Οι απαρχές της Διαρκούς Επανάστασης στον Μαρξ

Κείμενο των σ. Ηρακλή Χριστοφορίδη – Σταύρου Σκεύου στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη (τόμ. 26, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2018)

Η σχέση της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης με τον Μαρξ παραμένει ένα από τα λιγότερο γνωστά κομμάτια του έργου του.

Είναι γνωστή η αντιμαρξιστική κοινοτυπία ότι «σύμφωνα με τον Μαρξισμό, η προλεταριακή επανάσταση θα έπρεπε να είναι το τελικό αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης, και όχι το αντίθετο, και θα έπρεπε να έχει γίνει πρώτα στις υψηλά εκβιομηχανισμένες χώρες, και μόνο πολύ αργότερα στη Ρωσία».[1] O Κάουτσκι ισχυρίστηκε το 1909: «Μόνο όπου το σύστημα της καπιταλιστικής παραγωγής αναπτύχθηκε σε υψηλό επίπεδο, οι οικονομικές συνθήκες επιτρέπουν στη δημόσια εξουσία να μετατρέψει τα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία».[2] Με αυτή τη θέση επιτέθηκε στην Οκτωβριανή Επανάσταση, ισχυριζόμενος ότι η εργατική τάξη σε μια χώρα τόσο καθυστερημένη όπως η Ρωσία δεν μπορούσε να εισάγει τον σοσιαλισμό, επομένως δεν έπρεπε να προχωρήσει σε μια δικτατορία του προλεταριάτου.

Είναι γεγονός ότι στους Μαρξ και Ένγκελς δεν βρίσκουμε τη συνολική θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης:

1) Η ολοκλήρωση αυτής της θεωρίας θα έρθει μετά από τις αλλαγές που επέφεραν η διαμόρφωση του ιμπεριαλιστικού συστήματος, οι ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, η ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στις καθυστερημένες χώρες εκείνης της εποχής κ.ά.

2) Η Διαρκής Επανάσταση βασίζεται στο Νόμο της Άνισης και Συνδυασμένης Ανάπτυξης, που όμως βρίσκει τη γενίκευση και πιο καθαρή μορφή του στην ιμπεριαλιστική εποχή (όπου η παγκόσμια οικονομία διαμορφώνεται σε «όλο», σε ενιαίο και οργανικό (ιεραρχημένο και ανομοιγενές) σύνολο με τους δικούς του νόμους κίνησης, που επικαθορίζουν τα «μέρη», τις χωριστές εθνικές οικονομίες), οπότε και μπόρεσε να ανακαλυφθεί/διατυπωθεί.

3) Στους Μαρξ και Ένγκελς βρίσκουμε αποσπάσματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υποδηλώσουν επίσης μια «σταδιακίστικη» προσέγγιση: την επαναστατική προοπτική μέσα από μια σειρά ιστορικών σταδίων, με την αστική επανάσταση και την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών (ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κοινωνική πόλωση ανάμεσα στην αστική τάξη και σ’ ένα ενισχυμένο προλεταριάτο κ.λπ.) να παρουσιάζονται ως η αναγκαία ιστορική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό μαρτυρά μεταξύ άλλων και το περίφημο: «Η βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντός της.»[3] Στην πορεία διατύπωσης των επιστημονικών συμπερασμάτων τους (που χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε καν να θεμελιωθεί το σύγχρονο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα), τέτοια επιμέρους σημεία είναι αναπόφευκτα – η προσοχή πρέπει να δίνεται στο να μην τα κατανοούμε σχολαστικά.

Έτσι, η Διαρκής Επανάσταση δεν είναι μια θεωρία που παρέλαβαν έτοιμη απ’ τους Μαρξ και Ένγκελς οι επόμενοι κλασικοί του Μαρξισμού. Αλλά αποτέλεσμα μιας τομής στην ανάπτυξή του, την οποία έκανε κυρίως ο Τρότσκι και κυρίως αυτός την ολοκλήρωσε (βλ. παρακάτω).

