Που βαδίζει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία;

Η πρόσφατη κρίση στη ΓΣΕΕ με την αποχώρηση από το προεδρείο της ΔΑΚΕ (ΝΔ) και της Αυτόνομης Παρέμβασης (ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ) έφερε και πάλι στο προσκήνιο το συνδικαλιστικό πρόβλημα της ελληνικής εργατικής τάξης. Είχε προηγηθεί η συζήτηση και συμφωνία που όλα δείχνουν ότι είχε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Παναγόπουλος (της πλειοψηφούσας ΠΑΣΚΕ) με εκπροσώπους των εργοδοτών για την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Φαίνεται ότι βαδίζουμε προς εξελίξεις, ενδεχομένως με τη συγκρότηση αντιπολιτευτικών ομάδων, ίσως και από ολόκληρες παρατάξεις, απέναντι στην πλειοψηφούσα ΠΑΣΚΕ.

Η επίθεση κυβέρνησης και Τρόικας, που ουσιαστικά καταργεί το σύνολο των εργατικών κατακτήσεων και της σχετικής νομοθεσίας, σημαίνει και διάλυση των στηριγμάτων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας: μονιμότητα, δημόσιος τομέας και ΔΕΚΟ, σχετικά υψηλές απολαβές ενός στρώματος «εργατικής αριστοκρατίας», διαπραγματεύσεις μέσω του ΟΜΕΔ που κατέληγαν έστω σε μικρές αυξήσεις κλπ.

Είναι επόμενο να υπάρξουν διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας. Ένα κομμάτι θα προσπαθήσει να εφαρμόσει την πολιτική της κυβέρνησης και της Τρόικας (παζαρεύοντας επιμέρους θέματα άνευ σημασίας), ένα άλλο θα παραδοθεί πλήρως και θα αφοσιωθεί στον ατομικό του πλουτισμό (στην περαιτέρω αστικοποίησή του), ενώ άλλα κομμάτια θα προσπαθήσουν να διαχωρίσουν τη θέση τους, αρθρώνοντας έναν αντιπολιτευτικό λόγο και ίσως προχωρώντας σε ορισμένες κινητοποιήσεις.

Ό,τι κι αν γίνει στην «κορυφή», οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να ξεγελαστούν (πόσο μάλλον όταν όλοι αυτοί είναι συνυπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση). Πρέπει να κατανοήσουν την ουσία της κρίσης του εργατικού/συνδικαλιστικού κινήματος, να οπλιστούν μ’ ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, να στηριχθούν στη δική τους ενεργή συμμετοχή στους αγώνες. Το ίδιο και οι αριστερές, ακροαριστερές και αναρχικές οργανώσεις και ομάδες, που ασκούν λανθασμένη ή μονάχα επιμέρους κριτική στη γραφειοκρατία και συνεπώς εφαρμόζουν λανθασμένες ή αναποτελεσματικές πολιτικές.

Η συνήθης κριτική στη γραφειοκρατία αφορά: (α) Την απουσία ενός συνεπούς ταξικού προγράμματος αιτημάτων ή ακόμα χειρότερα την υιοθέτηση της «ανταγωνιστικότητας», «ανάπτυξης» κλπ. (β) Το ότι «δεν κάνει αγώνες» και συνεργάζεται στο πέρασμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Αυτά είναι βέβαια σωστά, όμως παραμένουν επιφανειακά και ανεπαρκή για να χαράξει κανείς ρότα στο εργατικό/συνδικαλιστικό κίνημα. Απόδειξη το ότι δυνάμεις που ασκούν την παραπάνω κριτική, ακολουθούν εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές, από τη διάσπαση των κινητοποιήσεων μέχρι τα παρακάλια στους γραφειοκράτες να κάνουν αγώνες, (πολλές φορές συνδυάζοντας και τα δύο). Πρέπει λοιπόν να δούμε το πρόβλημα πιο ολοκληρωμένα:

(1) Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας δεν είναι ότι γενικά «δεν κάνει αγώνες». Συγκριτικά πχ. με την αγγλική ή τη γερμανική, «κάνει αγώνες» και μάλιστα αρκετά συχνά (στην Αγγλία η τελευταία γενική απεργία έγινε το 1926). Το πρόβλημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι ότι απλώς προκηρύσσει κινητοποιήσεις (24ωρες γενικές απεργίες, στάσεις εργασίας, απεργίες σε διάφορους κλάδους), δίχως ποτέ να τις οργανώνει. Δηλαδή να ενισχύει την αυτοοργάνωση των εργαζομένων, να ενώνει τους αγώνες και κυρίως να επιθυμεί τη νίκη, να τους διεξάγει μαχητικά και αποφασιστικά. Αυτό δεν εμποδίζει τους εργαζόμενους αρκετές φορές να συμμετέχουν μαζικά και ενεργά στις κινητοποιήσεις (αποκορύφωμα η 5η Μάη 2010), εκφράζοντας την οργή και αγανάκτησή τους και όχι βέβαια γιατί «ακολουθούν» τη γραφειοκρατία ή «συμφωνούν» με τις πολιτικές της.

