30 χρόνια από τον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας

30 χρόνια από τον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας

 

Από την Εργατική Πάλη Σεπτεμβρίου

 

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας των 22 εκατ. κατοίκων ήταν το προϊόν τριών καθοριστικών παραγόντων.

Αρχικά, της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ, του σταλινισμού και της προσπάθειας των πρώην γραφειοκρατών της κάθε oμόσπονδης γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας να διατηρήσουν-διαιωνίσουν τα υλικά τους προνόμια με το να μετασχηματιστούν σε μια νέα εκμεταλλευτική αστική τάξη. Ταυτόχρονα, συμπίπτει χρονικά με την τεράστια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο θεωρούσε πως μπορεί να βρει διέξοδο από αυτήν με το ιμπεριαλιστικό δόγμα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, όπου το σύνολο των Δυτικών ιμπεριαλιστών (έχοντας στο τιμόνι τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό) θα επιχειρήσουν άμεσα και με περίσσια βιαιότητα να ελέγξουν-αρπάξουν όλες εκείνες τις περιοχές (παρθένο έδαφος για επιχειρηματικές δραστηριότητες, για την εξάπλωση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και προφανώς για την περικύκλωση της Ρωσίας) που άφηνε πίσω του ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» μετά από την καπιταλιστική του παλινόρθωση. Τέλος, έρχεται σε μια περίοδο όπου το παγκόσμιο εργατικό κίνημα βιώνει μία από τις χειρότερες ιστορικές του κρίσεις, καθώς η κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για το παγκόσμιο προλεταριάτο, το οποίο δεν κατάφερε να δώσει την σωστή απάντηση μπροστά σε όλες αυτές τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στο παγκόσμιο status quo και να κινηθεί κόντρα στο ρεύμα, υπερασπιζόμενο το σοσιαλιστικό ιδεώδες και την δικτατορία του προλεταριάτου.

Το εργατικό κίνημα, μουδιασμένο και βαριά πληγωμένο από τα τόσα χρόνια σταλινικής αντεπανάστασης, δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση του γραφειοκρατικού μοντέλου και να την μετατρέψει σε μία πολιτική επανάσταση που θα υπερασπιζόταν τις ιστορικές κατακτήσεις των προηγούμενων κοινωνικών επαναστάσεων. Αυτήν την κατάσταση την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο οι πρώην γραφειοκράτες για να κάνουν πράξη την μετατροπή των προνομίων τους σε ιδιωτικό κεφάλαιο, δηλαδή να πραγματοποιήσουν μία κοινωνική αντεπανάσταση. Γνώριζαν πολύ καλά τον διακαή πόθο των μαζών για πολιτικές και ατομικές ελευθερίες, για κοινωνική δικαιοσύνη και για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο και μέλλον και έτσι τα μετέτρεψαν όλα αυτά σε δόλωμα για να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός, πραγματοποιώντας αυτήν την τεράστια πολιτική και κοινωνική οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας.

Τα πρώτα σύννεφα πάνω από την Γιουγκοσλαβία άρχισαν να μαζεύονται μετά από τον θάνατο του Τίτο. Το κρατικό χρέος και κυρίως οι οφειλές του κράτους προς το ΔΝΤ, αποτέλεσαν την «κερκόπορτα» που περίμεναν οι ιμπεριαλιστές για την καλλιέργεια των εσωτερικών ανταγωνισμών και την αναθέρμανση των εθνικισμών. Η διαφορά του βιοτικού επιπέδου ανάμεσα στις πιο πλούσιες ομόσπονδες δημοκρατίες του βορρά (Σλοβενία, Κροατία) και στις πιο φτωχές του νότου (π.χ. Κόσσοβο, Μακεδονία, Μαυροβούνιο) ήταν πολύ μεγάλη. Η Σερβία του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς προσπάθησε να επιβάλλει ένα άκρως συγκεντρωτικό μοντέλο για να επικρατήσει πάνω σε όλες τις υπόλοιπες εθνότητες. Λόγω της πλειοψηφίας της σερβικής εθνότητας και της διασποράς της σχεδόν σε όλη την επικράτεια της Γιουγκοσλαβίας, αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της και μόνο αυτή μαζί με το Μαυροβούνιο πάσχιζαν να συγκρατήσουν την ενιαία Γιουγκοσλαβία, καθώς όλες οι άλλες δημοκρατίες άρχιζαν να κατατρώγονται από τις φλόγες των εθνικισμών και της «ανεξαρτησίας» (δηλαδή της πλήρους εξάρτησης και υποταγής τους από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές). Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την προσπάθεια διαδραμάτισε η πλέον ενοποιημένη Γερμανία, η οποία άρχισε να προσεταιρίζεται και να στηρίζει οικονομικά, αλλά και με στρατιωτικό εξοπλισμό (της πρώην ΛΔ της Γερμανίας) τις Σλοβενία και Κροατία αντίστοιχα, για να εκπληρώσουν τα αποσχιστικά τους σχέδια. Το σχέδιο λοιπόν για την πλήρη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είχε ήδη μπει σε εφαρμογή.

