Η εναντίωση στην αντι-μεταρρύθμιση των συντάξεων αποδυναμώνει τον Μακρόν (του Léon Crémieux)

μετάφραση από το internationalviewpoint.org – 22 Φεβρουαρίου 2020

Από τα τέλη Ιανουαρίου, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στη Γαλλία παραμένει σημαδεμένη από τη λαϊκή αντίθεση στην αντι-μεταρρύθμιση της κυβέρνησης που βάζει στο στόχαστρο το συνταξιοδοτικό σύστημα. Ακόμα κι αν έχει αποδυναμωθεί τις τελευταίες εβδομάδες, η κινητοποίηση των μαζών είχε, ως άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα, την αποδυνάμωση και την αποσταθεροποίηση του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του κόμματός του,  «La République en Marche» (LREM – H Δημοκρατία Μπροστά).

Τρεις νέες μέρες εθνικής κινητοποίησης πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες: στις 29 Ιανουαρίου, στις 6 και στις 20 Φεβρουαρίου. Αριθμητικά, σε αυτές τις μέρες κατέβηκαν λιγότεροι άνθρωποι στον δρόμο, διότι αν η αποφασιστικότητα είναι ακόμα εξίσου ισχυρή, το κίνημα δεν βασίζεται πλέον στους απεργούς του RATP (Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Παρισιού) και της SNCF (κρατική σιδηροδρομική εταιρία της Γαλλίας) που έρχονται αντιμέτωποι με την κυβέρνηση και κανένας άλλος τομέας δεν τους έχει διαδεχθεί.

Ακόμη και αν το κοινωνικό κίνημα εκφράζεται με λιγότερη ισχύ, εξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες ενός πολλαπλασιασμού των απεργιών σε διάφορους τομείς, των καταλήψεων και των θεαματικών ενεργειών. Οι απεργίες συνεχίστηκαν στα λιμάνια, στους ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς «EDF» με διακοπές ενέργειας και παραγωγής, και στα κέντρα επεξεργασίας οικιακών απορριμμάτων στο Παρίσι και τη Μασσαλία, με αστυνομικές παρεμβάσεις στις τελευταίες, για την εξασφάλιση πρόσβασης στα κέντρα. Οι απεργοί πυροσβέστες, επίσης, χτυπήθηκαν βίαια από την αστυνομία, δέχθηκαν επίθεση με χημικά και χειροβομβίδες καουτσούκ, με αποτέλεσμα 30 τραυματίες, κατά τη διάρκεια μιας πανεθνικής διαδήλωσης στις 28 Ιανουαρίου στο Παρίσι. Οι απεργίες πραγματοποιήθηκαν επίσης από τον τομέα του πολιτισμού (Εθνική Βιβλιοθήκη, Πύργος του Άιφελ και ούτω καθεξής) και από δασκάλους-ερευνητές.

Η επίθεση στο συνταξιοδοτικό σύστημα έφερε στο φως όλες τις κοινωνικές αδικίες, τους χαμηλούς μισθούς σε επισφαλή επαγγέλματα και τις σκληρές εργασιακές συνθήκες. Η εφαρμογή του σχεδίου του Μακρόν θα επιδείνωνε περαιτέρω αυτή την κατάσταση. Ειδικότερα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι φυσιοθεραπευτές, που επίσης δέχονται επίθεση, διαδήλωσαν και πάλι στις 3 Φεβρουαρίου. Οι δικηγόροι, συγκεκριμένα, ήταν παρόντες σε πολλές διεπαγγελματικές διαδηλώσεις και απεργούν τις τελευταίες επτά εβδομάδες.

Παράλληλα με τον αγώνα ενάντια στο νομοσχέδιο του Μακρόν, πριν από τις διακοπές του Φεβρουαρίου, οι απεργίες πολλαπλασιάστηκαν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με επικεφαλής δασκάλους και μαθητές, που συνέδεσαν την απόρριψη της συνταξιοδοτικής αντιμεταρρύθμισης με την απόρριψη των συνεχών εξετάσεων απολυτηρίου, ακόμα και μποϊκοτάροντας τες. Οι εξετάσεις αποκλείστηκαν, μπλοκαρίστηκαν ή αναβλήθηκαν στο ένα τρίτο των σχολείων. Και εδώ η αστυνομία παρενέβη, συχνά βίαια, εναντίον των μαθητών λυκείου, με πολυάριθμες συλλήψεις.

