ΗΠΑ: Ο νέος πρόεδρος αντιμέτωπος με την κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

ΗΠΑ: Ο νέος πρόεδρος αντιμέτωπος με την κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

 –

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

 

Τα γεγονότα του τελευταίου μήνα, με την εισβολή στο Καπιτώλιο και την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάιντεν σε μία σιδερόφρακτη Ουάσινγκτον [1] θα μπορούσαμε να πούμε ότι κλείνουν έναν πρώτο κύκλο αποσταθεροποίησης για το αστικό πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ και εγκαινιάζουν μία νέα φάση συνολικής κρίσης για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Πιο συγκεκριμένα, σε ότι αφορά τα γεγονότα της 6ης Γενάρη, όσο και αν η εισβολή στο Καπιτώλιο συνιστά μία σχεδιασμένη ενέργεια με πουτσιστικά χαρακτηριστικά, ο χαρακτηρισμός της ως πραξικόπημα είναι υπερβολικός εφόσον οι Τραμπιστές δεν έλεγχαν τον κρατικό μηχανισμό ούτε επεδίωκαν την απόσπαση του.[2]

Παρόλα αυτά ήταν μία πρώτης τάξης επίδειξη δύναμης που αποσκοπούσε στο να κάνει σαφές ότι ο Τραμπισμός σαν πολιτικό ρεύμα έχει έρθει για να μείνει, έχοντας πρακτικά διχοτομήσει τους Ρεπουμπλικάνους, απειλώντας ακόμη και με απόσχιση και δημιουργία νέου κόμματος.[3] Η ευφορία των Δημοκρατικών για την αποδυνάμωση του αντιπάλου τους δεν θα διαρκέσει αφού αυτό αφαιρεί από το πολιτικό τοπίο το δίλημμα-παγίδα: «Ψηφίστε εμάς για να μην έρθει ο Τραμπ» που έφερε το ρεκόρ ψήφων στους Δημοκρατικούς και που κρατά πειθαρχημένες τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό τους.

Ακόμη χερότερα, ο Μπάιντεν έχει εκλεγεί με μία ατζέντα αντί-Τραμπ που αναγκαστικά φλέρταρε με τα συνθήματα του εργατικού και αντιρατσιστικού κινήματος. Έτσι ενώ δεν μπορεί από την μία να αγνοήσει εντελώς αυτά τα συνθήματα, από την άλλη θα πρέπει να αρχίσει άμεσα να «ξεπληρώνει» την στήριξη των καπιταλιστικών κολοσσών της Γουόλ Στριτ, της Σίλικον Βάλεϊ και του Χόλιγουντ και την χρηματοδότηση ρεκόρ που του εξασφάλισαν. Αν όμως κάτι χαρακτηρίζει τον Μπάιντεν στην σχεδόν 50ετή πολιτική διαδρομή του είναι οι «κωλοτούμπες» ανάμεσα στην στήριξη αντιδραστικών νομοθετημάτων και τις ψευτοφιλελεύθερες φανφάρες των Δημοκρατικών.

