Μύλος πολιτικών ανακατατάξεων

Μύλος πολιτικών ανακατατάξεων

Από την Εργατική Πάλη Φεβρουαρίου

Μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις έχουν ξεκινήσει, με κύριο χαρακτηριστικό για την ώρα τον κατακερματισμό.

Στην «Κεντροαριστερά», το εγχείρημα ΚΙΝΑΛ ναυάγησε, καθώς βρέθηκαν εντέλει εκτός η ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, αφήνοντας θλιβερά μόνα τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ. Από το Ποτάμι, Αμυράς και Ψαριανός κινούνται προς τη ΝΔ, δείχνοντας ότι κι αυτό παραπαίει.

Στη Δεξιά και Ακροδεξιά, εκτός της εξαέρωσης των ΑΝΕΛ, έχουμε την εμφάνιση:

α) Της «Δύναμης Ελληνισμού», που ανακοίνωσαν οι Δημήτρης Καμμένος (διαγραμμένος από τους ΑΝΕΛ) και Τάκης Μπαλτάκος (δεξί χέρι του Σαμαρά), επί της ουσίας ακροδεξιοί, αν και με μια επίφαση δημοκρατικού καθωσπρεπισμού. Αυτοί οι «δεξιοί χωρίς εκπτώσεις» (αυτοχαρακτηρισμός του Μπαλτάκου) προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το αντιδραστικό ρεύμα των «μακεδονομάχων», ξιφουλκώντας για σκίσιμο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ανασύροντας μια παραλλαγή του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» και της προπαγάνδας για τα «εγκλήματα της Αριστεράς» (που έθρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ), θέλουν να κολυμπήσουν στα θολά νερά κάποιας υπεράσπισης της «εθνικής κυριαρχίας» και της «ταυτότητας του ελληνισμού», χωρίς βέβαια να παραλείπουν την προσήλωσή τους στα Μνημόνια.

β) Του ΕΠΟΣ (Ελληνική Πολιτική Συνείδηση) του Μιχάλη Πατσίκα, εκ των διοργανωτών των εθνικιστικών συλλαλητηρίων. Θέλει να πλασαριστεί ως «πατριωτικό, δημοκρατικό», πάνω από την Δεξιά ή την Αριστερά, ενώ υποτίθεται αποκλείει κάθε σύμπραξη με τη Χρυσή Αυγή και μνημονιακά κόμματα. Η ίδρυσή του προκάλεσε αντιδράσεις άλλων «μακεδονομάχων», δείχνοντας τις διαιρέσεις σ’ αυτό το χώρο.

γ) Νέου «κεντροδεξιού» σχηματισμού, που έχει εξαγγείλει ο Ευάγγελος Αντώναρος, προσπαθώντας να εκφράσει μια πτέρυγα της ΝΔ πιο «μετριοπαθή» από το κυρίαρχο δίδυμο Μητσοτάκη–Γεωργιάδη.

Το τσίρκο της αστικής πολιτικής

Η εξαέρωση των ΑΝΕΛ, ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι δεν εκπλήσσει. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Βασική αιτία είναι η εξάντληση του όποιου παρασιτικού ρόλου είχαν. Βαδίζοντας προς τις εκλογές, έχοντας επιβάλλει στο κοινοβούλιο όλα τα βασικά στοιχεία της μνημονιακής και φιλοϊμπεριαλιστικής πολιτικής του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πλέον ανάγκη από το δεκανίκι των ΑΝΕΛ, τις αστειότητες ενός μηδενικού όπως ο Π. Καμμένος, που επόμενο ήταν να βλέπει ότι έχει απομείνει από το κόμμα του να διαλύεται και ο ίδιος να χάνει τις ελπίδες πολιτικής επιβίωσης. Το ΚΙΝΑΛ προσπαθεί να διεξάγει έναν αστείο διμέτωπο ενάντια σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, χωρίς να μπορεί να πει τίποτα εκτός από κενολογίες. Στις ίδιες συντεταγμένες «κυλάει» το Ποτάμι. Φυσιολογικό αποτέλεσμα: η αποσύνθεση όλων.

