Η Γαλλία μπροστά στην επιδημία: ανταπόκριση από το Παρίσι

του Κώστα Σηφάκη, εργαζόμενου στο Παρίσι

15 Απριλίου 2020

Η Γαλλία, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών παγκοσμίως, έχει εισέλθει εδώ και ένα μήνα στα αχαρτογράφητα νερά της επελαύνουσας οικονομικής κρίσης και της επιδημίας του Covid-19. Όπως μία σειρά από χώρες ανά τον πλανήτη, έχει αποφασίσει, από τις 14/3, κλείσιμο των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου και επισιτισμού, και, από τις 17/3, περιορισμούς κυκλοφορίας, με απαγόρευση εξόδου από το σπίτι, πανομοιότυπους με αυτούς που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα: επιτρέπεται η έξοδος μόνο για ιατρικούς λόγους, για αναγκαία ψώνια, για μικρής διάρκειας περίπατο ή για εργασία. Όλοι πρέπει να φέρουν βεβαίωση, ειδάλλως επιβάλλεται πρόστιμο, το οποίο αρχικά ανερχόταν στα 35 Ευρώ και πλέον αυξήθηκε στα 135 Ευρώ. Ο Μακρόν, σε διάγγελμά του, στις 14/4, ανακοίνωσε την διατήρηση των μέτρων έως τις 11 Μάη. Έκτοτε, θα αρχίσουν να επαναλειτουργούν σταδιακά τα σχολεία όλων των βαθμίδων και οι παιδικοί σταθμοί.

Τα μέτρα της κυβέρνησης και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχουν βυθίσει την οικονομία σε μία αυτοκτονική βουτιά. Προφανώς, κάθε μέρα έρχονται στο φως νέα στοιχεία και στατιστικά της ολέθριας αυτής κατάστασης, και κάθε μέρα οι προβλέψεις και εκτιμήσεις αναθεωρούνται προς το χειρότερο: κατά την περίοδο εφαρμογής των μέτρων κατά της πανδημίας, η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 44%, η ιδιωτική κατανάλωση έπεσε κατά περίπου 35% , ενώ συνολικά το ΑΕΠ είναι μειωμένο κατά 36%. Μέχρι τις 15/4, πάνω από 700 χιλιάδες επιχειρήσεις και περίπου 8,7 εκ. εργαζόμενων έχουν τεθεί σε καθεστώς τεχνικής/μερικής ανεργίας, κατόπιν αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, λόγω των κυβερνητικών μέτρων. Περισσότεροι από 1 στους 3 εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα υπάγονται σε αυτό το καθεστώς. Οι επιχειρήσεις πληρώνουν το 84% του καθαρού βασικού μισθού, υπολογισμένου στο 35ώρο, ενώ όσοι εργαζόμενοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό τον λαμβάνουν ολόκληρο. Κατόπιν οι επιχειρήσεις λαμβάνουν για την συντριπτική πλειοψηφία των μισθών μία καθολική αποζημίωση από το κράτος. Η χρηματοδότηση αυτής της τεχνικής ανεργίας θα κοστίσει στο κράτος και στον αντίστοιχο ΟΑΕΔ (Assurance Chômage) πάνω από 24 δισ. Ευρώ μόνο για 3 μήνες, αλλά είναι “μία επένδυση που αξίζει τον κόπο, διότι θα αποφευχθούν οι μαζικές απολύσεις”, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Υπουργού Εργασίας. Πράγματι, φαίνεται ότι αυτός ο μηχανισμός λειτουργεί τουλάχιστον μερικά, καθώς τα πρώτα στοιχεία από τις εγγραφές στον ΟΑΕΔ, δείχνουν μία αύξηση κατά 15% κατά τις τρεις πρώτες εβδομάδες της απαγόρευσης κυκλοφορίας και κλεισίματος επιχειρήσεων, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Στην πραγματικότητα, κατά αυτόν τον τρόπο, οι εργοδότες δεν έχουν κάποιον πιεστικό λόγο να προχωρήσουν σε απολύσεις, καθώς απαλλάσσονται από οποιαδήποτε σχεδον οικονομική υποχρέωση όσον αφορά τους μισθωτούς.

Τα χρήματα αυτά αποτελούν μέρος των μέτρων στήριξης της οικονομίας ύψους 110-115 δισ. (αρχικά ήταν 45 δισ.), εκ των οποίων 20 δισ. προορίζονται σε μία εικοσάδα επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, όπως η Air France, η Renault, σε πολλές από τις οποίες το κράτος είναι μέτοχος. Περίου 50 δισ. προβλέπονται από την μετάθεση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων. Τέλος, 7 δισ. θα κατευθυνθούν στην ενίσχυση του συστήματος υγείας, για προμήθεια εξοπλισμού, έκτακτα μισθολογικά επιδόματα κ.ά. Σύμφωνα με τα παραπάνω μεγέθη και υπολογίζοντας μία πτώση του ΑΕΠ κατά 8% σε ετήσια βάση, τη μεγαλύτερη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γαλλία θα έχει έλλειμμα στο προυπολογισμό της περίπου 9% του ΑΕΠ, κάτι που θα ανεβάσει το χρέος στο 115% του ΑΕΠ, 17 μονάδες πάνω από το προβλεπόμενο από τον προϋπολογισμό του 2020. Βέβαια, όλα αυτά αποτελούν σενάρια επί χάρτου, εικασίες και την αρχή του δράματος, και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα εξελιχτούν προς το χειρότερο.