Το πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών είναι υπερβολικά μετριοπαθές και προδιαγράφει τα όρια και του επιτελείου του Μπάιντεν, του οποίου τα πρόσωπα ταυτίζονται σχεδόν με το δοκιμασμένο και καταδικασμένο από τις μάζες, προσωπικό της προεδρίας Ομπάμα. Τα πρώτα προεδρικά διατάγματα, με τα οποία επαναφέρει τις ΗΠΑ στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, διακόπτει την κατασκευή του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό και καθορίζει πολιτική για την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν είναι παρά στοιχειώδεις κινήσεις λογικής απέναντι στον οικονομικό και κοινωνικό παραλογισμό που δημιούργησε ο Τραμπ. Τα κρατικά μέτρα στήριξης της οικονομίας που ανακοίνωσε, στοχεύουν στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα με βάθος 4ετίας και με εκτιμώμενο όφελος στο ΑΕΠ 1%. Όμως αυτά ούτε κατά διάνοια δεν αρκούν για να αμβλύνουν την κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που οξύνεται ταχύτατα με την πτώση του ΑΕΠ το 2020 να αγγίζει το 5%, το δημόσιο χρέος να έχει φτάσει το 110% του ΑΕΠ. με τους περίπου 4.000 νεκρούς τη μέρα από την πανδημία Covid-19, τους περίπου 27 εκατ. άνεργους, τα περίπου 29 εκατ. υποσιτιζόμενων, τα ρατσιστικά πογκρόμ της αστυνομίας. Την ίδια στιγμή οι κοινωνικές ανισότητες συνεχίζουν να βαθαίνουν σε μια χώρα που το 5% του πληθυσμού κατέχει το 80% του πλούτου. Τί έχει να αντιτάξει ο Μπάιντεν απέναντι σε αυτές τις κραυγαλέες αντιφάσεις; Ότι εφαρμόζουν οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι. Μέτρα επιδοματικής πολιτικής «πτωχοκομείου» και «στήριξης της κατανάλωσης» δηλαδή συσσώρευση κρατικών χρεών προκειμένου να διασωθεί το καπιταλιστικό σύστημα, τα οποία υπονομεύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων για τις επόμενες τρεις γενιές αλλά και οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική για την παραγωγή, την παραγωγική και οικονομική ανασυγκρότηση. Από την άλλη, η προεδρία Μπάιντεν, εκμεταλλευόμενη τα γεγονότα της 6ης Γενάρη, θα ανοίξει έναν νέο σκοτεινό κύκλο αντιδημοκρατικής αναδίπλωσης ενάντια στο εργατικό κίνημα.

Σε ότι αφορά την εξωτερική πολιτική, η επιλογή προσώπων από τον Μπάιντεν επιβεβαιώνει την πολεμοχαρή φήμη των Δημοκρατικών με τους Άντονι Μπλίνκεν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την Βικτόρια Νούλαντ υφυπουργό Εξωτερικών, τον Λόιντ Όστιν για αρχηγό Πενταγώνου, όλοι τους με προυπηρεσία σε πολέμους και πραξικοπήματα (Ιράκ, Λιβύη, Συρία, Ουκρανία κ.α.), εκφρασμένες ακραίες θέσεις ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα και δεσμούς με το πανίσχυρο λόμπι της βιομηχανίας όπλων. Έτσι, οι δύο βασικές σταθερές για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό –που εγκαινίασε η προεδρία Ομπάμα και καθιέρωσε η προεδρία Τραμπ– δεν πρόκειται να πειραχτούν. Αντίθετα, θα ενισχυθούν τόσο η επαναδιαπραγμάτευση όλων των σχέσεων σε βάρος των ανταγωνιστών των ΗΠΑ όσο και μετατόπιση του στρατηγικού κέντρου βάρους τους στη ΝΑ Ασία και την Κίνα. Δεν πρόκειται να κοπάσει ο εμπορικός και οικονομικός πόλεμος μιας και προεκλογικά ο Μπάιντεν το τόνιζε διαρκώς, όπως και το χτύπημα της Ρωσίας, το οποίο θα κλιμακωθεί. Η προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων με τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, και η νεκρανάσταση του ΝΑΤΟ από το κώμα στο οποίο το είχε ρίξει ο Τραμπ είναι κινήσεις απαραίτητες για αυτή την κλιμάκωση.

Στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, η βασική τομή της προεδρίας Τραμπ, η επιθετική πολιτική ενάντια στο Ιράν είναι πια ανέφικτο να αλλάξει αφού σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση της κατάστασης στη Συρία έχει σπρώξει ανεπιστρεπτί το Ιράν προς την Κίνα και την Ρωσία. Έτσι, η πολιτική ανεπιφύλακτης στήριξης του Ισραήλ και του άξονα του με τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα και η ως εκ τούτου, εξολόθρευση των Παλαιστινίων θα συνεχιστεί. Πρέπει να γίνει σαφές ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα πρέπει να συγκρατήσει την Τουρκία σε μια στοίχιση με τα συμφέροντα του. Επομένως η στάση έναντι της Ελλάδας θα καθοριστεί, για άλλη μια φορά, σαν αντανάκλαση της πολιτικής της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα και ανάλογα με τον βαθμό πίεσης που θέλει να της ασκήσει. Αυτό διευκρινίζεται διότι μια σειρά δηλώσεων στενών συνεργατών του Μπάιντεν εναντίον του Ερντογάν προκαλεί υπερφίαλες ελπίδες στους ντόπιους «αναλυτές-παπαγάλους» των αστικών ΜΜΕ ότι η νέα αμερικανική διακυβέρνηση θα κλιμακώσει τις κυρώσεις για την αγορά από την Τουρκία των ρωσικών S-400 ή θα αναθερμάνει τις σχέσεις με τους Κούρδους της Συρίας. Όμως ο Λευκός Οίκος γνωρίζει καλά ότι μία κλιμάκωση των κυρώσεων θα έχει συνέπειες στην οικονομία της Τουρκίας που θα την στρέψουν ακόμη περισσότερο προς τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα. Προφανώς, θα προσπαθήσει να τις αποφύγει, αν τελικά οι κινήσεις προσέγγισης Τουρκίας-Ισραήλ που διαφάνηκαν το 2020 δεν οδηγήσουν σε αλλαγή στάσης και σε άδειασμα του ελληνικού καπιταλισμού.