Η αιτία αυτού του μποϊκοτάζ έγκειται στην εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης στο απολυτήριο, η οποία επιδεινώνει την κοινωνική και εδαφική επιλογή και ολοκληρώνει τη μεταρρύθμιση επιλογής για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δάσκαλοι κινητοποιούνται ολοένα και περισσότερο, δεδομένου ότι το νομοσχέδιο του Μακρόν θα προκαλούσε την απώλεια εκατοντάδων ευρώ από τις συντάξεις τους και ότι η μόνη πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας είναι είτε η παράταση του ωραρίου εργασίας είτε επιπλέον καθήκοντα, έτσι ώστε ορισμένοι εκπαιδευτικοί να μπορούν να αντισταθμίσουν αυτήν την απώλεια.

Επιπλέον, στις 14 Φεβρουαρίου χιλιάδες υπάλληλοι νοσοκομείων βρίσκονταν στο δρόμο. Το προσωπικό των νοσοκομείων (το 70% των οποίων είναι γυναίκες) συνεχίζει τις απεργίες που ξεκίνησαν σχεδόν πριν από ένα χρόνο ενάντια στο κλείσιμο υπηρεσιών και νοσοκομείων και τη γενική επιδείνωση της δημόσιας υγείας: σε 20 χρόνια, 20% των νοσοκομειακών κλινών έχουν χαθεί (100.000), το ίδιο και το 40% των τοπικών μαιευτηρίων. 1.285 νοσοκομειακοί γιατροί, συμπεριλαμβανομένων πολλών διευθυντών των τομέων, παραιτήθηκαν στα μέσα Ιανουαρίου απαιτώντας διαπραγματεύσεις για τους προϋπολογισμούς και τους μισθούς για όλες τις κατηγορίες προσωπικού, ενώ η κυβέρνηση μόλις ανακοίνωσε ένα εντελώς ανεπαρκές «σχέδιο έκτακτης ανάγκης». Ομοίως, οι εργαζόμενοι σε χιονοδρομικά κέντρα έχουν επίσης εντείνει τις απεργίες τις τελευταίες εβδομάδες για να διαδηλώσουν ενάντια στη μεταρρύθμιση της ασφάλισης των ανέργων που εφαρμόστηκε φέτος, μειώνοντας τις παροχές ανεργίας για τους εποχιακούς εργαζόμενους κατά 30%.

Δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων, η Γαλλία επομένως δίνει την εικόνα μιας χώρας όπου οι λαϊκές τάξεις δέχονται επίθεση όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα, τους μισθούς, τις συντάξεις και την κοινωνική προστασία. Επί τρία συναπτά έτη, οι επιθέσεις του Μακρόν και της κυβέρνησής του συνέχιζαν να ανοίγουν πληγές και να δημιουργούν περισσότερες ανισότητες, χωρίς να παρέχουν την παραμικρή απάντηση στις έκτακτες ανάγκες της ανισότητας και της κοινωνικής αδικίας, του κλίματος και της οικολογίας, των διακρίσεων ή της βίας κατά των γυναικών.

Οι λαϊκές τάξεις τάσσονται ενάντια σε μια κυβέρνηση που νόμιζε ότι είχε το ελεύθερο, εφόσον αδρανοποίησε τα άλλα θεσμικά κόμματα το 2017. Αλλά οι επιθέσεις του Μακρόν είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω υπονόμευση της κοινωνικής προσκόλλησης στο σύστημα και τη μείωση της αίσθησης της παραίτησης στις λαϊκές τάξεις. Το En Marche (κόμμα του Μακρόν) επωφελήθηκε από την απώλεια της νομιμότητας των κομμάτων, αλλά κατάφερε μόνο να την εμβαθύνει και να γίνει το ίδιο θύμα αυτής της απώλειας της νομιμότητας. Αυτό μεταφράζεται σε απομόνωση του Μακρόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις και στη συνεχιζόμενη πλειοψηφική εναντίωση στο συνταξιοδοτικό νομοσχέδιό του.