Όσον αφορά την ίδια την επιδημία, έχει δοκιμάσει στα όριά τους τα νοσοκομεία της χώρας, χωρίς από όσο φαίνεται να έχουν προκύψει ακραίες καταστάσεις τύπου Ιταλίας. Τα νούμερα είναι γνωστά. Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία διαθέτει ορισμένες δυνατότητες, λόγω υποδομών και ενός δεδομένου οικονομικού επιπέδου, να διατηρήσει εντός ορισμένων ορίων την υγειονομική κρίση: χρήση των υποδομών του στρατού και του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας για την ανακατανομή των ασθενών, μετατροπή διαφόρων βιομηχανικών μονάδων για παραγωγή αναπνευστήρων ή άλλων υλικών απαραίτητων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ωστόσο, οι δυνατότητες αυτές δεν είναι απεριόριστες: η Γαλλία έχει υποστεί μία σημαντική αποβιομηχάνιση: χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ένα και μοναδικό εργοστάσιο, το Luxfer, στη Γαλλία και μάλλον από τα ελάχιστα στην Ευρώπη, που παρήγαγε μπουκάλες οξυγόνου ιατρικής, τόσο απαραίτητες στις περιπτώσεις πνευμονιών, και το οποίο έκλεισε την άνοιξη του 2019, μετά από 70 χρόνια λειτουργίας. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι όπως και την συντριπτική πλειοψηφία των κρατών παγκοσμίως, η επιδημία βρήκε την Γαλλία χωρίς κανένα μηχανισμό έκτακτης ανάγκης: ο ένας και μοναδικός οργανισμός που είχε δημιουργηθεί, κάπου στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις επιδημιών, και ο οποίος διέθετε εκτεταμένα στοκ, προμήθειες, σχέδια και προσωπικό επιτελικής διαχείρησης, περιέπεσε στην αφάνεια, χωρίς χρηματοδότηση. Υπαίτιος δεν είναι παρά ο νεοφιλελευθερισμός, που κυριαρχεί ως ιδεολογία των αστικών κομμάτων στην Γαλλία τις τελευταίες δεκαετίες και ο οποίος αγνοεί και περιφρονεί την χρησιμότητα των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, όχι μόνο των σχετιζόμενων με την παραγωγή, αλλά και με την αναπαραγωγή της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι δε ανακοινώσεις του Μακρόν για σταδιακή άρση των περιορισμών από τις 11 Μάη, και ειδικά το άνοιγμα των σχολείων και των παιδικών σταθμών, δεν φαίνεται να υπακούν σε κάποιο υγειονομικό σχεδιασμό και σε κάποιο μακροπρόθεσμο πλάνο καταπολέμησης της επιδημίας. Πρόκειται για προϋπόθεση της επανεκκίνησης της δουλειάς στα εργοστάσια και αλλού. Όσο οι γονείς αναγκάζονται να κρατάνε τα παιδιά σπίτι, δεν μπορούν να ξεκινήσουν να δουλεύουν. Έτσι, η κυβέρνηση απλώς επιταχύνει την επιστροφή στην εργασία, με πρόχειρο τρόπο, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία του πληθυσμού.

Είναι βέβαιο ότι παρά τα γλυκόλογα του Μακρόν στα τακτικά του διαγγέλματα, παρά την αρχική ατμόσφαιρα εθνικής ομοψυχίας, παρά τα χειροκροτήματα στα δελτία των οκτώ, ο λογαριασμός θα σταλεί ολόκληρος στους εργαζόμενους. Ο Μακρόν, πράγματι ανέβαλλε επ’ αορίστον την ψήφιση και την εφαρμογή της “μεταρρύθμισης” του συνταξιοδοτικού, όπως επίσης ανέβαλλε την εφαρμογή ενός μέρους της ήδη ψηφισμένης “μεταρρύθμισης” του ΟΑΕΔ. Επικαλέστηκε την εθνική ενότητα, την προτεραιότητα της πάλης ενάντια στην επιδημία, την κοινωνική ομοψυχία και τις δημοκρατικές πρακτικές. Σε κάθε περίπτωση, η “μεταρρύθμιση” του συνταξιοδοτικού δεν θα είχε άμεσα δημοσιονομικά αποτελέσματα, ενώ η μείωση των επιδομάτων ανεργίας θα εξοικονομούσε ελάχιστα σε σχέση με τα έξοδα της τεχνικής ανεργίας. Η εργοδοσία, παρά την γενναιόδωρη στήριξη του κράτους, έχει αρχίσει και προετοιμάζει τις επιθέσεις της. Ο πρόεδρος του αντίστοιχου ΣΕΒ της Γαλλίας, του Medef, δήλωσε ότι πρέπει, εξερχόμενοι της κρίσης του κορονοϊού, “να θέσουμε αργά ή γρήγορα το ζήτημα του χρόνου εργασίας, των αργιών και των πληρωμένων αδειών, για να συνοδεύσουμε την επανεκκίνηση και να διευκολύνουμε, δουλεύοντας λίγο περισσότερο, τη δημιουργία μίας επιπρόσθετης ανάπτυξης.” Αυτό το σκεπτικό υιοθετήθηκε, πιο συγκρατημένα βέβαια, σε δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης.

Είναι βέβαιο έχουμε ακόμα μπροστά μας ένα κυκεώνα εξελίξεων. Οι εργαζόμενοι στην Γαλλία, όπως και σε όλον τον κόσμο, θα αναγκαστούν, εκ των πραγμάτων, να υπερασπιστούν το βιοτικό τους επίπεδο και τα δημοκρατικά τους δικαιώματα, η δε επιστροφή σε μία οποιαδήποτε “κανονικότητα” έχει αναβληθεί για αρκετά χρόνια.