Συνοψίζοντας, οι αντιφάσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπος ο Μπάιντεν στην αρχή ακόμη της προεδρίας του είναι τεράστιες και δισεπίλυτες. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχει διανύσει ήδη μια 4ετία αποδυνάμωσης, γνωρίζει την μεγαλύτερη αστάθεια από την εποχή του εμφυλίου στο εσωτερικό του ενώ είναι σε υποχώρηση σε μια σειρά από μέτωπα στο εξωτερικό. Η διεθνής αξιοπιστία του, ειδικά μετά την 6η Γενάρη, έχει πληγωθεί και δεν του επιτρέπει να επιβάλλει με ομαλό τρόπο τις επιλογές του. Οι κίνδυνοι από τους σπασμούς της κρίσης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι ορατοί και τρομακτικοί, ακριβώς διότι είναι δύσκολο να ανακόψει με οικονομικά και πολιτικά μέσα την άνοδο της Κίνας. Η έλλειψη παγκόσμιας αστικής ηγεσίας μετατρέπεται στη νέα «κανονικότητα» που θα κινείται προς τις συγκρούσεις, τον πόλεμο, την αντιδημοκρατική αναδίπλωση. Όμως η κρίση του παγκόσμιου χωροφύλακα δεν γεννά μόνο «σκοτάδια», όσο αυτή βαθαίνει, τόσο θα δημιουργούνται στρατηγικά κενά και θα εμφανιστούν νέες εστίες αγώνων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων –κάποιες μέσα και στις ίδιες τις ΗΠΑ– που οι φλόγες τους θα φωτίσουν ξανά τον πλανήτη.

[1] (βλ. άρθρο:«ΗΠΑ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΡΑΜΠΙΣΜΟΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΟΥΣ» στο παρών φύλλο).

[2] Είναι γνωστό πια ότι επί 9 μήνες ο Τραμπ επεδίωκε τέτοιου είδους συνεννοήσεις με μερίδες του Πενταγώνου και του αμερικανικού κεφαλαίου προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν ούτε εκλογές αλλά είναι εξίσου γνωστό ότι αυτές δεν κατέληξαν στο επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα.

[3] Ενδεχόμενο που θα σηματοδοτούσε ανεπανάληπτη κρίση για το αμερικανικό αστικό πολιτικό σύστημα, για το οποίο ο δικομματισμός είναι συστατικό στοιχείο, ασφαλής δικλείδα εναλλαγής της εξουσίας και ασφαλής τρόπος αποσυμπίεσης της δυσαρέσκειας των μαζών.

________________________________________________________________________

ΗΠΑ: ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΡΑΜΠΙΣΜΟΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΟΥΣ

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

Η εισβολή οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου, ήταν μια εμφατική επιβεβαίωση της πολιτική κρίσης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της «δημοκρατίας» του, των ρήξεων και εκρήξεων στο εσωτερικό της αστικής τάξης, της διαίρεσης/πόλωσης στην κοινωνία.

Η έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με πυροδότη την πανδημία covid-19, σάρωσε γρήγορα την σαθρή οικονομική ευφορία της περιόδου Τραμπ. Η πολυεπίπεδη κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η αποτυχία αναστροφής της από τα αστικά επιτελεία, γεννούν γιγάντιες κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις, που το 2020 εκφράστηκαν με το δολοφονικό «σαφάρι» Αφροαμερικανών από την αστυνομία και το γιγάντιο κίνημα «Black Lives Matter», που κινητοποίησε 25 εκατ. ανθρώπους σε όλη τη χώρα με μαχητικές διαδηλώσεις και έδωσε στον Τραμπ σημαντικό χτύπημα, μαζί με την πανδημία. Λόγω αυτών των δύο παραγόντων, ο Τραμπ έχασε τις πιο πολωμένες εκλογές στις ΗΠΑ τα τελευταία 100 χρόνια.