Καθώς η Διαρκής Επανάσταση συμπυκνώνει τα πιο καθοριστικά στοιχεία της επαναστατικής στρατηγικής (τουλάχιστον στην ιμπεριαλιστική εποχή), η μελέτη της σχέσης της με το έργο του Μαρξ είναι κρίσιμη. Κυρίως γιατί κομματιάζει ως καθαρά αντιμαρξιστική τη μετέπειτα «θεωρία των σταδίων», την αντεπαναστατική γραμμή των Μενσεβίκων και λίγο μετά του Σταλινισμού, που ξεκινώντας από το φαινόμενο της καθυστέρησης (ολόκληρων χωρών ή επιμέρους σφαιρών της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δομής τους), ύψωναν τεχνητά ένα απαρέγκλιτο αστικοδημοκρατικό ιστορικό στάδιο, φράζοντας τον δρόμο στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό σήμαινε και εγκατάλειψη της ταξικής ανεξαρτησίας του προλεταριάτου, μετατροπή του σε ουρά κάποιας «προοδευτικής» (εθνικής, δημοκρατικής κ.λπ.) αστική τάξης – και στοίχισε οδυνηρές προδοσίες και ήττες.

Ακολουθώντας τη συμβολή του Παντελή Πουλιόπουλου με την καταγραφή και έκθεση απόψεων των κλασικών του Μαρξισμού για το θέμα της Διαρκούς Επανάστασης,[4] τη σημαντική μελέτη του Μισέλ Λεβί,[5] καθώς και αυτή των Ρίτσαρντ Ντέι και Ντάνιελ Γκαϊντό,[6] μπορούμε να δούμε πόσο λάθος είναι η αντίληψη πως ο μαρξισμός βασίζεται σε έναν γραμμικό δεσμό ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και τη σοσιαλιστική επανάσταση (ο οποίος άλλωστε θα έκανε εντελώς ανεξήγητη την ιστορία των επαναστάσεων στον 20ο αιώνα), μια αντίληψη ουσιαστικά περί «σιδερένιων νόμων της ιστορίας», αντίθετη στον Ιστορικό Υλισμό. Ότι στους Μαρξ και Ένγκελς βρίσκουμε (ενάντια στους ισχυρισμούς της κλασικής «ορθοδοξίας» της σοσιαλδημοκρατικής Β΄ Διεθνούς, που επανέλαβαν οι Μενσεβίκοι και παρέλαβε απ’ αυτούς ο Σταλινισμός) αφενός μια σύνθετη σκέψη, που δεν θεωρεί το πολιτικό επίπεδο ευθεία, μηχανιστική αντανάκλαση του οικονομικού, αφετέρου ζωτικά σπέρματα της μετέπειτα πλήρους διαμόρφωσης της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης από τον Τρότσκι, μια δυναμική που τείνει προς τις ιδέες και υποθέσεις όπου αυτή εντέλει βασίστηκε.

Ο όρος «διαρκής επανάσταση» και η εξέλιξή του στον Μαρξ

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Μαρξ στο Εβραϊκό Ζήτημα (Φεβρουάριος 1844), για να χαρακτηρίσει την προσπάθεια της γιακωβίνικης τρομοκρατίας να επιβάλλει την υπεροχή της πολιτικής σφαίρας πάνω στην αστική κοινωνία (ενώ η δεύτερη ήταν, φυσικά, το θεμέλιο της πρώτης). Εδώ έχουμε ακόμα μόνο τον όρο, που ακόμα έχει λίγη σχέση με το μετέπειτα νόημα μιας αδιάκοπης διαδικασίας που οδηγεί το προλεταριάτο στην εξουσία στις καθυστερημένες χώρες (οι Γιακωβίνοι δεν ήταν οι πρόδρομοι του επαναστατικού προλεταριάτου). Επίσης, ο Μαρξ δεν τον χρησιμοποιεί ακόμα με σαφήνεια. Έτσι π.χ. σ’ ένα γνωστό απόσπασμα από την Αγία Οικογένεια (1845) αναφέρεται στον Ναπολέοντα: «Αυτός τελειοποίησε τον Τρόμο αντικαθιστώντας με τον διαρκή πόλεμο τη διαρκή επανάσταση».

Οι Μαρξ και Ένγκελς θα δώσουν την πιο πλούσια δική τους ανάπτυξη της έννοιας στα γραφτά τους για τη Γερμανία, που το 1844–56 ήταν ακόμα μισοφεουδαρχική, καθυστερημένη βιομηχανικά, πολιτικά κατακερματισμένη, με την Πρωσία (το πιο ισχυρό κράτος, που βρισκόταν στον πυρήνα της) να είναι από τα καθαρότερα ευρωπαϊκά παραδείγματα απολυταρχισμού που δεν είχε υποστεί μεταρρυθμίσεις.

