Η Ριζοσπαστική Αριστερά στο Κοινοβούλιο, αντίφαση ή προοπτική; (Του Marko Kržan – Σλοβενία)

Η Ριζοσπαστική Αριστερά στο Κοινοβούλιο, αντίφαση ή προοπτική;

Τρίτη 19 Μαρτίου, του Marko Kržan (Σλοβενία)

Μετάφραση από το International Viewpoint

Όπως ξέρουμε, τα κόμματα της Αριστεράς στη Δυτική Ευρώπη, όπως το γερμανικό Die Linke (H Aριστερά), παίζουν ένα διακοσμητικό ρόλο ή, στην καλύτερη περίπτωση, το ρόλο του ηθικού αντισταθμίσματος και έχουν ελάχιστη επιρροή στις πολιτικές εξελίξεις. Το κοινοβουλευτικό τους έργο περιορίζεται κυρίως στην προπαγάνδα. Στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, αυτά τα κόμματα δεν καταφέρνουν, συνήθως, να μπουν στο κοινοβούλιο. [1]

Σε μερικές νοτιοευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, έχουν γίνει ένας σημαντικός παράγοντας χωρίς τον οποίο δεν θα είχαν καταφέρει να υπάρξουν οι κυβερνήσεις της φιλελεύθερης αριστεράς. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για την Πορτογαλία και τη Σλοβενία [3]. Κατά μία έννοια, ισχύει και στην Ισπανία [4].

Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα πώς μπορούν αυτά τα κόμματα να υπερασπιστούν τα αιτήματα της εργατικής τάξης και αν η κατάσταση εξυπηρετεί στο να ενισχυθεί το εργατικό αντικαπιταλιστικό κίνημα. Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να περιγράψω κάποια από τα υποκειμενικά και αντικειμενικά εμπόδια που είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν σ’ αυτό το μονοπάτι και να εξετάσω πιθανές λύσεις.

Ο ριζοσπαστισμός σε ένα σύστημα που απορροφά

Στη θεωρία, το ερώτημα αν τα αντικαπιταλιστικά κόμματα θα πρέπει να μπαίνουν στο κοινοβούλιο απαντιόταν, για πολύ καιρό, θετικά. Στον καιρό του, ακόμα, ο Λένιν, στη αντιπαράθεση με τους αντιπάλους του (υποστηρικτές του μποϊκοτάζ των εκλογών), δήλωνε ότι το κοινοβούλιο -και χρησιμοποιώ εδώ την έκφραση του Αλτουσέρ- είναι ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους που πρέπει να χρησιμοποιούν αυτοί που παλεύουν για το σοσιαλισμό. Αυτός ο μηχανισμός είναι πράγματι ένας χώρος συζητήσεων που προσφέρεται για προπαγάνδα και, τουλάχιστον στα σύγχρονα κοινοβούλια, μια πηγή χρηματοδότησης του κόμματος. Πρέπει να χρησιμοποιείται για να ενισχύσει το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι είναι μηχανισμός του καπιταλιστικού κράτους. Ο κοινοβουλευτισμός, διαχωρίζοντας την πολιτική από την οικονομία και αντιμετωπίζοντας τον πληθυσμό σαν ένα σύνολο ατομικοποιημένων αφηρημένων ατόμων (“ένα άτομο, μία ψήφος”), και όχι με συλλογικούς όρους -μια συγκεκριμένη τάξη ή κοινωνική ομάδα- κάνει συμβιβασμούς ανάμεσα στην τάξη των καπιταλιστών και τις υποτελείς τάξεις. Αυτοί οι συμβιβασμοί μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκοί για την εργατική τάξη (εργάτες, μικρομεσαίοι αγρότες, μικροβιοτέχνες και προλεταριοποιημένοι υπάλληλοι), αλλά εξακολουθεί να είναι συμβιβασμός που έχει στόχο να διατηρήσει την απαλλοτρίωση και την υποτέλειά της.