Η τακτική Τραμπ

Από το καλοκαίρι, ο Τραμπ αντιμετώπισε την «άρνηση» του κατεστημένου να ακολουθήσει την ακραία τακτική του που βασίζονταν σε μια υποτίμηση του συσχετισμού των τάξεων. Δεν κατάφερε να κατεβάσει τον στρατό στους δρόμους ενάντια στο κίνημα «Black Lives Matter» ενώ το φθινόπωρο, αντιλαμβανόμενος το «εχθρικό κλίμα» λόγω του κινήματος και των βαριών επιπτώσεων της πανδημίας, επιχείρησε να αναβάλλει τις εκλογές με πρόσχημα τον covid-19 και συνάντησε εκ νέου την άρνηση του κατεστημένου. Ωστόσο, ακόμη και πριν τις εκλογές διατύπωσε επίσημα την καταγγελία περί νοθείας των εκλογών εξαιτίας των επιστολικών ψήφων, αμφισβητώντας ουσιαστικά τον ψηφισμένο εκλογικό νόμο. Προχώρησε σε διορισμούς δικών του προσώπων σε θέσεις κλειδιά, όπως στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αμφισβήτησε σε δεκάδες πολιτείες τα αποτελέσματα των εκλογών, με ενστάσεις και προσφυγές, και διαμόρφωσε τη γραμμή «μας έκλεψαν τις εκλογές».

Σε αυτή την γραμμή συντάχτηκαν και αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι και το 50% των ψηφοφόρων του κόμματος. Ως την ημέρα (6 Ιανουαρίου) που θα γινόταν η επίσημη ανακήρυξη του Μπάιντεν, Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές έλεγαν πως θα αρνηθούν να επικυρώσουν την εκλογή, αν δεν διαταχθεί έρευνα για εκλογική νοθεία.

Στις 6 Ιανουαρίου έγινε η εισβολή περίπου 2.000 οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, με 5 νεκρούς και καθυστέρηση της διαδικασίας επικύρωσης για πολλές ώρες. Χαρακτηριστικά των ημερών αυτών, η δημόσια επιστολή 10 πρώην υπουργών Άμυνας που καλούσαν τον στρατό να μην αναμειχθεί στις πολιτικές διαφορές, η άρνηση του υπουργείου Άμυνας να στείλει δυνάμεις για την προστασία του Καπιτωλίου τις πρώτες ώρες των επεισοδίων και η αποστολή εθνοφρουράς με παρέμβαση του αντιπροέδρου Πενς ώρες αργότερα, η «φιλική» διάθεση μεγάλου μέρους των δυνάμεων καταστολής προς τους εισβολείς (ακροδεξιοί, ναζιστές, ρατσιστές κ.α.) στο Καπιτώλιο, που αρκετοί ήταν ένοπλοι, η πολιτική κάλυψη των ακροδεξιών από τον Τραμπ που κατηγόρησε, σαν άλλος Γκαίμπελς, τους… αντιφασίστες για τα επεισόδια στο Καπιτώλιο!

Οι εικόνες από το Καπιτώλιο έκαναν τον γύρο του κόσμου, σκορπώντας φόβους στα αστικά επιτελεία και τροφοδοτώντας εκατομμύρια ειρωνικά σχόλια για την «ποιότητα» της αμερικάνικης Δημοκρατίας. Η ορκωμοσία Μπάιντεν ήταν απλά η επιβεβαίωση της γιγάντιας κρίσης. Υπό τον φόβο νέων διαδηλώσεων από ένοπλους υποστηρικτές του Τραμπ, η Ουάσιγκτον οχυρώθηκε με 25.000 στρατό και αστυνομία. Με ελέγχους και μπλόκα σε όλα τα μέσα μεταφοράς και τις εισόδους της πόλης, με το FBI να ελέγχει εξονυχιστικά ακόμα και τους άντρες της εθνοφυλακής, το κέντρο της πόλης αποκλεισμένο με φράκτες και οχήματα. Όπως εύστοχα παρατήρησαν βετεράνοι του Ιράκ, το κέντρο της Ουάσιγκτον ήταν ίδιο με την «πράσινη ζώνη» στην Βαγδάτη! Ο Τραμπ που δεν παρέστη στην ορκωμοσία, δήλωσε πώς «θα ξανάρθουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο», αποδεχόμενος μεν την ήττα του αλλά συνεχίζοντας τον πόλεμο.