(2) Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ουσιαστικά περιορίζεται να ασχολείται με τους μισθούς και την ασφάλιση, εγκαταλείποντας ζωτικά θέματα όπως η παιδεία, η υγεία, τα δημοκρατικά δικαιώματα, οι μετανάστες, οι άνεργοι. Οι αγώνες που κατά καιρούς προκηρύσσουν επιμέρους κομμάτια της (πχ. ηγεσίες ΟΛΜΕ-ΔΟΕ) παραμένουν ξεκομμένοι από το υπόλοιπο κίνημα. Άνεργους και μετανάστες η γραφειοκρατία τους έχει πλήρως εγκαταλείψει, ενώ δεν αρθρώνει λέξη για τον πόλεμο ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες (τρομονόμοι, κουκουλονόμοι, βία των μηχανισμών καταστολής κλπ.).

(3) Διασπά το εργατικό κίνημα σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο. Έχει εγκαταλείψει τα νέα κομμάτια των εργαζομένων, όχι μόνο στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο τομέα και στις ΔΕΚΟ. Δεν εγγράφει τους συμβασιούχους στα σωματεία ή δεν ασχολείται με τα προβλήματά τους, το ίδιο και με τις πάμπολλες μορφές της ελαστικής εργασίας (stage, υπεργολαβίες κλπ.). Απομονώνει τους αγώνες από την υπόλοιπη εργατική τάξη, πολύ περισσότερο από ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες, ειδικά της νεολαίας.

Αυτή η γραφειοκρατία και η πολιτική της έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα για τα εργατικά συμφέροντα και για τα ίδια τα συνδικάτα. Ωστόσο, για το ξεπέρασμά της στην πράξη δεν αρκούν υστερικές κραυγές, η διαφήμιση ενός «κόκκινου» προγράμματος αιτημάτων, φραστικές και σωματικές επιθέσεις στους γραφειοκράτες, διασπαστικές και άμαζες «ανεξάρτητες ταξικές συγκεντρώσεις». Απαιτείται αγώνας για μια συνολική ανασυγκρότηση-ανασύνθεση του εργατικού κινήματος:

α) Κατέβασμα του κέντρου των αποφάσεων στη βάση των εργαζομένων, στις γενικές συνελεύσεις. Προώθηση οργάνων βάσης, απεργιακών επιτροπών και φρουρών. Ώστε να εξουδετερώνονται η γραφειοκρατία και ο ρόλος των διαφόρων ΔΣ, αλλά και να αποκτούν οι εργαζόμενοι εμπειρίες και πίστη στις δυνάμεις τους.

β) Οργάνωση σε επιτροπές αγώνα των πιο πρωτοπόρων εργαζόμενων και νέων. Οικοδόμηση αντικαπιταλιστικών παρατάξεων. Αυτές είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία σταθερών ριζοσπαστικών τάσεων και την αλλαγή των πολιτικών και οργανωτικών συσχετισμών.

γ) Δημιουργία ή ανασύσταση σωματείων, αναζωογόννηση όσων υπάρχουν στη βάση ενός ταξικού προγράμματος και της εργατικής δημοκρατίας.

δ) Αποφυγή οποιασδήποτε σύμπραξης, πολιτικής «ουράς» ή συναλλαγής με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ακόμη και σε τυπικά θέματα (σχηματισμοί προεδρείων κλπ.).

Αυτή η πολιτική δεν εξαντλείται σε μια «οργανωτική» ή «τεχνική» πρόταση, αλλά απαιτεί και το κατάλληλο περιεχομενό:

– Με απλά και ενοποιητικά αιτήματα.

– Με την υπεράσπιση όλων των μέχρι τώρα κατακτήσεων των εργαζομένων και της νεολαίας.

– Μ’ έναν επιθετικό χαρακτήρα, ζητώντας πίσω ό,τι έχει χαθεί και απαιτώντας μεγαλύτερους μισθούς, μικρότερα ωράρια κοκ.

– Συνδέοντας τα προβλήματα των εργαζομένων με το συνολικό πρόβλημα, την κρίση και χρεοκοπία του καπιταλισμού και της αστικής πολιτικής – και αναδεικνύοντας ένα μεταβατικό πρόγραμμα αιτημάτων και ριζοσπαστικών μορφών πάλης, γέφυρα για την επαναστατική αλλαγή και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ – Δεκέμβριος 2010