Φαίνεται ότι έτσι θα μπορούσαν να ευνοηθούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ για να λεηλατήσει τα κουφάρια της «κεντροαριστεράς» και γενικά του «κέντρου», με τη νέα προοδευτική συμμαχία που σερβίρει. Η ΝΔ για να συσπειρώσει –και στην προοπτική της εξουσίας– όλα τα δεξιά κομμάτια. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, το πρόβλημα για την αστική πολιτική συνολικά μεγαλώνει με αυτές τις εξελίξεις, είναι μάλλον αδύνατο να αναβιώσει ένας σταθερός «διπολισμός» ή «δικομματισμός». Γιατί:

α) Η παραπέρα μετάλλαξη του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ θα τον διαλύσει ακόμα περισσότερο σε έναν χυλό, όπως δείχνει και ο τρόπος που παραμένει στην εξουσία, συρράπτοντας σε μια «πλειοψηφία» κάθε κοινοβουλευτικό κουρέλι. Αυτό σημαίνει ότι με την απώλεια της εξουσίας, θα αρχίσει και γι’ αυτόν μια αντίστροφη μέτρηση. Είναι αδύνατον να μακροημερεύσουν τέτοιοι σχηματισμοί, όσο συνεχίζεται η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Και αν οικονομική συγκυρία, συσχετισμοί από το παρελθόν και «αριστερές» χειρονομίες, στήριξη του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών, κάμψη των αγώνων επέτρεψαν στο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν να εξαντλήσει την τετραετία, είναι από την άλλη χαρακτηριστική η ραγδαία αποδόμηση των «κεντρώων» αστικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη (π.χ. Μακρόν), που αιωρούνται χωρίς κοινωνικές αναφορές, πρόγραμμα, ιδεολογία (πέρα από την λυσσασμένη επίθεση στην εργατική τάξη).

β) Το ίδιο πρόβλημα, μιας πραγματικής ανανέωσης και ανασύνθεσης, υπάρχει για τη ΝΔ. Με μόνη πολιτική τα ακόμα πιο σκληρά Μνημόνια και τη «μείωση του κράτους», είναι ήδη υποχρεωμένη να σκέφτεται τους όρους με τους οποίους θα κυβερνήσει, αν επικρατήσει εκλογικά. Η αντίφασή της είναι μεγάλη, ανάμεσα σε κάποιο γκρίζο «κέντρο» που υποτίθεται θέλει να μαζέψει ο Μητσοτάκης, από τη μια, στην ακροδεξιά ρητορεία και ατζέντα που μοιράζεται με τους Γεωργιάδηδες από την άλλη.

Επίσης, μπορεί τα μέχρι πρότινος «ενδιάμεσα» κόμματα να διαλύονται, αλλά εμφανίζονται «νέα», ακόμα πιο κούφια. Με μόνη φιλοδοξία να εξασφαλίσουν σε λίγους επικεφαλής τους την πολυπόθητη είσοδο στη Βουλή, στην «πολιτική», στα παχυλά προνόμια που τα συνοδεύουν. Ανάμεσά τους θα αναζητηθεί ο θίασος από νέους «πρόθυμους» να προσφέρουν, με το αζημίωτο, τις υπηρεσίες τους σαν κοινοβουλευτικές τσόντες.

