωτερικό των ΗΠΑ καθιστά πολύ επιτακτική την γρήγορη επιτυχία στο εξωτερικό, δηλαδή την ανασυγκρότηση της συνεχώς μειούμενης οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Η δήλωση του Μπάιντεν ότι ο «Πούτιν είναι δολοφόνος» και θα «αντιμετωπιστεί ανάλογα» καθώς και η «αιφνίδια» ρήξη στις δευτερεύουσες εμπορικές συνομιλίες με τους Κινέζους στην Αλάσκα, σηματοδοτούν την κίνηση του Μπάιντεν προς μια άμεση (αν χρειαστεί και στρατιωτική) αντιπαράθεση με την Κίνα και την Ρωσία. Προς αυτήν την κατεύθυνση προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα με τους ευρωπαίους και γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές που δημιούργησε η εξωτερική πολιτική του Τραμπ, και να τους συσπειρώσει δίπλα του. Ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος που έχει ήδη εγκαινιαστεί από τον Μπάιντεν πιθανόν να φέρει μια πρώτη συσπείρωση ευρωπαίων και γιαπωνέζων ιμπεριαλιστών (π.χ. την σύγκλιση της Ομάδας των Τεσσάρων, The Quad: Αυστραλία, Ιαπωνία, Ινδία και ΗΠΑ) αλλά είναι πολύ δύσκολο να ολοκληρωθεί, ειδικά όταν οι ΗΠΑ απέναντι στην ρήξη που απαιτούν των παλαιών ιμπεριαλιστών με την Κίνα-Ρωσία δεν έχουν να προσφέρουν και πολλά σαν αντιστάθμισμα προς τους υπόλοιπους παλαιούς ιμπεριαλιστές. Και ίσως ακόμη χειρότερα είναι και τα πράγματα για τις ΗΠΑ με την αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικών συσχετισμών με διάφορες χώρες σε δευτερεύοντα μέτωπα (π.χ. με το Ιράν). Οι αξεπέραστες δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο Μπάιντεν δεν προμηνύουν μια αναδίπλωσή του αλλά μια ακόμη μεγαλύτερη επιθετικότητα από τη μεριά των ΗΠΑ σε μια προσπάθεια για ξανακυριαρχήσουν στον πλανήτη, γεγονός που θέτει άμεσα την ανθρωπότητα μπροστά σε γιγαντιαίους κινδύνους.