O Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων και η πολιτική της Άκρας Αριστεράς

Εδώ και τρία περίπου χρόνια, από την περίοδο του αγώνα ενάντια στον αντιασφαλιστικό νόμο Πετραλιά, έχει δημιουργηθεί ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, κύρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η συζήτηση για την ανάγκη αλλά και τα πολλά προβλήματά του, για το ρόλο της Άκρας Αριστεράς μέσα σ’ αυτόν (ιδιαίτερα δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), είναι χρήσιμη για τον εξοπλισμό των αγωνιστών μ’ ένα αποτελεσματικό σχέδιο επέμβασης στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Ιστορικά, η μορφή του συντονισμού σωματείων έχει χρησιμοποιηθεί ξανά και μάλιστα με επιτυχία, ιδιαίτερα με την «Κίνηση των 115 συνεργαζόμενων εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων» τη δεκαετία του ’60, που είχε μια καθοριστική συμβολή στην εξωθεσμική ανασυγκρότηση/ανασύνθεση του ελληνικού συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο.

Σήμερα, η ανάγκη ενός τέτοιου συντονισμού είναι αυτονόητη και επιτακτική για πολλούς λόγους, όπως:

– Η αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης και της βάρβαρης επίθεσης κεφαλαίου, κυβερνήσεων, ΕΕ και ΔΝΤ.

– Η αντιμετώπιση του καρκίνου της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που απειλεί ακόμα και να διαλύσει τα ίδια τα συνδικάτα ως μορφές αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης.

– Η όσο το δυνατόν καλύτερη οργάνωση, ενότητα και συντονισμός όλων των αντιστάσεων, η δημιουργία και κυρίως η σταθεροποίηση μιας νέας ταξικής συνειδητοποίησης, αγωνιστικών και ριζοσπαστικών εμπειριών των εργαζομένων.

Οι δυνατότητες σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι μεγάλες, όπως δείχνουν και οι δύο πιο σημαντικές πτυχές της δράσης του Συντονισμού (αν και κάθε άλλο παρά τις πιστώνεται απoκλειστικά αυτός). Πρώτο, ο ρόλος που έπαιξε στην ανάπτυξη του κινήματος ενάντια στο σύγχρονο δουλεμπόριο μετά τη δολοφονική επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, όπου αποτέλεσε μια «ομπρέλα» για την κινητοποίηση πολλών σωματείων και εργαζομένων. Δεύτερο, τα χαρακτηριστικά που έχουν πλέον πάρει οι απεργιακές συγκεντρώσεις στο Μουσείο, όπου πάρα πολλά σωματεία και δεκάδες χιλιάδες κόσμου εκφράζουν έμπρακτα τη μαχητική τους διάθεση, τη ρήξη τους ή τουλάχιστον τις αποστάσεις που παίρνουν από την αθλιότητα της ηγεσίας των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Παράλληλα, αγωνιστές του Συντονισμού είναι τακτικά παρόντες (τουλάχιστον ένα κομμάτι τους) στην υποστήριξη σωματείων και εργαζομένων ενάντια σε απολύσεις, στην περιφρούρηση απεργιών κλπ., ενισχύοντας έμπρακτα τους αγώνες.
 
Εμπόδια, Αδυναμίες, Λάθη

Όλα αυτά όμως δημιουργούν και μεγάλες ευθύνες, κάνοντας ακόμα πιο αναγκαίο το ξεκαθάρισμα των λαθών της Άκρας Αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπως αποτυπώνονται μέσα από τον Συντονισμό.

Οι δυσκολίες της ανασυγκρότησης/ανασύνθεσης του συνδικαλιστικού κινήματος είναι βέβαια πολλές, παρά τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων. Μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης έχουν για δεκαετίες διαπαιδαγωγηθεί από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, πράγμα που έχει επηρρεάσει αρνητικά και τις νεότερες γενιές. Τα νέα σωματεία, παρά τις επιτυχίες και τη μαχητικότητά τους, δεν παύουν να είναι λίγα στον αριθμό, σχετικά μικρά (στο σύνολο του χώρου/κλάδου τους ή πολύ περισσότερο της εργατικής τάξης) και με περιορισμένες ακόμα εμπειρίες. Η συνείδηση των μαζών, αν και σταδιακά σταθεροποιείται σε μια μεγαλύτερη συμμετοχή στους αγώνες, παρουσιάζει καθυστερήσεις, αντιφάσεις, επιστρέφει στην «παλιά» λογική της ανάθεσης, του συμβιβασμού κλπ.