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιδιώκει συνεχώς να εξαλείψει τα ταξικά στοιχεία και τις κοινωνικές κατακτήσεις που τις χαρακτηρίζει ως συντεχνιακές, προάγοντας την λατρεία της ατομικότητας, την κουλτούρα της αβεβαιότητας και της επιτυχίας «με βάση την αξιοκρατία», εγκωμιάζοντας τις επιτυχίες των κυρίαρχων τάξεων που δικαιολογούν τα προνόμιά τους. Αλλά παραδόξως, πρώτα με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και τώρα με τον αγώνα για την υπεράσπιση των συντάξεων, ο Μακρόν έχει αποκαταστήσει την έννοια της ταξικής ταυτότητας και της συλλογικής δράσης και έκανε πιο ορατή από ποτέ την ανάγκη για ενότητα των εκμεταλλευόμενων. Έχει καταφέρει, επίσης, να καταστήσει ενστικτώδη την απόρριψη των πλούσιων τάξεων, των πολιτικών και των μέσων ενημέρωσης τους, καθώς και την απόρριψη της αστυνομικής βίας. Ο Μακρόν και οι ακόλουθοί του αποσταθεροποιούν τη γαλλική κοινωνία επιλέγοντας μια επιθετική πολιτική για την υπεράσπιση των συμφερόντων των καπιταλιστικών ομάδων, χωρίς καν να ανησυχούν για τον παραμικρό κοινωνικό συμβιβασμό που είναι απαραίτητος για να γίνει αποδεκτή αυτή η πολιτική από τους «κοινωνικούς εταίρους» των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών.

Η καρικατούρα αυτής της στάσης εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στην Εθνοσυνέλευση, όταν, με τη σκέψη ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εργοδοτών, η ομάδα του LREM αντιτάχθηκε εντελώς σε μια ψηφοφορία που πρότεινε να αυξηθούν, από πέντε σε δώδεκα, οι μέρες άδειας μετ’ αποδοχών σε εργαζόμενους για την απώλεια ενός παιδιού. Αντιμέτωποι με μια δημόσια κατακραυγή, η ίδια η οργάνωση εργοδοτών MEDEF ζήτησε από την κυβέρνηση να αλλάξει τη θέση της και να ψηφίσει εκ νέου. Αυτό το οικτρό πρόβλημα αποκαλύπτει ταυτόχρονα την εξαιρετικά αντιδραστική νοοτροπία αυτής της κυβέρνησης και την τρέχουσα πολιτική αστάθειά της.

Κανένας ηγέτης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν τολμά να προσφερθεί να υπερασπιστεί το «καθολικό» συνταξιοδοτικό σύστημα. Δεν έχει δημοσιευτεί κανένας πραγματικός προσομοιωτής και φαίνεται ότι ούτε οι γυναίκες ούτε οι αγρότες, που παρουσιάστηκαν ως οι μεγάλοι νικητές αυτής της μεταρρύθμισης, θα επωφεληθούν από αυτό το νέο σύστημα, ακριβώς το αντίθετο. Κάθε εβδομάδα βλέπουμε να βγαίνει μια νέα ανάλυση του ζημιογόνου χαρακτήρα αυτού του σχεδίου, ειδικά για τους πιο επισφαλείς.

Επιλέγοντας μια μεταρρύθμιση που ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι θα αυξήσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης και θα ανατρέψει όλες τις ισορροπίες των σημερινών συνταξιοδοτικών συστημάτων, ο Μακρόν αποσταθεροποιεί τη δική του πλειοψηφία και αδυνατίζει περαιτέρω την κοινωνική του βάση. Οι επόμενες εβδομάδες θα είναι γεμάτες με παγίδες γι’ αυτόν.

Από τις 17 Φεβρουαρίου, η Εθνοσυνέλευση συζητά για ένα εντελώς ασταθές νομοσχέδιο. Του λείπει εντελώς η χρηματοοικονομική συνιστώσα που παρουσιάζει την ισορροπία του συστήματος, τους πόρους και τις δαπάνες του για τα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα αυτό γίνεται όλο και πιο ακανθώδες, καθώς η κυβέρνηση επί δύο μήνες, για να αποφύγει την επέκταση των απεργιών σε διάφορους τομείς, δεσμεύεται με διάφορες υποσχέσεις, ώστε οι γενιές που συνταξιοδοτούνται τα επόμενα χρόνια να μην υποστούν μείωση των συντάξεών τους και αυτό, προφανώς, συνεπάγεται τη διατήρηση παροχών ενόψει της μείωσης των εισφορών. Επίσης ελλιπής είναι η ένδειξη για την αλλαγή του δείκτη αξίας ρευστοποίησης. Η κυβέρνηση σκοπεύει να ζητήσει από τις επίσημες στατιστικές υπηρεσίες (INSEE) τη δημιουργία ενός νέου δείκτη, λιγότερο ευνοϊκού από αυτόν της αύξησης των μέσων μισθών.

