Που μπορεί να οδηγήσει η σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα; (Του Πιέρ Ρουσέ)

Που μπορεί να οδηγήσει η σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα;

του Πιέρ Ρουσέ

μετάφραση από το internationalviewpoint.org – 9 Φεβρουαρίου 2020

Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι σήμερα οι μόνες δύο «παγκόσμιες» δυνάμεις που αναμετρώνται στην παγκόσμια σκηνή. Όσο περισσότερο βαθαίνει αυτή η σύγκρουση, τόσο περισσότερο αναδύεται μια τάση: ο διαχωρισμός σε δύο συστήματα με ανταγωνιστικές ηγεμονικές φιλοδοξίες.

Πρώτη βεβαιότητα: η αντιπαλότητα ανάμεσα στις ΗΠΑ, την καθιερωμένη δύναμη, και την Κίνα, τον διεκδικητή, αποτελεί τον κύριο (αλλά όχι τον μόνο) παράγοντα που δομεί την παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση, με φόντο το κοινωνικό και οικολογικό χάος που προκαλείται από τον νεοφιλελευθερισμό. Η αντιπαλότητα λαμβάνει χώρα σε όλους τους τομείς : στρατιωτικό, διαστημικό, οικονομικό, τεχνολογικό, στρατηγικές συμμαχίες, πολιτικό και πολιτιστικό μοντέλο.

Δεύτερη βεβαιότητα: παρά την οικονομική και χρηματοπιστωτική αλληλεξάρτηση μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων, που κληρονομήθηκε από την προηγούμενη φάση της ενσωμάτωσης της νέας καπιταλιστικής Κίνας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η σύγκρουση δεν μπορεί πλέον να περιοριστεί εντός του προηγούμενου πλαισίου. Το πλαίσιο αυτό τώρα τίθεται υπό αμφισβήτηση – και εδώ εισερχόμαστε στην αβεβαιότητα.

Η δυναμική αυτού του διαχωρισμού που έχει ξεκινήσει, είναι γεμάτη κινδύνους. Κινείται αντίθετα προς τα συμφέροντα των μεγάλων παγκοσμιοποιημένων εταιριών. Οποιαδήποτε κύρωση επιβάλλεται από την μία αντίπαλη δύναμη στην άλλη, μπορεί να γυρίσει μπούμερανκ ως προς τις επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης. Ο εμπορικός πόλεμος μπορεί να προστεθεί στους άλλους παράγοντες της αστάθειας και να ξεκινήσει την επόμενη παγκόσμια ύφεση (για παράδειγμα εξαιτίας των μέτρων του Τράμπ για να πνίξει την κινεζική ανάπτυξη) και να ανοίξει μια μεγάλη οικονομική κρίση, που οξύνεται από το βάρος χρέος. Η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη, παρόλαυτα, για την ώρα, αυτή η δυναμική είναι σίγουρα υπό εξέλιξη.

Από τη μια, η νεοφιλελεύθερη τάξη συνεχίζει την πρόοδό της κυρίως με την υπογραφή νέων εμπορικών συμφωνιών, από την άλλη, ο Ντόναλντ Τράμπ έχει δυναμιτίσει διακρατικούς συμβουλευτικούς θεσμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και προσπαθεί να αποκλείσει το Πεκίνο από ένα «στρατόπεδο» υπό αμερικανική ηγεσία, το οποίο ανασυσταίνεται. Αυτά συμβαίνουν ενώ η Κίνα είναι (παρά συγκεκριμένες αδυναμίες) ένας σημαντικός παίκτης στον κόσμο των νεών τεχνολογιών και είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό παρούσα σε όλες τις περιοχές του πλανήτη (εκτός από την Αρκτική, όπου παρόλαυτα αφιερώνει σημαντικούς πόρους για να πάρει θέση, και την Ανταρκτική). Μια τέτοια ρήξη μπορεί μόνο να είναι χαοτική. Το νέο γεγονός είναι ότι ο Ξι Τζιπίνγκ φαίνεται τώρα να προετοιμάζεται γι’ αυτήν, αφού πρώτα είχε υποτιμήσει τον αντίπαλο του για μεγάλο διάστημα και αφού είχε καυχηθεί ότι μπήκαμε στον «Κινέζικο αιώνα».

