Αντεργατικές διατάξεις στη μετά-καραντίνα περίοδο

ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑ-ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Από την Εργατική Πάλη Ιουνίου

Στις 4 Μαΐου άρχισε η πρώτη φάση «για τη σταδιακή αποκλιμάκωση των περιοριστικών μέτρων και την επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας στην κανονικότητα». Στις 3 Ιουνίου η κυβέρνηση της ΝΔ ανακοίνωσε, με δελτίο τύπου του υπουργείου Ανάπτυξης, τη δεύτερη φάση, που θα περιέχει και «τα τελικά στάδια επαναφοράς ή επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας και συγκεκριμένα στις 6, 8, 15 και 29 Ιουνίου καθώς και την 1η Ιουλίου». Η δεύτερη φάση αφήνει πλέον ελάχιστες δραστηριότητες ή υπηρεσίες χωρίς προσδιορισμένη χρονικά επανεκκίνηση (σχολικά κυλικεία, κλειστοί κινηματογράφοι, ΚΑΠΗ, επιτραπέζια τυχερά παιχνίδια, καζίνο, χαρτοπαικτικές λέσχες και ντισκοτέκ). Λίγες μέρες πιο πριν, στις 30 Μαΐου, με τον ν. 4690, νομοθετήθηκαν, πέρα από άλλα, μέτρα και διατάξεις που αφορούν τη δεύτερη φάση, για Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και μετά. Τα μέτρα αυτά, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, στοχεύουν στην «επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» και υποτίθεται ότι προστατεύουν τους εργαζόμενους, αλλά τελικά μόνο αντεργατικά είναι. Και να γιατί:

α) Επεκτείνουν ή παρατείνουν για 15 μέρες ή για κάποιους μήνες, την εφαρμογή «παλιών» μέτρων, που δοκιμάστηκαν τόσο στη φάση της καραντίνας όσο και στην πρώτη φάση «επιστροφής στην κανονικότητα». Τα μέτρα περιλαμβάνουν την «αναστολή συμβάσεων εργασίας», την «εξ αποστάσεως εργασία», το «προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας» (με εκ περιτροπής εργασία και έως και 50% μείωση ωρών εργασίας και αμοιβών) κ.ά. Αφορούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και  έχουν γραφτεί αρκετά για αυτά, τόσο στην Εργατική Πάλη του Απριλίου και του Μαΐου, όσο και στην ιστοσελίδα της ΟΚΔΕ.

β) Θεσμοθετούν «νέα» μέτρα, όπως π.χ. το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ ή SURE, μέτρο που αποτελεί, έως έναν βαθμό, «παραλλαγή ή μετεξέλιξη» κάποιων από τα προηγούμενα. Τα νέα μέτρα δεν προκύπτουν από κάποια έκτακτη ανάγκη αλλά «ικανοποιούν» τις ορέξεις και ανάγκες της αγοράς και των νεοφιλελεύθερων, δηλαδή της κυβέρνησης, του ΣΕΒ, των μεγάλων επιχειρηματιών, των τραπεζιτών, των δανειστών και τοκογλύφων.

Συγκεκριμένα:

Για την αναστολή συμβάσεων εργασίας, δίνεται από την κυβέρνηση η δυνατότητα σε εργοδότες-επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, στους κλάδους α) τουρισμού, μεταφορών, πολιτισμού και αθλητισμού και β) της εστίασης, που πλήττονται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ, είτε να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή είτε να θέσουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους. Η αναστολή μπορεί να γίνει μέχρι 31/7/2020, για τους κλάδους της περίπτωσης α), και μέχρι 30/6/2020 για την εστίαση. Η αναστολή σύμβασης το πιο πιθανό είναι ότι σημαίνει για τον εργαζόμενο μείωση μισθού στα 534 ευρώ τον μήνα, όσο είναι η λεγόμενη αποζημίωση ειδικού σκοπού.

Επίσης, δίνεται η δυνατότητα σε εργοδότες-επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, στους κλάδους εποχικής λειτουργίας, σε κύρια και μη κύρια ξενοδοχειακά και τουριστικά καταλύματα και στα τουριστικά λεωφορεία, να θέσουν σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού τους (που είχε «δικαίωμα υποχρεωτικής επαναπρόσληψης»), από 1/6/2020 έως 30/9/2020. Μάλιστα, δίνεται σε αυτούς τους εργοδότες το δικαίωμα να εφαρμόζουν συνδυαστικά και έως 30/9/2020 την αναστολή συμβάσεων εργασίας και τη ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ!