Μ’ αυτή την έννοια, υπάρχουν πολλά αντικειμενικά προβλήματα. Αυτό όμως δεν αναιρεί, ίσα-ίσα τονίζει περισσότερο, τα λάθη της πολιτικής και της πρακτικής της Άκρας Αριστεράς σχετικά με τον Συντονισμό, που τα πιο βασικά είναι:

(1) Ένας διαρκής «μικρομεγαλισμός», η μεγαλοποίηση του βάρους και του ρόλου του Συντονισμού. Ξεχνούν οι συναγωνιστές -ή έτσι προσπαθούν να καλύψουν κενά της πολιτικής τους – ότι κατά βάση πρόκειται για λίγα σωματεία (πχ. Σύλλογος Βιβλιοϋπαλλήλων, Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών), όπου συνήθως η Άκρα Αριστερά πρωταγωνιστεί ή έχει παρέμβαση, τα περισσότερα μαχητικά αλλά με συγκεκριμένα όρια στην κινητοποίηση ακόμα και των μελών τους. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα χειρότερο όταν επιχειρείται να παρουσιαστεί ο Συντονισμός ως ένας πόλος λίγο-πολύ έτοιμος για να επιχειρηθεί η δημιουργία μιας «νέας ΓΣΕΕ», πράγμα που είναι έξω από κάθε μέτρο και ευτελίζει την έννοια των αναγκαίων ρήξεων με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

(2) Η απουσία ενός πραγματικού σχεδίου αγώνων. Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό ένα είδος «στρατηγείου», όπου αγωνιστές της Άκρας Αριστεράς σχεδιάζουν τη σύνδεση σωματείων και ομοσπονδιών, με συναντήσεις, καλέσματα στις διοικήσεις τους κλπ. Όλα αυτά είναι χρήσιμα, αλλά έχουν μικρή σημασία χωρίς την άμεση απεύθυνση στους εργαζόμενους. Διαφορετικά, μπορούν να σημαίνουν ότι αυταπατόμαστε για την πραγματική φύση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που δεν πρόκειται βέβαια να μπει πραγματικά σε ενωτικές και συντονισμένες ενέργεις επειδή απλά την καλούμε, αλλά μόνο αν αλλάξουμε τους συσχετισμούς στη βάση. Ή ακόμα χειρότερα, μπορεί μια τέτοια πρακτική να κρύβει ακόμα και μια προσέγγιση με την γραφειοκρατία ή με κομμάτια της που κατά καιρούς εμφανίζονται πιο «αγωνιστικά», να διαφοροποιούνται από την αθλιότητα του Παναγόπουλου κλπ.

Είναι χαρακτηριστικό των κενών σ’ αυτό το θέμα ότι ελάχιστες φορές ο Συντονισμός έχει κάνει μια πραγματική καμπάνια (με κείμενο, εξορμήσεις κλπ.). Η χειρότερη μορφή με την οποία εκδηλώνεται αυτό το πρόβλημα είναι η διαρκής παραγωγή καλεσμάτων και ανάληψη «πρωτοβουλιών» (συναντήσεις, προτάσεις για πορείες κλπ.), σε πλήρη αναντιστοιχία με τον κόσμο που πραγματικά κινητοποιείται, οδηγώντας στη γελοιοποίηση της αξίας αυτών των κινήσεων.