Ο εμπορικός πόλεμος

Η Κίνα και οι ΗΠΑ έχουν μόλις υπογράψει, στις 15 Ιανουαρίου 2020, μια «προκαταρκτική συμφωνία» που υποτίθεται δίνει τέλος στον «εμπορικό ψυχρό πόλεμο» που τους έχει φέρει αντιμέτωπους εδώ και 18 μήνες. Παρόλαυτα, στην πραγματικότητα πρόκειται μόνο για μια προσωρινή κατάπαυση πυρός. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, ο Τράμπ έχει συμφέρον να παγώσει την κατάσταση. Ο Ξι, από μεριάς του, αντιμετωπίζει πολλές εσωτερικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένης της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομικής ανάπτυξης, όπως και τα αποτελέσματα από τα μέτρα που έχει πάρει ήδη η Ουάσιγκτον. Χρειάζεται να κερδίσει χρόνο και να υπολογίσει το αποτέλεσμα των επόμενων αμερικανικών προεδρικών εκλογών, στις 3 Νοέμβρη του 2020.

«Η φάση 1» , σύμφωνα με την ορολογία των ΗΠΑ, της διαδικασίας που υποτίθεται οδηγεί σε μια εξομάλυνση των εμπορικών σχέσεων δεν κάνει πολλά. Η Κίνα έχει συμφωνήσει να σχεδιάσει με την Ουάσιγκτον την αγορά επιπρόσθετων αμερικανικών προϊόντων αξίας 200 δισ. δολαρίων τα επόμενα δύο χρόνια, αλλά δεν έχει υποχωρήσει στα βασικά: επιδοτήσεις των κρατικών επιχειρήσεων και άνοιγμα των αγορών της. Οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν να μην προχωρήσουν σε περεταίρω αυξήσεις των δασμών στους επόμενους μήνες και να αναστείλουν τις κατηγορίες απέναντι στο Πεκίνο για χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εν ολίγοις, η προκαταρκτική συμφωνία αποτελεί μια προσαρμογή στο στάτους κβο. Η “φάση 2” αναβάλλεται μέχρι μετά το Νοέμβριο, επομένως μετά από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.

Παρόλαυτα, οι υφιστάμενες κυρώσεις σε δασμούς, που έχουν επιβληθεί σε 360 δισ. δολάρια κινεζικών προϊόντων για εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, παραμένουν. Αυτές οι «κυρώσεις» έχουν ήδη επιπτώσεις στις κεφαλαιακές και εμπορικές ροές, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες αλλαγές στις βιομηχανικές οργανώσεις και τις αλυσίδες αξίας. Οι «ενδο–επιχειρησιακές» μεταφορές, μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν, για παράδειγμα, δεν είναι πλέον αρκετές για να τις παρακάμψουν. Οι αμερικανικές πολυεθνικές μετεγκαθίστανται στη Νοτιοανατολική Ασία (Βιετνάμ και ούτω καθεξής), ιδίως στον τομέα των ηλεκτρονικών και της πληροφορικής. Ο επαναπατρισμός της παραγωγής στη μητρική χώρα είναι πιο περιορισμένος. Παρά την άνοδο των κινεζικών μισθών, το Πεκίνο διατηρεί, ωστόσο, σημαντικά πλεονεκτήματα: εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, σημασία της εσωτερικής αγοράς, παραγωγή εξαρτημάτων, πλούτο σε σπάνιες γαίες και ούτω καθεξής.

Μπορεί το Πεκίνο να ξεφύγει από τις εξαρτήσεις του;

Η οικονομική αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι σε κάποιους τομείς η Κίνα είναι ευάλωτη, ακόμα και αν σε άλλους (συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης) βρίσκεται σε μια καλή θέση. Ας αναφέρουμε δύο από αυτούς τους τομείς: οι μικροεπεξεργαστές και η διεθνής θέση του αμερικανικού δολαρίου.

Η κινεζική οικονομία υστερεί (δύο ή τρείς γενιές) όσον αφορά τους μικροεπεξεργαστές. Εξαρτάται, ιδίως, στις προμήθειες από την Ταϊβάν ή τη Νότια Κορέα. Ωστόσο, οι μικροεπεξεργαστές χρησιμοποιούνται παντού. Είναι μια πραγματική αχίλλειος πτέρνα, καθώς η Ουάσιγκτον ξεκίνησε τις εχθροπραξίες στο μέτωπο της υψηλής τεχνολογίας, απειλώντας να αρνηθεί στην Κίνα την πρόσβαση στα αμερικάνικα εξαρτήματα.

Η είσοδος στην αγορά των μικροεπεξεργαστών δεν είναι εύκολη. Σύμφωνα με τον καθηγητή Zhou Zhiping (Πανεπιστήμιο του Πεκίνου), θα πάρει πέντε με δέκα χρόνια να καλυφθεί αυτό το κενό. [1] Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι η χώρα στερείται σε αυτόν τον τομέα ειδικευμένους μηχανικούς, μια επαρκή αλυσίδα εφοδιασμού και ένα βιομηχανικό οικοσύστημα.