Ταυτόχρονα, διεξάγεται μια κοινωνική διάσκεψη με τα συνδικάτα και τους εργοδότες που υποτίθεται ότι θα παρουσιάσουν ένα σχέδιο για τη χρηματοδότηση των συντάξεων μέχρι το 2025, στο οποίο φαίνεται σαφώς ότι η περίφημη «καθοριστική ηλικία», δηλαδή η άνοδος τουλάχιστον δύο ετών στην ηλικία συνταξιοδότησης (62 σε 64 ή 65) παραμένει η επιλογή που επέλεξε η κυβέρνηση. Η CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας), ο μόνος πραγματικός σύμμαχος-συνδικάτο της κυβέρνησης, θα πρέπει να συμφωνήσει να σφίξει τα δόντια στο θέμα αυτό, χωρίς όμως να σημειώσει καμία πρόοδο στην αναγνώριση των επίπονων επαγγελμάτων που επιτρέπουν την πρόωρη συνταξιοδότηση. Αντίθετα, πολλά επαγγέλματα στις δημόσιες υπηρεσίες θα χάσουν τις παροχές πρόωρης συνταξιοδότησης που απολάμβαναν στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος (νοσοκομεία, συλλέκτες απορριμμάτων και εργάτες στις αποχετεύσεις κλπ.). Αυτή η χρηματοοικονομική διάσκεψη, στην οποία έκανε μποϊκοτάζ η CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) και στην οποία δεν κλήθηκαν ούτε το Solidaires (SUD), ούτε το FSU (παρόλο που είναι και οι δύο εκπρόσωποι στις δημόσιες υπηρεσίες), περιορίστηκε σε ένα διάλογο με μια μειοψηφία του συνδικαλιστικού κινήματος για να υποστηρίξει τις επιλογές της κυβέρνησης.

Η κίνηση LREM του Μακρόν αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την αποχώρηση πολλών βουλευτών από την κοινοβουλευτική ομάδα (είκοσι από τους 314) και, την παραμονή των δημοτικών εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, σε αρκετές πόλεις, προέκυψαν ανταγωνιστικές υποψηφιότητες του LREM, για να μην μιλήσουμε γι’ αυτούς που δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν την ταμπέλα του προεδρικού κόμματος. Τόσα πολλά συμπτώματα κρίσης έχουν συσσωρευτεί τις τελευταίες εβδομάδες, αποτέλεσμα των χτυπημάτων ενός κοινωνικού κινήματος που δεν είναι  αρκετά ισχυρό μέχρι τώρα για να εμποδίσει τον Μακρόν, αλλά είναι αρκετά ισχυρό για να σπάσει την πλειοψηφία και την κυβέρνηση. Επιπλέον, όσον αφορά τις δημοτικές εκλογές, το κόμμα του Μακρόν φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό ανίκανο να ανταγωνιστεί τους Ρεπουμπλικάνους και το PS (Σοσιαλιστικό Κόμμα), ή να κερδίσει δημοτικά συμβούλια, πέρα από εκείνα των λίγων πόλεων όπου οι υποστηρικτές του Μακρόν, οι οποίοι ήταν αποστάτες από το PS ή το Les Républicains (Οι Ρεπουμπλικάνοι) ήταν ήδη δήμαρχοι πριν από έξι χρόνια.

Το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, αποδυναμωμένο εξαιρετικά μετά τις προεδρικές εκλογές του 2017 και το φιάσκο του Φιγιόν, παίρνει κουράγιο από τις δυσκολίες του Μακρόν και τοποθετεί αρκετούς ηγέτες του για τις επόμενες προεδρικές εκλογές το 2022. Παράλληλα, οι Ρεπουμπλικάνοι απομακρύνονται από αυτή την ασταθή μεταρρύθμιση που καλλιεργεί ιδιαίτερα την εχθρότητα των ελεύθερων επαγγελματιών που δεινοπάθησαν από την απώλεια των συγκεκριμένων σχεδίων τους.