Η προσωπική εμπειρία του Μαρξ από τη συνεργασία με τη γερμανική φιλελεύθερη μπουρζουαζία, ως εκδότης της Εφημερίδας του Ρήνου (1842–1843), τον είχε πείσει αρνητικά για το επαναστατικό δυναμικό αυτή της τάξης, ιδιαίτερα η δουλική συνθηκολόγησή των μετόχων της μπροστά στην πρωσική λογοκρισία (που οδήγησε και στη δική του παραίτηση). Στην Εισαγωγή στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου (Ιανουάριος 1844) θα οξύνει και θα ενισχύσει αυτό το συμπέρασμα: η γερμανική μπουρζουαζία δεν έχει «τη συνέπεια, την οξυδέρκεια, το θάρρος και την αποφασιστικότητα» – της λείπει «εκείνη η επαναστατική τόλμη η οποία εκτοξεύει στον αντίπαλο το απειθές σύνθημα: ‘Δεν είμαι τίποτα και θα έπρεπε να είμαι τα πάντα’»[7] (το σύνθημα από το μανιφέστο του αβά Σεγιέ Τι είναι η 3η Τάξη;, το απαράμιλλο ντοκουμέντο της Γαλλικής Επανάστασης).

Γιατί η γερμανική μπουρζουαζία της δεκαετίας του 1840 ήταν τόσο δειλή σε σύγκριση με τη μικροαστική τάξη το 1789; Ο Μαρξ δίνει στην παραπάνω Εισαγωγή μια κοινωνιολογική ερμηνεία, που εμπεριέχει σπέρματα από τα πιο αποφασιστικά στοιχεία της σύγχρονης θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης. Ανέλυσε οξυδερκώς τον ταυτόχρονα καθυστερημένο και προχωρημένο χαρακτήρα της γερμανικής κοινωνίας, που είχε ως αποτέλεσμα: α) Η απειλή της εργατικής τάξης «από τα κάτω» να κάνει τη γερμανική μπουρζουαζία συντηρητική. β) Η Γερμανία μπορούσε να απελευθερωθεί από την κληρονομικά του «παλαιού καθεστώτος» μόνο υπό την ηγεσία μιας «καθολικής τάξης», με «ριζικά δεσμά», η οποία επομένως είχε ανάγκη απο μια ριζική επανάσταση – το προλεταριάτο.

Το γερμανικό εργατικό κίνημα βρισκόταν τότε ακόμα στα σπάργανα. Ωστόσο, ο Μαρξ προχώρησε σ’ αυτά τα συμπεράσματα κάτω από την επίδραση των μυστικών εργατικών, επαναστατικών και πρώτων κομμουνιστικών κύκλων στο Παρίσι (όπου βρισκόταν σε εξορία), ενώ λίγους μήνες μετά η εξέγερση των υφαντουργών της Σιλεσίας έδωσε μια πρώτη ενσάρκωση αυτής της προοπτικής.

Τρία χρόνια αργότερα, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο συναντάμε αμφίσημες διατυπώσεις, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στηρίξουν μια προοπτική τόσο «σταδιακίστικη» όσο και «διάρκειας». Υπάρχει η βασική υπόθεση του επαναστατικού ρόλου της μπουρζουαζίας, οπότε οι Μαρξ–Ένγκελς μιλάνε για ένα κοινό μέτωπο του προλεταριάτου μαζί της ενάντια στην «παλιά τάξη πραγμάτων». Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στη σύγκρουση μεταξύ μοναρχίας και μπουρζουαζίας στη Γερμανική Συνέλευση του Μαρτίου 1847. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν μπορεί να θεωρούσαν αναγκαία μια τέτοια τακτική συμμαχία κάτω από ορισμένες περιστάσεις, η στρατηγική βάση παραμένει καθαρά σε μια επαναστατική προοπτική «διάρκειας»: «Οι Κομμουνιστές στρέφουν την προσοχή τους κυρίως στη Γερμανία, διότι… βρίσκεται στις παραμονές μιας αστικής επανάστασης… υπό τους πιο προοδευμένους όρους του ευρωπαϊκού πολιτισμού εν γένει και με ένα κατά πολύ πιο ανεπτυγμένο προλεταριάτο απ’ ό,τι η Αγγλία τον 17ο και η Γαλλία τον 18ο αιώνα – ως εκ τούτου, η γερμανική αστική επανάσταση μπορεί να είναι μόνο το άμεσο προανάκρουσμα μιας προλεταριακής επανάστασης».[8]