Αυτός είναι ο λόγος που ο κοινοβουλευτισμός τροφοδοτεί τον οπορτουνισμό. Στην πάλη τους για δημοτικότητα, οι κοινοβουλευτικοί (οι βουλευτές και οι βοηθοί τους) υιοθετούν το γλωσσικό ιδίωμα και τους αντικειμενικούς στόχους της “πραγματικότητας”, τείνουν να προσαρμοστούν στην κυρίαρχη ιδεολογία ή σε μια από τις αυτογενείς παραλλαγές της. Όσο περισσότερο εξαρτάται η ζωή τους από το κοινοβούλιο, τόσο πιθανότερο είναι να μηχανορραφούν για να έχουν προνόμια και θέσεις ευθύνης μέσα στο κόμμα. Τέτοιες πρακτικές δημιουργούν ένα χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς και τα μέλη του κόμματος [5]. Σε αυτά ζητείται μόνο να συμμετέχουν σε τυπικές διαδικασίες για να επικυρώσουν τις αποφάσεις που έχουν ήδη παρθεί, όπως αναμένεται απ’ όλους τους ψηφοφόρους στην αστική δημοκρατία. Αν και τα “κλασσικά” κόμματα εφαρμόζουν αυτό το μηχανισμό με επιτυχία, για τα αντικαπιταλιστικά κόμματα είναι καταστροφικός γιατί διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στο πρόγραμμά τους και την πιθανότητα τους να το πραγματοποιήσουν. Δεν είναι υπερβολή να κάνουμε λόγο για την εμφάνιση μιας μικρής γραφειοκρατίας που, στη σχέση της με το αντικαπιταλιστικό κόμμα, θυμίζει τη σχέση της σοβιετικής νομενκλατούρας με τη δική της κοινωνία. Σύμφωνα με τον Μαντέλ [6], η σοβιετική νομενκλατούρα ήταν, στην πραγματικότητα, η άρχουσα κοινωνική ομάδα αλλά δεν ήταν μια νέα (άρχουσα) τάξη. Αντίθετα από την τάξη των καπιταλιστών, που τα ζωτικά της συμφέροντα συμπίπτουν με τις αναπαραγωγικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας (η τάση αύξησης του ατομικού κέρδους είναι απαραίτητη για τη συσσώρευση κεφαλαίου γενικά), οι μηχανορραφίες και η διαφθορά της νομενκλατούρας μειώνουν την αποδοτικότητα της ελεγχόμενης από το κράτος οικονομίας και εμποδίζουν τον έλεγχο από τους εργαζόμενους. Το ίδιο μπορεί να ισχύει για την άρχουσα ομάδα ενός αντικαπιταλιστικού κόμματος: οι μηχανορραφίες για τα “πόστα” στο κόμμα μειώνουν τον αριθμό των ακτιβιστών, ενώ η υιοθέτηση του γλωσσικού ιδιώματος των ΜΜΕ και η “ρεαλιστική” πρακτική οδηγούν στην εγκατάλειψη των αντικειμενικών στόχων του ή ακόμα και του προγράμματός του.

Για κόμματα όπως το Ljevica (Αριστερά) στη Σλοβενία ή τους Πορτογάλους αντικαπιταλιστές, που έχουν μεγάλη επιρροή στις φιλελεύθερες αριστερές κυβερνήσεις, αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση ή ακόμα και συνθηκολόγηση. Η κοινοβουλευτική υποστήριξη που παρέχουν στην κυβέρνηση (προκειμένου να ασκούν επιρροή πάνω της) με στόχο να ενισχύσουν το αντικαπιταλιστικό κίνημα κινδυνεύει να γίνει η ραχοκοκαλιά της “πολιτικής σταθερότητας”, δηλαδή, στην ουσία να διατηρεί την εξουσία της αστικής τάξης. Τουλάχιστον, αν οι αποφάσεις τους αρχίσουν να καθορίζονται αντικειμενικά από τη “διακυβέρνηση” (“και αν μετά την πτώση της αριστερής φιλελεύθερης κυβέρνησης έρχονταν στην εξουσία οι λαϊκιστές;”). Και από υποκειμενικά και προσωπικά συμφέροντα της εκκολαπτόμενης γραφειοκρατίας τους (“τι θα κάνουμε αν βρεθούμε εκτός κοινοβουλίου;”). Αν δεν ληφθούν αντίμετρα, είναι απλά θέμα χρόνου το κόμμα να γίνει μέρος της πολιτικής τάξης [7] – ή να χάσει τη θέση του στο κοινοβούλιο (γιατί ο κόσμος να ψηφίζει το αριστερό αντίγραφο αντί για το πρωτότυπο;).