(3) Η εκμετάλλευση του Συντονισμού ως πολιτικού και οργανωτικού «ιμάντα» της Άκρας Αριστεράς, με αποτέλεσμα σπασμωδικές και διασπαστικές κινήσεις. Συχνά επιχειρείται μέσα από το Συντονισμό να «περάσουν» και να αποκτήσουν μια επίφαση ευρύτητας και μαζικότητας οι επιλογές οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χωριστές/ «ανεξάρτητες ταξικές» συγκεντρώσεις στη ΔΕΘ ή σε απεργιακές κινητοποιήσεις (συνήθως ισχνότατες). Κακό προηγούμενο αποτελεί και η πρόσφατη κίνηση του Συντονισμού να καλέσει πορεία για τους μετανάστες απεργούς πείνας σε μέρα διαφορετική από το κάλεσμα της επιτροπής αλληλεγγύης (η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά δική του), δείχνοντας τουλάχιστον μια αδιαφορία για την κοινή δράση, η οποία υπέκρυπτε τις διαφωνίες πολλών οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς στο θέμα της απεργίας πείνας των μεταναστών.

(4) Μια λειτουργία ακατάστατη ή και χαοτική, που μπορεί να καταλήγει ακόμα και αντιδημοκρατική. Τα ραντεβού που ορίζονται από το πουθενά και διαρκούν ατέλειωτες ώρες, η διαρκής ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που συχνά είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς κλπ. μπορεί οριακά να «συγχωρούνται» ανάμεσα σε αγωνιστές της Άκρας Αριστεράς – δεν ισχύει όμως το ίδιο για άλλους συνδικαλιστές ή εργαζόμενους, ιδιαίτερα τους πιο νέους, που δικαίως ζητούν σεβασμό του χρόνου, συζητήσεις και αποφάσεις συγκεκριμένες και κυρίως μια διάφανη, δημοκρατική λειτουργία. Αυτή για να υπάρξει πρέπει ο συντονισμός να γίνεται στη βάση αποφάσεων συνελεύσεων (ή τουλάχιστον ΔΣ) και αυτό βέβαια απαιτεί χρόνο, κάποιες οργανωτικές δομές κλπ. Σίγουρα είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που αρκετά σωματεία διστάζουν ή αρνούνται να δεσμευτούν σε μια πιο σταθερή συμμετοχή στο Συντονισμό.

Ανησυχητικό «καμπανάκι»

Εδώ και μερικούς μήνες, κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ έχουν προσεγγίσει και παίζουν ρόλο στο Συντονισμό, πράγμα καταρχάς θετικό αλλά και που δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερες αντιφάσεις. Γι’ αυτό, πρέπει να σημειώσουμε δύο ανησυχητικά περιστατικά.
Το πρώτο είναι η πορεία που κάλεσε ο Συντονισμός για τα θύματα της Μαρφίν μετά την απεργία στις 5 Μάη. Ένα κάλεσμα το λιγότερο άστοχο, που έδειχνε μια έλλειψη αντοχής απέναντι στις πιέσεις της στημένης «κοινής γνώμης» των ΜΜΕ και μια διάθεση «διαχωρισμού» και περιφρούρησης της «πολιτικής καθαρότητας» αυτών των δυνάμεων από τις αναγκαστικά ‘ανεξέλεγκτες’ μορφές που συχνά παίρνει η ταξική πάλη σε περιόδους τόσο έντονης κρίσης.

Δεύτερο, η πρόσφατη συζήτηση στο εσωτερικό του Συντονισμού με αφορμή την απεργία πείνας των μεταναστών κατέληξε (προσωρινά;) στην απόρριψη του ορθότατου και αυτονόητου συνθήματος της νομιμοποιήσης όλων των μεταναστών, με διάφορα έωλα επιχειρήματα, δείχνοντας και πάλι μια έλλειψη αντοχής στην πολιτική των ρεφορμιστών.

Με λίγα λόγια, ο Συντονισμός κινδυνεύει από μια εν δυνάμει χρήσιμη προσπάθεια να καταλήξει θύμα των αντιφάσεων και λαθών της Άκρας Αριστεράς, των ανταγωνισμών των οργανώσεών της αλλά και των επικίνδυνων προσεγγίσεων που κάποιες απ’ αυτές δείχνουν προς το ρεφορμισμό.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Φεβρουάριος 2011