Το παράδοξο είναι ότι η Κίνα ακολούθησε τους ανταγωνιστές της στον τομέα των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Το 1965, ήταν σε θέση να τα παράγει, ενώ η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα δεν το έκαναν. Η Πολιτιστική Επανάσταση, η καταπίεση των φοιτητών, και στη συνέχεια η βασιλεία της Ομάδας των Τεσσάρων, μετέτρεψε αυτή τη δυνατότητα σε στάχτες. Υπήρξε μια «χαμένη γενιά» στην εκπαίδευση μηχανικών, όταν πολλά «μυαλά» έφυγαν στις ΗΠΑ. Στο μέλλον θα προέκυπτε ένα ερώτημα: θα μπορούσε η χρήση τεχνητής νοημοσύνης να επιτρέψει στο Πεκίνο να παρακάμψει τη δυσκολία στους συμβατικούς μικροεπεξεργαστές; [2]

Επιπλέον, πρόσφατα και πολύ σταδιακά, η Κίνα πουλάει αμερικανικά κρατικά ομόλογα (έχει 1.000 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτά!) για να χρηματοδοτήσει τον εαυτό της σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης αλλά και για λόγους ασφαλείας. Αν και αδύναμες, οι εκποιήσεις αυτές σηματοδοτούν την επιθυμία του Πεκίνου να σπάσει την εξάρτησή του από το αμερικανικό νόμισμα. Ταυτόχρονα, η Τράπεζα της Κίνας διαφοροποιεί τα αποθέματά της και αγοράζει πολύ χρυσό.

Όσο απίστευτο και αν είναι, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μονομερώς δώσει στον εαυτό τους το δικαίωμα να διώκουν οποιοδήποτε οντότητα στον κόσμο που χρησιμοποιεί αμερικάνικα δολάρια σε συναλλαγές που θεωρούνται αντίθετες με την πολιτική της Ουάσιγκτον. Είναι το όπλο που χρησιμοποιείται σήμερα για την ενίσχυση του αποκλεισμού του Ιράν. Το κινεζικό γουάν θα μπορούσε τελικά να χρησιμεύσει ως νόμισμα ανάγκης (όπως και το γιεν Ιαπωνίας ή το ευρώ;) υπό τον όρο ότι το Πεκίνο εγγυάται ότι δεν θα χειραγωγήσει τη συναλλαγματική του ισοτιμία.

5G, μια πολιτική αναμέτρηση

Ο Τραμπ κατηγορεί το Πεκίνο για βιομηχανική και πολιτική κατασκοπεία. Ποιος δεν το κάνει αυτό; Ήταν οι ΗΠΑ που χάκαραν τα τηλέφωνα της Άνγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν! Κάνοντας το αυτό, η Ουάσιγκτον έχει αποκτήσει ένα σαφές πλεονέκτημα, ιδιαίτερα στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, γνωρίζοντας από πριν την τακτική των Ευρωπαίων «συμμάχων» της. Ο Μακρόν ήταν αναστατωμένος διότι η βελγική κυβέρνηση αποφάσισε να αγοράσει μαχητικά αεροσκάφη των ΗΠΑ – και είχε σοβαρούς λόγους: όλες οι πληροφορίες πτήσης αποστέλλονται απευθείας στον κατασκευαστή, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όσον αφορά τις «καλές πρακτικές», είναι τόσο συνηθισμένο να βάζεις τον Καναδά να συλλαμβάνει και να διώκει έναν διευθυντή ανταγωνιστικής ομάδας, στην προκειμένη περίπτωση της Huawei, αναγκάζοντας τον γείτονά σου να θέσει υπό κράτηση την Meng Wanzhou – και να πληρώσει το τίμημα;

Η Κίνα είναι ικανή να προσφέρει το καλύτερο προϊόν για το 5G (ικανό να προσφέρει μεγάλη ποσότητα δεδομένων σε μια ασύγκριτη ταχύτητα) στο χαμηλότερο κόστος, ενώ η εγκατάσταση του εξοπλισμού ξεκινά σήμερα. Οι ευρωπαϊκές εταιρίες βρίσκονται σε καλό επίπεδο (Nokia, Ericsson), αλλά η Huawei ηγείται αυτού του αγώνα ταχύτητας και παίρνει τη μερίδα του λέοντος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Ουάσιγκτον διατάσσει τους συμμάχους της να συμπαραταχθούν στο στρατόπεδό της εξαιρώντας τους Κινέζους από την εφαρμογή του 5G στις χώρες τους. Η ανταπόκριση των Ευρωπαίων σ’ αυτό δεν είναι ομοιογενής, όπως συνήθως, αλλά μάλλον αρνητική ή ανάμεικτη. Μόνο ο Καναδάς(;), η Αυστραλία ή η Νέα Ζηλανδία φαίνεται να ανταποκρίνονται. Το τεστ δεν είναι πολύ ενθαρρυντικό για τον Τραμπ.