Στα τέλη του Δεκέμβρη του 1990, η Σλοβενία πραγματοποιεί δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της. Η κυβέρνηση της Σλοβενίας γνώριζε ότι μία τέτοια κίνηση θα προκαλούσε την έντονη αντίδραση του Γιουγκοσλάβικου Λαϊκού Στρατού, για αυτό και έκανε κάλεσμα για άμεση εμπλοκή της Γερμανίας, η οποία έσπευσε να αναγνωρίσει ντε φάκτο την ανεξαρτησία της Σλοβενίας με την διατύπωση «του εμπόλεμου κράτους». Μετά από αυτό θα ακολουθήσει ο πόλεμος των 10 ημερών που θα οδηγήσει στην πλήρη απόσχιση της Σλοβενίας από την Γιουγκοσλαβία.

Λίγους μήνες αργότερα, έπειτα από την ώθηση των ιμπεριαλιστών, κυρίως των ΗΠΑ και της ΕΟΚ, μπήκε και η Κροατία σε τροχιά «ανεξαρτησίας», υπό την ηγεσία του τέως γραφειοκράτη και έπειτα ακραίου εθνικιστή πρωθυπουργού, Φράνιο Τούτζμαν. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι στο εσωτερικό της Κροατίας υπήρχε ένας σερβικός θύλακας (η περιοχή της Κράινας) που θα επιζητούσε την παραμονή της στην Γιουγκοσλαβία. Αυτό αποτέλεσε την βάση για την σύγκρουση της Κροατίας με τους Σέρβους, με στόχο την ανεξαρτητοποίησή τους. Ωστόσο, μετά την «ανακήρυξη» της ανεξαρτησίας της Κροατίας, ο κροατικός στρατός με την αμέριστη βοήθεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ προχώρησαν στον εκτοπισμό των Σέρβων της Κροατίας (κυρίως από την Κράινα), οι οποίοι κατευθύνθηκαν στην Βοσνία Ερζεγοβίνη, την τρίτη κατά σειρά δημοκρατία που αποτέλεσε πεδίο της εμφύλιας σύγκρουσης.

Μετά την Σλοβενία και την Κροατία, τον δρόμο της απόσχισης ακολούθησε και η Βοσνία, υπό την ηγεσία του μουσουλμάνου πρωθυπουργού Αλία Ιζετμπέγκοβιτς. Μετά την ανεξαρτησία της, στην θέση του πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος πρόεκυψαν 3 καινούρια εθνικιστικά κόμματα. Η Βοσνία ήταν ουσιαστικά διαιρεμένη σε τρείς κυρίως εθνοτικές δυνάμεις: τους μουσουλμάνους Βόσνιους με ηγέτη τον Ιζετμπέγκοβιτς, τους Σέρβο-Βόσνιους με ηγέτη τον Κάρατζιτς και τους Κροάτες-Βόσνιους με ηγέτη τον Μπόμπαν. Μετά την λήξη του πολέμου της Κροατίας, ο Μιλόσεβιτς (Γιουγκοσλαβία) και ο Τούτζμαν (Κροατία) ήρθαν σε μυστική συμφωνία για την διχοτόμηση της Βοσνίας. Ωστόσο, αυτό το σχέδιο ναυάγησε γρήγορα, καθώς και οι τρεις πλευρές συγκρούονταν μεταξύ τους για το ποιος θα κυριαρχήσει στην περιοχή. Η Κροατία, φοβούμενη την ισχυροποίηση της Σερβο-Βοσνιακής πλευράς από την εγκατάσταση στην Βοσνία πάνω από 200.000 Σέρβων της Κράινα, ήρθε σε συμφωνία με την πλευρά των μουσουλμάνων Βόσνιων τον Φεβρουάριο του 1994, με το Σύμφωνο της Ουάσινγκτον. Τότε, με την άμεση στρατιωτική βοήθεια και συμμετοχή των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ξεκίνησε μία οδυνηρή εμφύλια σύρραξη, που χαρακτηρίστηκε από ακραίες ωμότητες όλων των πλευρών και από ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό των Σέρβο-Βόσνιων. Ο νατοϊκός στρατός έκοψε τα σύνορα με την Γιουγκοσλαβία, για να αποφευχθεί οποιαδήποτε εμπλοκή της στον πόλεμο και άρχισε τους εκτεταμένους βομβαρδισμούς σε στρατηγικά σημεία των Σερβο-Βόσνιων, ενώ ταυτόχρονα επέλαυνε από την Δύση ο κροατικός στρατός, που ήταν πάνοπλος, λόγω των Δυτικών συμμάχων του, και πλήρως εκπαιδευμένος από τις ΗΠΑ. Στα μέσα του Οκτώβρη του 1995, εφόσον δεν υπήρχαν πια δυνατότητες ανάκαμψης της Σερβο-βοσνιακής πλευράς, οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και ένα μήνα μετά, με τη Συμφωνία του Ντέιτον οι ΗΠΑ διχοτόμησαν την Βοσνία σε δύο μέρη: α) στην Ομοσπονδία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης (51%) και β) στην Σέρβικη Δημοκρατία της Βοσνίας (49%).