Ποιά μπορεί να είναι αυτά τα αντίμετρα; Ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο αν οικοδομήσει την αυτονομία του από το σύστημα. Πρέπει, άρα, να εγγυηθεί την αυτονομία του σε ιδεολογικό-πολιτικό και υλικό-οικονομικό επίπεδο, καθώς και την αυτονομία του στη δράση.

Η ιδεολογική και πολιτική αυτονομία είναι απαραίτητη γιατί το αντικαπιταλιστικό κίνημα πρέπει να αναπτύξει τη δική του ανάλυση της πραγματικότητας. Για το σκοπό αυτό μπορεί να βασιστεί στη βοήθεια ακαδημαϊκών ή ΜΚΟ. Όμως μια τέτοια συνείδηση δεν μπορεί να παραχθεί μέσα στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους γιατί αυτός παράγει αναλύσεις από την πλευρά της κυρίαρχης ιδεολογίας και των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Χωρίς μια έγκυρη ανάλυση της κατάστασης, οι πολιτικές αποφάσεις είναι, στην καλύτερη περίπτωση, προϊόν διαίσθησης και η ακρίβειά τους είναι αποτέλεσμα σύμπτωσης.

Η αυτονομία στη δράση συνεπάγεται την ικανότητα να δουλεύεις πολιτικά ανεξάρτητα από το κοινοβούλιο και την αστική κοινωνία των πολιτών – συμπεριλαμβανομένων των συνδικάτων, γιατί ο συνδικαλισμός είναι ενσωματωμένος στον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους.

Η υλική και οικονομική αυτονομία συνεπάγεται την ανεξαρτησία του κόμματος απ’ όλες τις πηγές χρηματοδότησης που υποτάσσουν το κόμμα στη λογική του συστήματος, που είναι συχνά αυτό που ισχύει για τις ΜΚΟ.

Βέβαια, κανείς δε λέει πως αυτή η αυτονομία πρέπει να είναι απόλυτη και να οικοδομείται ταυτόχρονα και στους τρεις τομείς. Στην πραγματικότητα, για παράδειγμα, η ιδεολογική και πολιτική αυτονομία μπορούν να αντισταθμίσουν την έλλειψη αυτονομίας στη δράση ή την υλική και οικονομική αυτονομία, καθώς τα στελέχη του κόμματος που είναι καλύτερα εκπαιδευμένα με αυτή την έννοια θα είναι πιο ικανά να αγωνιστούν ενάντια στον οπορτουνισμό και θα τείνουν περισσότερο προς την αλληλεγγύη παρά προς τον ανταγωνισμό για την απόκτηση προνομίων.

Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο: ένα μεταβατικό πρόγραμμα

Θα εξετάσω, συνεπώς, λίγο λεπτομερέστερα την ιδεολογική και πολιτική αυτονομία. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προγράμματα των σημερινών αντικαπιταλιστικών κομμάτων είναι λιγότερο ριζοσπαστικά από εκείνα των αντικαπιταλιστικών κομμάτων του παρελθόντος, ακόμα κι από σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της μεταπολεμικής περιόδου [8]. Αυτό πηγάζει, εν μέρει, από την παλιά μαρξιστική αρχή για το πως καθορίζεται η συνείδηση: από τη στιγμή που ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η ιδεολογία του είναι ισχυρότερα σήμερα, ακόμα και μια λιγότερο προωθημένη ιδεολογικό-πολιτική πλατφόρμα μπορεί να χαρακτηριστεί ριζοσπαστική.