Η ίδια η MEDEF, αρκετά σιωπηλή μέχρι τώρα, αρχίζει να εκφράζει τη δυσαρέσκειά της. Η ομοσπονδία των εργοδοτών δεν απαιτούσε σε καμία περίπτωση μια γενική αναδιαμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ήθελε μόνο να εξασφαλίσει τη μη καταβολή πρόσθετων δαπανών και μια μείωση των «επιβαρύνσεων» τους, ιδίως μέσω της αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 ή στα 65. Αυτή η συνολική μεταρρύθμιση αρχίζει να τους δυσαρεστεί, διότι δεν προσφέρει ορατότητα στη χρηματοδότηση και αποσκοπεί στην καταστροφή ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης των συνδικάτων που βόλευε τέλεια το MEDEF, υπέρ του κρατικού ελέγχου, γεγονός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στους ηγέτες των επιχειρήσεων. Πράγματι, σιωπηρά, η κοινή διαχείριση των επικουρικών συντάξεων (ARRCO-AGIRC) κατά τα τελευταία χρόνια επέτρεψε την πραγματοποίηση κοινωνικών αποτυχιών με τη συναίνεση των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών.

Επιπλέον, οι εργοδότες δεν είναι ευχαριστημένοι με τη μείωση του υποχρεωτικού συστήματος στους μισθούς κάτω των 10.000 ευρώ το μήνα. Αυτό θα τους υποχρεώσει μόνο να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση μιας συμπληρωματικής σύνταξης (υπό μορφή συνταξιοδοτικών ταμείων) για τα ανώτερα στελέχη τους, χωρίς να έχουν προς το παρόν τα φορολογικά πλεονεκτήματα με τα οποία επωφελούνταν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι υψηλόμισθοι στο υφιστάμενο σύστημα. Η MEDEF, εφόσον απορρίπτει, βεβαίως, κάθε νέα αναγνώριση των δυσκολιών, υποστηρίζει επομένως το προτεινόμενο ανώτατο όριο. Πάνω απ’ όλα, ζητά πραγματικά από την κυβέρνηση να διευκρινίσει το σχέδιο χρηματοδότησής της και να αποφασίσει σαφώς για την παράταση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Αρκετοί νεοφιλελεύθεροι εμπνευστές του μεταρρυθμιστικού σχεδίου του Μακρόν (Μπόζιο, Πιζάνι-Φέρρυ) είναι τώρα ανοιχτά επικριτικοί στο ασταθές και δυσανάγνωστο σχέδιο. Οι μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων τριών μηνών και η πλούσια συζήτηση που προκάλεσε το κοινωνικό κίνημα, κλονίζουν, επομένως, την κυβέρνηση.

Είναι σαφές, επίσης, ότι η χρηματοδότηση των συντάξεων είναι μια πολιτική επιλογή, μια επιλογή της κοινωνίας. Οι συνδικαλιστές της Ένωσης από το DARES (τμήμα συντονισμού έρευνας, μελετών και στατιστικών, που υπάγεται στο Υπουργείο Απασχόλησης) απέδειξαν για άλλη μια φορά, σε μια ευρέως διάσπαρτη μελέτη τις τελευταίες εβδομάδες, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα χρηματοδότησης, ούτε δημογραφικό πρόβλημα όσον αφορά τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Είναι αλήθεια ότι το 1960 υπήρχαν τέσσερις εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο και σήμερα υπάρχουν 1,7. Εν τω μεταξύ, εκτός του πληθωρισμού, το ΑΕΠ πολλαπλασιάστηκε κατά 4,9, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 3,4. Έτσι, το 1960, οι τέσσερις ενεργοί εργάτες παρήγαγαν 95.000 ευρώ. Το 2020, το ενεργό 1,7 των εργατών παρήγαγε 142.000 ευρώ. Σήμερα, λοιπόν, παράγεται 1,5 φορές περισσότερος πλούτος για τη χρηματοδότηση των συντάξεων. Το επιχείρημα ότι υπάρχουν πολύ λίγοι ενεργοί εργαζόμενοι είναι επομένως εντελώς παράλογο.

Το πραγματικό πρόβλημα, φυσικά, είναι η κατανομή του πλούτου που παράγεται. Από το 1960 έως σήμερα, η συμμετοχή των εργοδοτών στη χρηματοδότηση της κοινωνικής προστασίας μειώθηκε από 60% σε 40%. Τα νοικοκυριά, μέσω των φόρων που καταβάλλονται για το οινόπνευμα και τον καπνό, είναι αυτά που αντισταθμίζουν αυτό το έλλειμμα. Το υπόλοιπο καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο αντισταθμίζει την ανακούφιση που χορηγείται στους εργοδότες, ενώ τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν δημόσιες υπηρεσίες.