Το φαινόμενο δεν θα σταματήσει, δηλαδή η δημιουργία τέτοιων «νέων» σχηματισμών. Πέρα από σημαντικά πολιτικά θέματα (όπως το Μακεδονικό), το σταθερό υπόβαθρο που την τροφοδοτεί είναι η τεράστια κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, που όχι μόνο οδηγείται προς νέες εκρήξεις, αλλά παίρνει πλέον διαστάσεις ιστορικής παρακμής. Οδηγώντας διαρκώς τα αστικά κόμματα –άλλωστε τρομακτικά αδυνατισμένα– στα όριά τους, ξεσκίζοντας τις ραφές κάθε φαινομενικής σταθερότητας. Η συνέχιση αυτού του παρακμιακού θρυμματισμού είναι επόμενη όσο, επίσης, δεν εμφανίζεται από την αντίπαλη πλευρά, από το εργατικό κίνημα, μια πιο σταθερή ταξική συσπείρωση, που θα επιβάλλει ένα «συμμάζεμα». Είναι φαινομενικά παράδοξο, αλλά μόνο μια σοβαρή απειλή από την πλευρά του εργατικού κινήματος μπορεί να υποχρεώσει τις αστικές δυνάμεις να «σοβαρευτούν», παραμερίζοντας τη γελοιότητα των σημερινών διαφορών τους.

Έτσι, αντιμέτωπα με παγόβουνα προβλημάτων και αδιεξόδων, ο ελληνικός καπιταλισμός και τα πολιτικά επιτελεία του στέκουν ισχνά και άναυδα, χωρίς στρατηγική πέρα από μια καταστροφική αρπακτικότητα (Μνημόνια), χωρίς εναλλακτικό προσανατολισμό πέρα από την πρόσδεση σε μια αποσυντιθέμενη «Δύση». Με ένα πολιτικό προσωπικό όλο και πιο γελοίο, που αδυνατεί εκκωφαντικά να ανανεωθεί και που η ύπαρξή του έχει γίνει μια καυτή αντίφαση, μια εστία μόλυνσης της ελληνικής κοινωνίας. Με τέτοια υλικά, είναι αδύνατο να αναδυθεί και ένα ηγεμονικό αστικό κέντρο. Το μέλλον του αστικού πολιτικού σκηνικού θα είναι έτσι όχι μόνο όλο και πιο ασταθές, όχι μόνο όλο και πιο αντιδραστικό (εγκυμονώντας κινδύνους για ακόμα βαθύτερη αντιδημοκρατική αναδίπλωση με αιχμή τους κρατικούς μηχανισμούς), αλλά θα έχει και μορφές όλο και πιο γκροτέσκες.

Τέλος, μπορεί ο εθνικισμός να είναι καταφύγιο για απατεώνες κάθε είδους, αλλά η προσπάθεια για ένα νέο αντιδραστικό κόμμα, ακροδεξιού τύπου, που θα συμπλεύσει με το διεθνές κύμα αντιδημοκρατικής αναδίπλωσης (Μπολσονάρο κ.λπ.), χωρίς να επιτρέπεται εφησυχασμός από το εργατικό κίνημα, έχει πολύ μεγάλες αντιφάσεις. Είναι δύσκολο να δει κανείς έναν ισχυρό αντίπαλο, ειδικά με τους σημερινούς ταξικούς συσχετισμούς, στα πρόσωπα π.χ. των στιγματισμένων μνημονιακών Μπαλτάκου και Δ. Καμμένου, ή κάποιου «μακεδονομάχου» που θα θελήσει να βάλει λίγο «αντιμνημονιακό» καρύκευμα στον σάπιο εθνικισμό του.

Kρίση και στην Αριστερά

Το ΚΚΕ μοιάζει σταθερό και ασάλευτο, όμως διαπερνάται κι αυτό από μια μεγάλη αντίφαση, που ζητάει τη λύση της. Από τη μια η «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα», από την άλλη ο απαρέγκλιτος σεβασμός όλης της αστικής μνημονιακής «κανονικότητας» και η ρητή στοίχιση με τον αστικό εθνικισμό. Τα κακά αποτελέσματα σε μια σειρά από συνδικαλιστικούς χώρους ίσως είναι προπομποί μιας μεγαλύτερης κρίσης.