Πλέον τα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας περιείχαν μόνο τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές. Στόχος τους ήταν να ελέγξουν όλα τα Βαλκάνια. Το επόμενο πεδίο ιμπεριαλιστικής επέμβασης ήταν το Κόσοβο, αυτόνομη επαρχία της Σερβίας με σημαντικό αλβανικό πληθυσμό. Είναι γεγονός ότι ο Μιλόσεβιτς καταπατούσε τα δικαιώματα των Αλβανών του Κοσσόβου, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν γινόταν «εθνοκάθαρση», όπως παρουσίαζε η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα. Οι ιμπεριαλιστές δημιούργησαν και εξόπλισαν τον επονομαζόμενο Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου (UCK), που απαρτιζόταν από εμπόρους ναρκωτικών και άλλους εγκληματίες. Οργάνωσε επιθέσεις κατά σερβικών θέσεων, οι οποίες κλιμακώθηκαν το 1998, ώστε να δοθεί αφορμή για ιμπεριαλιστική επέμβαση. Το ΝΑΤΟ ισχυρίστηκε ότι ο σερβικός στρατός προέβη σε σφαγές Αλβανών, επικαλούμενο στοιχεία για «ομαδικούς τάφους». Μέσα σε κλίμα αντισερβικής υστερίας και προπαγάνδας, η σερβική κυβέρνηση σύρθηκε σε «διαπραγματεύσεις» στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας. Εκεί η αντιπροσωπεία του ΝΑΤΟ επέδωσε στους Σέρβους ένα τελεσίγραφο που προέβλεπε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας θα μετατρεπόταν σε ένα κατοχικό νατοϊκό προτεκτοράτο, καταπατώντας έτσι κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας. Στην άρνηση του Μιλόσεβιτς και του σερβικού λαού να δεχθούν την κατοχή της χώρας τους ακολούθησε η νατοϊκή βαρβαρότητα.

Οι βομβαρδισμοί ξεκίνησαν στις 24 Μαρτίου του 1999 και διήρκεσαν 78 μέρες. Ο τραγικός απολογισμός των φονικών επιθέσεων των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ-ΕΟΚ πάνω στους λαό της Γιουγκοσλαβίας μετράει πάνω από 3.000 θύματα, καταστροφές σχολείων, νοσοκομείων, εργοστασίων, δρόμων, αεροδρομίων. Πάνω από 1,5 εκατ. Κοσσοβάροι πρόσφυγες, πάνω από 200 σέρβικες πόλεις βομβαρδισμένες, βόμβες εμπλουτισμένες με καρκινογόνο εξασθενημένο ουράνιο που έχουν προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες θανάτους στην ευρύτερη περιοχή και η μαύρη λίστα δεν έχει τέλος. Η ειρωνεία των φονιάδων του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ είναι πως όλες αυτές τις εκτεταμένες θηριωδίες τις έκαναν δήθεν για να υπερασπιστούν την «δημοκρατία» και να προστατέψουν τους αβοήθητους Κοσσοβάρους.