Η απαγόρευση στις τεχνολογικές ανταλλαγές

Ένα άλλο, πιο σημαντικό μέτρο είναι η απαγόρευση στις αμερικανικές εταιρίες να πουλάνε τεχνολογία σε κινεζικές εταιρίες, ιδιαίτερα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (συμπεριλαμβανομένων των αναβαθμίσεων σε υπάρχοντα συστήματα, όπως της Google). Αυτό θα παίξει ρόλο στην αναδιοργάνωση της παγκόσμιας αγοράς. Οι GAFA (Google, Amazon, Facebook και Apple) όχι μόνο θα χάσουν αγορές, αλλά αυτό θα σημάνει την ανάπτυξη ασύμβατων τεχνολογιών παγκοσμίως, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1970 για τις VHS και Betamax (εγγραφή βίντεο και κασετών). Η τεχνολογία του DVD κατέστησε αυτόν τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο Ιαπωνικές μάρκες (Victor Company και Sony) απαρχαιωμένο.

Η ανάπτυξη παγκόσμιων προτύπων διευκολύνει σημαντικά την κινητικότητα του κεφαλαίου. Ωστόσο, η ασυμβατότητα των τεχνολογιών είναι σήμερα κομμάτι μιας παγκόσμιας σύγκρουσης. Ένας αριθμός, ακόμη άγνωστος, οικονομικών τομέων θα επηρεαζόταν από την πολιτική, εμπορική και στρατιωτική πίεση ώστε η κάθε χώρα να διαλέξει το «στρατόπεδό» της. Η Ουάσιγκτον λειτουργεί με αυτή τη λογική του αποκλεισμού. Το Πεκίνο λέει ότι οι εταίροι του είναι ελεύθεροι να κλείνουν συμφωνίες με όποιον θέλουν, αλλά χτίζει κράτη–πελάτες, ιδίως χάρη στο όπλο του χρέους, που του επιτρέπει να αναλαμβάνει τον έλεγχο των λιμανιών, καθιστώντας τα «παραχωρήσεις» προς την Κίνα για μέχρι και 99 χρόνια (τέτοιο ήταν το αποικιακό καθεστώς του Χόνγκ Κόνγκ!).

Επιστρέφουμε σε ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα που τέθηκαν στην εισαγωγή αυτού του άρθρου: τι μορφές μπορεί να πάρουν οι λίγο πολύ αποκλειστικές ζώνες επιρροής σήμερα στον κόσμο;

Ασταθής γεωπολιτική

Η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του Ντόναλντ Τράμπ, οι εκλογικές του προτεραιότητες και η επιρροή της θρησκευτικής ακροδεξιάς δεν είναι χωρίς επιπτώσεις. Ιστορικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ έχουν μάθει με τον σκληρό τρόπο ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν νοιάστηκε για τα συμφέροντά τους. Στο σημείο που ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Άμπε μπόρεσε να παίξει το χαρτί του Πούτιν για να αντιμετωπίσει την εγκατάλειψη του Τραμπ.

Παρόλαυτα, η αλλοπρόσαλη πολιτική του Τραμπ εκφράζει επίσης μια μεγάλη ένταση στην αμερικανική πολιτική. Αν και κυρίαρχος, αυτός ο ιμπεριαλισμός δεν είναι αρκετά ισχυρός για να ελέγξει τον κόσμο – εξού και ο πειρασμός να υποχωρήσει, αλλά τα συμφέροντά του διακυβεύονται παντού – εξού και η αδυναμία απλής απόσυρσης. Η Μέση Ανατολή παρέχει μια εντυπωσιακή απεικόνιση αυτής της κατάστασης.