Η ΛΑΕ, αφού βούλιαξε στον ρεφορμισμό και τον πατριωτισμό, προσπαθεί απεγνωσμένα μήπως και τρυπώσει στη Βουλή, με παρδαλές συμμαχίες. Μια σειρά από οργανώσεις (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, ΔΕΑ) βρίσκονται ήδη με το ένα πόδι εκτός και είναι αμφίβολο αν θα φτάσει ενιαία στις εκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εδώ και καιρό συμμαχία μόνο κατ’ όνομα, είναι μάλλον κι αυτή στα πρόθυρα εξελίξεων, καθώς η αντιπαράθεση των δύο βασικών οργανώσεων ΝΑΡ και ΣΕΚ μαίνεται (π.χ. δημοτικές εκλογές) και καθένας έχει βάλει πλώρη για τα δικά του σχέδια (π.χ. νέος κομμουνιστικός φορέας του ΝΑΡ).

Παρά την τραγωδία του ΣΥΡΙΖΑ, κομμάτια που έφυγαν (Δίκτυο, Δικτύωση, ΟΝΡΑ, ΑΡΚ), ίσως και με περιφερειακές ομάδες μέχρι πρότινος «αντικαπιταλιστικές» (Αναμέτρηση – αποχωρήσαντες από το ΝΑΡ κ.ά.), ελπίζουν στην αναβίωση ενός «μικρού ΣΥΡΙΖΑ», αναπαράγοντας έναν επιλεκτικό και αδιέξοδο κινηματισμό, χωρίς σύνδεση με τους αγώνες των εργαζομένων.

Τέλος, η εκλογική συμμαχία του μ–λ χώρου έσπασε κι αυτή. Ενώ μόνο απορία –στην καλύτερη περίπτωση– προκαλεί η ανακάλυψη ενός ακόμα «μετώπου», όπου εκτός από παλιότερες καταστάσεις (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, Παρέμβαση – πρώην ΚΟΕ) έρχονται να προστεθούν σταλινικά «φαντάσματα» ξερασμένα από το ΚΚΕ (Εργατικός Αγώνας/Κορδάτος) – μια πραγματική αποθέωση του «μετωπικού» κρετινισμού, από θέσεις όλο και πιο δεξιές.

Αυτή η πολύ κακή εικόνα επιδεινώνει τα προβλήματα του εργατικού κινήματος. Σίγουρα υπάρχουν αντικειμενικές αιτίες, όπως π.χ. οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελούνται σήμερα, που ακόμα δεν έχουν αναλυθεί και αφομοιωθεί. Ωστόσο, συντριπτικά καθοριστικός είναι ο υποκειμενικός παράγοντας, η μεγάλη αδυναμία ή διαπιστωμένη αποτυχία όλων των αριστερών «σχεδίων». Ειδικότερα για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αυτή η κρίση δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά είναι αποτέλεσμα των κεντριστικών και ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών ή εντελώς αναποτελεσματικών αναλύσεων και πρακτικών.

Για μια πραγματική ανασυγκρότηση–ανασύνθεση, χρειάζεται μια βαθιά τομή στη λογική και πρακτική μας. Όχι άλλες ανούσιες, εκλογικίστικες «συμμαχίες», που κακοποιούν την έννοια της ενότητας, αλλά μια στέρεη επαναστατική–κομμουνιστική δύναμη, με καθαρό μέτωπο στο ρεφορμισμό, πολιτική ταξικής ανεξαρτησίας, προσανατολισμό στην οικοδόμηση της οργάνωσης, της ενότητας και των αγώνων της εργατικής τάξης, ενωτική πολιτική, πραγματικό Μεταβατικό Πρόγραμμα, για την Επανάσταση και τον Σοσιαλισμό. Αυτή είναι η προσπάθεια της ΟΚΔΕ και θα παλέψουμε για να την αναδείξουμε και με την επέμβαση– αυτόνομη κάθοδό μας στις εκλογές του 2019.