Ο πολιτικός εξτρεμισμός του Τραμπ και το εκλογικό του αποτέλεσμα (πήρε 74 εκατ. ψήφους από 63 εκατ. το 2016 και έχασε ουσιαστικά για 230.000 ψήφους σε 4 πολιτείες-κλειδιά), τον καθιστούν κυρίαρχο στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Κυρίως γιατί έχει συσπειρώσει μια μεγάλη εκλογική βάση στο πρόσωπό του (Τραμπισμός) και έχει καταφέρει να κινητοποιεί χιλιάδες – με αιχμή οργανωμένες ακροδεξιές ομάδες που τον στηρίζουν. Η κατηγορία του προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ότι δεν τον στήριξε αρκετά, έχει μεταβληθεί σε ανοικτή απειλή πως θα ιδρύσει νέο «Πατριωτικό Κόμμα» και θα διασπάσει τους Συντηρητικούς. Με αυτόν τον υπαρκτό εκβιασμό, θα προσπαθήσει να κυριαρχήσει απόλυτα στο εσωτερικό του κόμματος. Αν θα το καταφέρει, εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, αλλά σίγουρα θα αποτελεί πλέον μια πολύ ισχυρή τάση είτε εντός του κόμματος είτε χώρια, είτε ακόμα και τα δύο μαζί.

Στη μέγγενη οι Δημοκρατικοί

Το ιστορικό υψηλό των Δημοκρατικών στις εκλογές με 81 εκατ. ψήφους, εκφράζει κυρίως ψήφο ενάντια στον Τραμπ. Το φιλολαϊκό δημοκρατικό προσωπείο του Μπάιντεν, βασίστηκε στον υπερτονισμό από τους Δημοκρατικούς των τραμπικών υπερβολών. Στην ουσία, αυτοί με τις ψεύτικες υποσχέσεις και την αρρωστημένη εξυπηρέτηση των ελίτ, ισχυροποίησαν τον Τραμπ. Τώρα έχουν να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρη κρίση των ΗΠΑ, με το πιστόλι στον κρόταφο.

Το βάθος της κρίσης θα σκορπίσει γρήγορα τις πολιτικές των Δημοκρατικών στον αέρα, ενώ θα ακολουθήσουν την σκλήρυνση της καταστολής (με πρόσχημα την εγχώρια τρομοκρατία) ως τη μόνη απάντηση στις ταξικές διεκδικήσεις. Στο εξωτερικό, θα ακολουθήσουν τις βασικές γραμμές Τραμπ. Διαρκή όξυνση με Κίνα, Ρωσία, Ιράν, στήριξη Ισραήλ και συμμάχων τους στην Μέση Ανατολή με προσπάθεια προσεταιρισμού Τουρκίας, επίθεση σε Βενεζουέλα κ.λπ. Και όπως βεβαιώνει η ιστορία, μάλλον θα αποδειχτούν πιο πολεμοχαρείς από τους Ρεπουμπλικανούς. Οι στόχοι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού θα βρίσκουν πρόσκομμα στην διαρκή συνολική του υποβάθμιση έναντι της Κίνας και στην απώλεια του ρόλου της κυρίαρχης ιμπεριαλιστικής ηγεσίας, που σφραγίστηκε και από τα γεγονότα στο Καπιτώλιο.

Η οργάνωση/μαζικοποίηση/ομογενοποίηση του κινήματος στην βάση ενός μεταβατικού/σοσιαλιστικού προγράμματος, με την επικράτηση μιας εργατικής επαναστατικής ηγεσίας/κόμματος, έξω και ενάντια στο Δημοκρατικό κόμμα και την επιρροή του, θα μπορούσε να αποδειχθεί αποφασιστικός παράγοντας και παραμένει η δικιά μας ελπίδα.