Για το προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας, δίνεται η δυνατότητα εκ περιτροπής εργασίας, με έως και 50% μείωση ωρών εργασίας και αμοιβών, όπως καθορίστηκε από την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου στις 20/3/2020, με το άρθρο 9. Αυτή η διάταξη έδινε στον εργοδότη-επιχειρηματία (και πέραν των παλαιότερων διατάξεων, που ακόμη ισχύουν για την εκ περιτροπής εργασία), τη δυνατότητα, μονομερώς και εφαρμόζοντας το διευθυντικό του δικαίωμα, να επιβάλει τουλάχιστον για το 50% του προσωπικού του, μείωση των ωρών εργασίας, άρα και των αμοιβών, έως και 50%! Αυτή η διάταξη καταργείται μεν, με τον νόμο 4690, που ισχύει από 30/5/2020, όμως: (α) δίνεται παράταση, για να μπορούν να την αξιοποιήσουν οι εργοδότες έως και τις 14/6/2020 και (β) από τις 15/6/2020, «ενσωματώνεται» στο πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ.

Για τις Γενικές Συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο ν. 4690 θεσμοθετεί (άρθρο 28, παράγραφος 2) ότι: «Οι Γενικές Συνελεύσεις (…) δύναται να προκηρύσσονται και να διεξάγονται μετά από απόφαση των οικείων οργάνων τους, με τη χρήση σύγχρονων ψηφιακών μέσων απομακρυσμένης συμμετοχής των μελών τους», δηλαδή τηλε-συνελεύσεις και τηλε-ψηφοφορία.

Για τον νομοθετικά καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, για τα οποία υποτίθεται ότι θα νομοθετούσαν μια αύξηση, τελικά απλώς ψηφίζουν τη… μετάθεση της όποιας απόφασης για το 2021.

Για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και τις Διαιτητικές Αποφάσεις, των οποίων η τρίμηνη «παράταση ισχύος» έληξε από τις 29 Φεβρουαρίου 2020 έως και τις 30 Απριλίου 2020, η «παράταση ισχύος», η οποία προστατεύει τους εργαζόμενους έως ότου υπογραφεί η νέα ΣΣΕ ή ΔΑ, φθάνει πλέον μόνο έως και τις 30 Ιουνίου 2020.

Πολλοί εργαζόμενοι, μετά τις 15 Ιουνίου, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα πιο πάνω μέτρα της κυβέρνησης. Πολύ πιθανόν, θα εξαναγκάζονται στην αναστολή σύμβασης εργασίας ή στη ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ. Όλοι οι εργαζόμενοι ήδη βρίσκονται κάτω από την απειλή, όχι μόνο των παραπάνω μέτρων, αλλά και όλου του παλιού αντεργατικού οπλοστασίου (προ καραντίνας) των εργοδοτών: «κλασική» τηλεργασία, υπερωρίες και υπερεργασία, μερική απασχόληση, εκ περιτροπής απασχόληση, μετατροπή συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής, διαθεσιμότητα, αλλαγές συμβάσεων με χειρότερους όρους, συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή και έργου, απολύσεις ή και «οικειοθελείς» αποχωρήσεις.

Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ήδη βρίσκονται κάτω από την απειλή της όξυνσης της κρίσης και της αντίδρασης των επιχειρηματιών, που δεν καταλαβαίνουν από δικαιώματα και ανθρώπινες ανάγκες και, εδώ και μήνες, απολύουν, αρνούνται να προσλάβουν, αλλάζουν τις εργασιακές σχέσεις προς το χειρότερο κ.ά.

Παρά τα ψέματα ότι προστατεύτηκαν οι εργαζόμενοι από την κρίση, η πραγματικότητα και τα νούμερα είναι αμείλικτα. Τα όποια μέτρα, αλλά και η ίδια η αγορά, όχι μόνο δεν προστατεύουν τους εργαζόμενους, αλλά απορυθμίζουν ή ελαστικοποιούν τις εργασιακές σχέσεις, τις συνθήκες εργασίας και τα αντίστοιχα δικαιώματα, περιορίζουν — υποτίθεται προσωρινά — αυτά τα δικαιώματα ή χειροτερεύουν τις υπάρχουσες εργασιακές σχέσεις ή συνθήκες. Αποδεσμεύουν το λεγόμενο διευθυντικό δικαίωμα από κάθε περιορισμό ή έλεγχο, δίνοντας απεριόριστη εξουσία και απεριόριστες δυνατότητες, στους ιδιώτες εργοδότες αλλά και στο δημόσιο, να χειρίζονται όπως θέλουν την εργασία και τις ζωές των εργαζομένων.

Τα όποια μέτρα προστασίας, ανακούφισης ή στήριξης των εργαζομένων ορίζονται, ισχύουν ή τίθενται αποκλειστικά ως μια παράμετρος της άμεσης και έμμεσης προστασίας και στήριξης των επιχειρήσεων και της αγοράς, αλλά και του κράτους, από την κοινωνική αναταραχή και αμφισβήτηση. Κατά συνέπεια, είναι μέτρα αδύναμα, φτωχά ή λειψά και εφαρμόζονται σε όσο γίνεται λιγότερους.