Η κοινοβουλευτική συζήτηση θα συνεχιστεί για αρκετές εβδομάδες, αφού οι διάφορες κοινοβουλευτικές ομάδες της αντιπολίτευσης επιθυμούν να επωφεληθούν από την αποσταθεροποίηση της πλειοψηφίας του Μακρόν. Αλλά ο θεσμικός ανταρτοπόλεμος δεν μπορεί, μόνος του, να νικήσει αυτόν τον νόμο. Εάν οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις παραταθούν, η κυβέρνηση θα προτιμήσει να χρησιμοποιήσει το άρθρο 49-3, το οποίο επιτρέπει την έγκριση ενός νόμου με τον τερματισμό της συζήτησης επί των τροπολογιών.

Για να ξεφύγει από την παγίδα που έστησε για τον εαυτό του, ο Μακρόν, προσπαθεί να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τραβήξει την προσοχή από το ζήτημα των συντάξεων. Πρώτα απ’ όλα, προσπάθησε να προβάλει τον εαυτό του ως έναν διεθνή αρχηγό κράτους, για μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Στη συνέχεια, πήγε στον παγετώνα Mer de Glace στο Σαμονί για να παριστάνει τον υπερασπιστή του περιβάλλοντος και της δράσης κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σε μια εποχή που οι Πράσινες λίστες φαίνεται ότι είναι έτοιμες για κάποια πολύ καλά αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές. Τέλος, επιστρέφοντας στις παλιές παραδοσιακές συνταγές, έφτασε στη Μυλούζη για να οργανώσει μια ισλαμοφοβική εκστρατεία εναντίον του «Ισλαμιστικού Αυτονομισμού», η οποία προτίθεται να πολώσει την πολιτική ζωή τις ερχόμενες εβδομάδες. Δεν είναι βέβαιο ότι όλες αυτές οι κινήσεις αντιπερισπασμού θα επιτύχουν τους στόχους τους.

Σε κάθε περίπτωση, ο μόνος τρόπος για μια θετική έκβαση του κοινωνικού κινήματος είναι πάντα η λαϊκή κινητοποίηση που θα αναγκάσει τον Μακρόν και την κυβέρνησή του να αποσύρουν το νομοσχέδιό τους. Οι δυνάμεις των ακτιβιστών μπορούν να επωφεληθούν από την αποτίμηση της πρώτης φάσης του κινήματος, στην οποία οι απεργοί της SNCF και του RATP ήταν η πραγματική ηγεσία του κινήματος. Αυτή η απεργία που ανανεώνεται διαρκώς, η οποία ξεκίνησε σε αυτούς τους δύο τομείς στις 5 Δεκεμβρίου 2019, είχε προετοιμαστεί τρεις μήνες νωρίτερα από την εκτεταμένη συνδικαλιστική δουλειά. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να τεθεί ένας τέτοιος στόχος στους σημαντικότερους επαγγελματικούς τομείς, ώστε να ξεκινήσει μέχρι το τέλος του Μαρτίου ένα γενικευμένο κίνημα, μια διεπαγγελματική απεργία που ολοένα θα ανανεώνεται. Αυτό συμβαδίζει με την πρόταση για μια εθνική κλιμάκωση στο Παρίσι, προετοιμασμένη από όλες τις δυνάμεις των συνδικαλιστικών και κοινωνικών κινημάτων. Πέρα από τη ριζοσπαστική αριστερά, το Solidaires έχει κάνει μια τέτοια πρόταση, η οποία μέχρι τώρα δεν έχει εγκριθεί από τον εθνικό συντονισμό μεταξύ των συνδικάτων. Προς το παρόν, επέτρεψε στο κίνημα να συνεχίσει, χωρίς να του δώσει μια στρατηγική, έναν στόχο ικανό να δώσει νέα πνοή για την ήττα του Μακρόν. Ούτε οι ενέργειες, ούτε οι προτάσεις για δίκαιες και αλληλέγγυες συντάξεις λείπουν. Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές είναι διαθέσιμοι για να οργανώσουν μια αντιπαράθεση που θα μπορεί να είναι νικηφόρα.