Το αποτέλεσα είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτών των προγραμμάτων: οι αντιφάσεις τους είναι τουλάχιστον προφανείς. Ορισμένα μέτρα φορολόγησης και κοινωνικής πολιτικής, καθώς και οποιαδήποτε συγκεχυμένη απόπειρα μετατροπής της οικονομίας προς την κατεύθυνση του εργατικού ελέγχου και σχεδιασμού είναι αδιανόητα στο νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλα αυτά, αυτά τα κόμματα σπανίως εξετάζουν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν την ευρωπαϊκή κοινή αγορά ή τουλάχιστον το κοινό νόμισμα. Και, ακόμα κι αν αυτή η ρεφορμιστική θέση ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί, εν μέρει, συνέπεια της προσπάθειας να μην αποκοπούν από τις ευρύτερες μάζες, αυτές οι αντιφάσεις είναι, επίσης, συνέπεια της όλο και μεγαλύτερης ενσωμάτωσης της κοινωνίας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτό σήμερα επηρεάζει την κοινωνική ζωή σε τομείς που δεν εξαρτιόταν από αυτό τη χρυσή εποχή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Η ενίσχυση του καπιταλισμού είναι, βέβαια, προϊόν της ενσωμάτωσης όλων των χωρών στην παγκόσμια αγορά και της διείσδυσής της σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής των χωρών. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, εντείνεται το παράδοξο (η αντίφαση) που καθορίζει την πολιτική δράση εκείνων που μάχονται για το σοσιαλισμό: από τη μια μεριά, οι συνθήκες απαιτούν πιο ριζοσπαστικά μέτρα για οποιαδήποτε πραγματική αλλαγή, από την άλλη πλευρά και για τον ίδιο λόγο, είναι δυσκολότερο να κάνεις τις ευρύτερες μάζες να το συνειδητοποιήσουν, πόσο μάλλον να το εφαρμόσουν.

Πώς να ξεπεραστεί αυτό το παράδοξο; Σε εννοιολογικό και πολιτικό επίπεδο, το βασικό καθήκον είναι να διατυπωθεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα [9]. Το μεταβατικό πρόγραμμα γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στο μίνιμουμ πρόγραμμα, δηλαδή το κοινοβουλευτικό-ρεφορμιστικό πρόγραμμα, και το μάξιμουμ πρόγραμμα, με άλλα λόγια το σοσιαλιστικό-επαναστατικό. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι το μέσο για ν’ αρχίσει η εφαρμογή του μάξιμουμ προγράμματος, που είναι, με τη σειρά της, η προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ίδιου του αντικαπιταλιστικού κινήματος.

Όταν οι Τροτσκιστές επεξεργάζονταν το μεταβατικό πρόγραμμα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν σε σοβαρή κρίση και η αστική τάξη των καπιταλιστικών χωρών, όπως η Γαλλία, ήταν ανίσχυρη να την ξεπεράσει χωρίς να αποδεχτεί το φασισμό.

Στις μέρες μας, η αφετηρία του μεταβατικού προγράμματος είναι η κρίσης των μορφών ενσωμάτωσης των διαφόρων χωρών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, ενώ, όπως είπα, οι αντικαπιταλιστικές λύσεις στα πρακτικά ζητήματα μοιάζουν ουτοπικές και οι αντικαπιταλιστικές ιδέες δεν μπορούν να ξεπεράσουν το εμπόδιο της αυθόρμητης ιδεολογίας των μαζών.

Ωστόσο, παρόλο που η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράγει μια αντίδραση συχνά ρατσιστική σήμερα, εξαιτίας αυτής της κρίσης υπάρχει επίσης μια δυνατότητα να συντριβεί το πολιτικό εμπόδιο της εργατικής τάξης. Δεν πρέπει να είμαστε αφελείς: σε αυτό τον τομέα οι αντικαπιταλιστές δεν θα ξεπεράσουν εύκολα τους εθνικιστές, όπως φάνηκε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Όμως, αντίθετα από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, σήμερα η κρίση δεν είναι κρίση μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων που είναι υποδεέστερη και, τουλάχιστον θεωρητικά, αντι-συστημική (ο “δεύτερος κόσμος” του “πραγματικού σοσιαλισμού”), αλλά κρίση της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Με άλλα λόγια, όπως θα έλεγε ο Αλτουσέρ, η κατάσταση δεν επικαθορίζεται από την κρίση του παγκόσμιου αντι-συστημικού κινήματος, αλλά από την κρίση του ίδιου του συστήματος. Έτσι, η κατάσταση συνολικά και μαζί της η εργατική τάξη προχωράει μερικά βήματα και το κόμμα που παλεύει για το σοσιαλισμό μπορεί και πρέπει να ριζοσπαστικοποιηθεί [10].