Η Ουάσιγκτον θα χρειάζονταν συμμάχους που μπορούν να αστυνομεύσουν μαζί της τον πλανήτη. Αλλά υπάρχουν τέτοιοι; Η μονομέρεια του Τραμπ δεν βοηθάει αυτούς που θα μπορούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Αλλά υπάρχουν τέτοιοι; Η μόνη «επιτυχία» της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ότι έχει προωθήσει την ασταθή επιβολή του ΠΟΕ. Οι δυνατότητες επέμβασης της Ιαπωνίας περιορίζονται από την φιλειρηνική προσκόλληση του πληθυσμού (την οποία ακόμη ο Άμπε δεν έχει καταφέρει να σπάσει) και από την μνήμη των καταχρήσεων που έγιναν στην Ασία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια συμφωνία που θα άντεχε στον χρόνο με τη Ρωσία απέναντι στην Κίνα φαίνεται ανεφάρμοστη. Επιπλέον, η αποτελεσματική περιοχή δράσης της Μόσχας περιορίζεται κυρίως στην «περιφέρειά» της (συμπεριλαμβανομένης της Συρίας) και στις στρατιωτικές της δυνατότητες.

Η Ουάσιγκτον ψάχνει για συμμάχους μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων, ξεκινώντας με τη Σαουδική Αραβία (μια εστία «ριζοσπαστικής» ισλαμιστικής τρομοκρατίας!). Ωστόσο, αυτές οι επονομαζόμενες περιφερειακές δυνάμεις υπάρχουν σε αφθονία και η Κίνα είναι η πιο ικανή να τις εκμεταλλευτεί. Αυτό συμβαίνει στη Μέση Ανατολή (όπου συναλλάσσεται τόσο με το Ιράν όσο και με τη Σαουδική Αραβία, παίζοντας τον ρόλο της ως η μεγαλύτερη εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο) και στη Βόρεια Αφρική ή στην Υποσαχάρια Αφρική, ή σε έναν βαθμό και στη Λατινική Αμερική.

Το θέατρο επιχειρήσεων του Ινδικού – Ειρηνικού είναι μια ιδιαίτερη και σημαντική περίπτωση. Αυτή η περιοχή βρίσκεται στην καρδιά της σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Μετά από μια μακρά καθυστέρηση, η Ουάσιγκτον έχει σταθεροποιήσει μια συμμαχία που περιλαμβάνει την Ινδία, την Ιαπωνία (παρά τις εντάσεις ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Τόκιο), την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Το Πεκίνο έχει αναπτύξει ένα από τα αεροπλανοφόρα και τον στόλο του στην περιοχή και διαπραγματεύεται σημεία στήριξης με διάφορα νησιωτικά κράτη. Βρίσκεται σε καλή θέση στη νέα κούρσα εξοπλισμών, συμπεριλαμβανομένων των υπερηχητικών όπλων, ικανών να απειλούν από αεροναυτικές δυνάμεις και εχθρικά εδάφη από μακριά. Οι κανόνες του πολέμου αλλάζουν.

Στη χερσαία ανάπτυξη της Κίνας, πρέπει να προστεθεί η ανάπτυξη των δυνάμεών της στο διάστημα. Εκεί απεικονίζεται καλά της εξελισσόμενης δυναμικής. Το 2011, ένας αμερικανικός νόμος απέκλειε την Κίνα από τον διεθνή διαστημικό σταθμό (ISS). Ξαφνικά, η Κίνα ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να χτίσει τον δικό της μέχρι το 2025. Το 2019, το Πεκίνο εκτόξευσε τους περισσότερους δορυφόρους από κάθε άλλη χώρα: 34 εκτοξεύσεις, συμπεριλαμβανομένων 32 με επιτυχία (27 για τις Ηνωμένες Πολιτείες) και επίσης, θυμηθείτε, έστειλε σκάφος στην απόμακρη πλευρά της Σελήνης. Αυτό σημαίνει πολλές τεχνολογικές προόδους, όπως και κολοσσιαίες επενδύσεις (δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις δυσκολίες και τις αδυναμίες του καθεστώτος του Ξι Τζιπίνγκ και τις πιθανές συνέπειες τους).

Τίποτα δεν είναι ακόμη αμετάκλητο, αλλά έχουμε εισέλθει σε μια πολύ καινούρια κατάσταση με πολύ αβέβαιες συνέπειες. Τέλος, δεν χρειάζεται να είσαι μάντης για να καταλάβεις ότι η σύγκρουση Κίνας–ΗΠΑ μπορεί να οδηγήσει στην επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης. Ποιος ανησυχεί γι’ αυτή στην Ουάσιγκτον ή στο Πεκίνο;

Υποσημειώσεις

[1] 3 Σεπτέμβρη 2019, “China needs ‘five to 10 years’ to catch up in semiconductors, Peking University professor Zhou Zhiping says”.

[2] 28 Αυγούστου 2019, “How China is still paying the price for squandering its chance to build a home-grown