Δεν μπορώ να αναπτύξω εδώ τα στοιχεία ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος, ειδικότερα γιατί εξαρτούνται, σε μεγάλο βαθμό, από τη συγκεκριμένη κατάσταση σε κάθε χώρα. Πρέπει, όμως, να τα αναζητήσουμε εκεί που οι πολιτικές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών διαρθρώσεων, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική θέση των ευρύτερων στρωμάτων της κοινωνίας. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι οι απαιτήσεις του ΝΑΤΟ (και της ΕΕ με τη στρατιωτική της συνεργασία, τη λεγόμενη μόνιμα δομημένη συνεργασία ή PESCO) για δραστική αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες, ιδιαίτερα την αγορά όπλων, που θα μειώσουν περεταίρω την ήδη πολύ περιορισμένη δυνατότητα επενδύσεων στην υγεία και την ευημερία του πληθυσμού. Αυτά τα συμφέροντα του κεφαλαίου (του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος) έρχονται σε άμεση αντίφαση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης (ειρήνη και ευημερία). Έτσι, ένας αφηρημένος αντικειμενικός στόχος (αντι-ιμπεριαλισμός) συναντά συγκεκριμένους αγώνες εδώ (ακόμα και κοινοβουλευτικούς) και χειροπιαστά οφέλη (την προστασία της δημόσιας περιουσίας και των κεκτημένων δικαιωμάτων), δίνοντας, έτσι, τη δυνατότητα στο αντικαπιταλιστικό κίνημα να έχει μια νίκη [11].

Ακριβώς μέσα από τέτοιους αγώνες μπορεί να εξουδετερωθεί η οπορτουνιστική πίεση του κοινοβουλευτισμού. Χωρίς αυτό, ο οπορτουνισμός θολώνει τη διάκριση ανάμεσα στα αντικαπιταλιστικά, δηλαδή τα αντι-συστημικά, κόμματα και τα αστικά. Η κύρια σύγκρουση εμφανίζεται να βρίσκεται, κατ’ αρχήν, ανάμεσα στην αριστερά (φιλελεύθερους) και τη δεξιά (συντηρητικούς), παρόλο που στην πραγματικότητα πρόκειται για την πάλη ανάμεσα στην εργατική τάξη και το κεφάλαιο, όπως και τους εκπροσώπους του στην πολική.

Δεν είναι σύμπτωση ότι ούτε η Ljevica ούτε τα πορτογαλικά αντικαπιταλιστικά κόμματα έχουν πετύχει να κερδίσουν παραχωρήσεις ειδικά σε αυτό το πεδίο, αφού οι τοπικές πολιτικές τάξεις υπόκεινται σε άλλα κέντρα εξουσίας και η εναντίωσή τους στα συμφέροντα του δικού τους “λαού” είναι ισχυρότερη σε αυτό τον τομέα. Αν όμως είναι τόσο ισχυρή τότε ίσως είναι ευκολότερο να εξηγηθεί και άρα να υπάρξει κινητοποίηση εναντίον της.

Βέβαια, τέτοια νευραλγικά σημεία μπορούν να βρεθούν σε όλους τους τομείς, όπως για παράδειγμα στη φορολογική πολιτική. Είναι ατυχές το ότι τα αριστερά κόμματα και τα ευρωπαϊκά συνδικάτα δεν μπόρεσαν να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη ενάντια στη φορολογική πολιτική που μειώνει τους φόρους για το κεφάλαιο και τα υψηλά εισοδήματα, δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό έλλειμμα και επιτρέποντας, στη συνέχεια τη “δικαιολόγηση” αντικοινωνικών πολιτικών όπως τις αυξήσεις του ΦΠΑ και τη μείωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις στη Γαλλία (11) δείχνουν ότι τέτοιες επιθέσεις στην εργατική τάξη, ακόμα και με το μανδύα του “οικολογισμού” μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ριζοσπαστικοποιήσουν το κίνημα και να κινητοποιήσουν τις μάζες κάτω από το σύνθημα: “Δεν θα πληρώσουμε εμείς για την κρίση σας (οικολογική, του προϋπολογισμού, της ασφάλειας…)!”

Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι, προφανώς, απλά ένα κομμάτι χαρτί· είναι πρώτα και κύρια εφαρμογή, που είναι δυνατή μόνο με την προϋπόθεση ότι το αντικαπιταλιστικό κίνημα έχει μια ορισμένη ιδεολογικό-πολιτική αυτονομία, αυτονομία στη δράση και σε υλικό και οικονομικό επίπεδο. Η ανάπτυξη ενός μεταβατικού προγράμματος δεν είναι, λοιπόν, απλά μια “διανοητική πράξη” αλλά οργανωτικό ζήτημα. Σύμφωνα με το Λένιν [12], καθήκον των σοσιαλιστών είναι η αγκιτάτσια και η προπαγάνδα. Η προπαγάνδα είναι μια δραστηριότητα κατά την οποία πολλές ιδέες μεταβιβάζονται σε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων και αγκιτάτσια είναι η δραστηριότητα κατά την οποία λίγες ιδέες απευθύνονται σε πολλούς ανθρώπους. Η προπαγάνδα είναι η διδασκαλία της δομής των τάξεων και της πάλης τους στα μέλη και τους ακτιβιστές, ενώ υποκίνηση η δέσμευση στις «αυθόρμητες» μορφές αυτής της πάλης για καλύτερες συνθήκες εργασίας, ψηλότερους μισθούς… συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής δουλειάς. Όσο περισσότερο αυξάνεται η κατανόηση για το πώς θα μπορεί να είναι ένας άλλος κόσμος και γιατί ο παλιός βρίσκεται σε κρίση, τόσο περισσότερο αυτή μπορεί να αντικαταστήσει τις “αυθόρμητες ιδεολογίες” που κυριαρχούν στην εργατική τάξη.

Γι αυτό το λόγο, τουλάχιστον από ιδεολογική και πολιτική άποψη, η ποιότητα της κοινοβουλευτικής δουλειάς εξαρτάται από την ποιότητα της προπαγανδιστικής δουλειάς. Συνεπώς, η εδραίωση των συνθηκών που συντελούν στην προπαγανδιστική δουλειά και την ανάπτυξη όλων των ειδών αγκιτάτσιας σε αυτή τη βάση, συμπεριλαμβανομένης και της δουλειάς μέσα στο κοινοβούλιο, αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες για την οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού κόμματος και κινήματος.

Λουμπλιάνα, 18 Δεκεμβρίου 2018

Σημειώσεις

[1] Αυτό το άρθρο είναι μέρος μια δημόσιας συζήτησης για τον απολογισμό της πρώτης κοινοβουλευτικής εμπειρίας του αντικαπιταλιστικού συνασπισμού της Σλοβενίας (2014-2018, 6% των ψήφων και 6 έδρες στο Εθνικό Κοινοβούλιο) που οδήγησε στη συγκρότηση του Ljevica (9,3% των ψήφων και 9 έδρες στις εκλογές του Ιουνίου 2018). Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Radnicki Portal, ιστοσελίδα μαρξιστών ακτιβιστών της Κροατίας και της Σλοβενίας: https://www.radnicki.org

[2] Δες Maria Manuel Rola, Adriano Campos and Jorge Costa: “Teachings of the Left Bloc Experience, a” Non-Model “”, Inprecor No. 653/654, Ιούλιος – Αύγουστος 2018.

[3] Παρά την “ανατολικοευρωπαϊκή καταγωγή” της η Σλοβενία διαθέτει σημαντικά χαρακτηριστικά της νότιας περιφέρειας της Ευρώπης και συγκεκριμένα μια πολύ όμοια τεχνολογική, οικονομική και νομισματική ενσωμάτωση στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Σαν αποτέλεσμα, η ευρωπαϊκή κρίση έχει εκδηλωθεί με τον ίδιο τρόπο, ενώ η κρίση χρέους αυτών των χωρών έχει επηρεάσει άμεσα την κρίση της Σλοβενίας. Δες See Marko Kržan , “Crisis in Slovenia: Roots, Effects, Causes,” Studies in Development (METU Ankara), 41st year , No. 3 (2014). Δες επίσης: Ana Podvršić, “Desna vlada lijefog centra ” (Η καλή κεντροαριστερή κυβέρνηση), Bilten, 26 Οκτωβρίου, 2018.

[4] Έτσι, η κυβερνητική μειοψηφία του PSOE κατέληξε σε συμφωνία με το Podemos τον Οκτώβριο του 2018, σύμφωνα με την οποία θα αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 22%. όμως, αντίθετα από τα αριστερά κόμματα στην Πορτογαλία και την Σλοβενία, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του Podemos δεν αρκεί για να εγγυηθεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της αριστερής φιλελεύθερης κυβέρνησης.

[5] Αν η ιδιότητα του μέλους του κόμματος δεν περιλαμβάνει αγωνιστική δράση και αν το κόμμα δεν έχει την πρακτική της πολιτικής κινητοποίησης (πέρα από το κοινοβούλιο), τα μέλη του δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν διαμορφώνουν μια κοινότητα πραγματικής δράσης και έτσι δεν υπάρχει πραγματική κοινωνική σύνδεση των μελών, πέρα από την επίσημη, αφηρημένη ιδιότητα του μέλους.

[6] Ernest Mandel, “Ten Theses on the Social and Economic Laws Governing the Society Transitional Between Capitalism and Socialism”, Critique No. 3, Φθινόπωρο1974, σελ. 5-21.

[7] Η θέση μου είναι ότι αυτό που αποκαλούμε συνήθως πολιτική τάξη είναι ένα τμήμα της μικροαστικής τάξης. Τα άλλα τμήματά της είναι η γραφειοκρατία του κρατικού μηχανισμού και τα λεγόμενα μεσαία διευθυντικά στελέχη. Η μικροαστική τάξη είναι, ουσιαστικά εξαρτημένη και στον ιδεολογικό τομέα από τους δημόσιους υπάλληλους που είναι λίγο-πολύ προλεταριοποιημένοι. Απ’ αυτή την άποψη, ο κοινοβουλευτικός μηχανισμός και το κόμμα συνιστούν ένα μικροαστικό θεσμό και ο οπορτουνισμός συνίσταται στην εισαγωγή της μικροαστικής πρακτικής και ιδεολογίας στην εξωτερική και εσωτερική δράση του κόμματος.

[8] Susan Watkins, “Oppositions”, New Left Review 98 (2016).

[9] Λέον Τρότσκι, Μεταβατικό Πρόγραμμα (1938).

[10] Η αγκιτάτσια είναι μια μαζική δραστηριότητα που πρέπει να ασκείται στην περιφέρεια της κυρίαρχης ιδεολογίας και του ιδεολογικού (κοινοβουλευτικού) μηχανισμού, πάντα όμως μέσα στο πλαίσιό του, εφόσον τα αποτελέσματά της εξαρτούνται από τη δυνατότητα στήριξης σε “αυθόρμητες ιδεολογίες” και διάδοσης από τα ΜΜΕ. Έτσι καταλαβαίνω εγώ τη φράση του Λένιν ότι το κόμμα πρέπει να είναι πάντα ένα βήμα, αλλά μόνο ένα βήμα μπροστά από την εργατική τάξη.

[11] Βέβαια, αρχικά, δεν τίθεται ζήτημα αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, αλλά τουλάχιστον αποτροπής των πιο επιζήμιων και επικίνδυνων επενδύσεων και αποστολών, δηλαδή, βημάτων προς ένα αφηρημένο, μακροπρόθεσμο στόχο.

[12] V.I. Lenin, “The Tasks of the Russian Social-Democrats” (1897) https://www.marxists.org/francais/l…