Αυτό το διάσημο απόσπασμα εμπεριέχει πολλά στοιχεία που θα γίνουν αποφασιστικά για τη μελλοντική θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης: 1) Η ιδέα ότι το επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης («πολιτισμός») ως δείκτης «ωριμότητας της επανάστασης» δεν μπορούσε απλά να μετρηθεί στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους, αλλά έπρεπε να εκτιμηθεί σε διεθνές πλαίσιο (ευρωπαϊκό τον 19ο αιώνα). 2) Η κατανόηση ότι το κοινωνικό και πολιτικό βάρος του γερμανικού προλεταριάτου απέκλειε την επανάληψη μια «κλασικής» αστικής–δημοκρατικής επανάστασης του αγγλικού ή γαλλικού τύπου. 3) Παρά την επιβεβαίωση μιας αναγκαίας προτεραιότητας της αστικής επανάστασης (που άνοιξε την πόρτα για μια «σταδιακίστικη» ανάγνωση του Μανιφέστου), η διαίσθηση –αν και όχι μια πλήρης θεωρία– ότι, αντί να πρόκειται για δύο διαφορετικά ιστορικά στάδια, οι αστικές και προλεταριακές επαναστάσεις θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να συνιστούν μόνο δύο στιγμές της ίδιας αδιάκοπης επαναστατικής διαδικασίας.

Στην πρώτη περίοδο της επανάστασης του 1848–49 στη Γερμανία (καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του 1848), οι Μαρξ–Ένγκελς προσπάθησαν να υλοποιήσουν την πρώτη τακτική προτεραιότητά τους, τον κοινό αγώνα με την μπουρζουαζία ενάντια στον απολυταρχισμό (π.χ. συμμετέχοντας στη Δημοκρατική Ένωση της Κολονίας ή προσπαθώντας να προσελκύσουν μικροαστούς ηγέτες στη Νέα Εφημερίδα του Ρήνου).

Ήδη όμως προβληματίζονται γι’ αυτή τη συμμαχία. Ο Ένγκελς, το Σεπτέμβρη του 1848, μετά από την ντροπιαστική συνθηκολόγηση της Συνέλευσης της Φρανκφούρτης μπροστά στη μοναρχία και την αιματηρή καταστολή από τα πρωσικά στρατεύματα της προσπάθειας αντίστασης των εργατών και αγροτών, θα γράψει ότι ο αγώνας που μπήκε στην ημερησία διάταξη «είναι η πολιτική ανατροπή της μπουρζουαζίας», η μπουρζουαζία τώρα νιώθει ότι απειλείται ευθέως από κάθε λαϊκό ξεσηκωμό, έτσι οι μάζες πρέπει να παλέψουν όχι μόνο ενάντια στο μιλιταριστικό– γραφειοκρατικό κράτος, αλλά και «ενάντια στην ίδια την ένοπλη μπουρζουαζία».

Μετά από το Δεκέμβριο του 1848, στη γνωστή σειρά άρθρων του Η αστική τάξη και η αντεπανάσταση, ο Μαρξ θα αναπτύξει παραπέρα αυτή τη θέση: «… στη Γερμανία είναι αδύνατη μια καθαρά αστική επανάσταση… είναι μόνο δυνατή μόνο η φεουδαλική απολυταρχική αντεπανάσταση ή η κοινωνική ρεπουμπλικάνικη επανάσταση».[9] Τον Φεβρουάριο του 1849, στο άρθρο του Η Εφημερίδα της Κολονίας για τις εκλογές, χαρακτήρισε ως κινητήριες δυνάμεις μιας τέτοιας επανάστασης «τις πιο ριζοσπαστικές και δημοκρατικές τάξεις της κοινωνίας»: εργάτες, αγρότες, μικροαστούς. Μέχρι τον Απρίλιο είχε παραιτηθεί από τη Δημοκρατική Ένωση και συγκέντρωνε πλέον τις προσπάθειές του στο χτίσιμο μιας Eργατικής Ένωσης της Κολονίας. Αυτό αποτυπώθηκε και στην έκδοση του διάσημου δοκιμίου του Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, όπου στην Εισαγωγή προειδοποιούσε ότι κάθε επαναστατικός ξεσηκωμός στην Ευρώπη θα ήταν καταδικασμένος σε ήττα μέχρι «η επαναστατική εργατική τάξη να είναι νικήτρια… (κάθε) κοινωνική μεταρρύθμιση παραμένει μια ουτοπία μέχρι η προλεταριακή επανάσταση και η φεουδαλική αντεπανάσταση να διασταυρώσουν τα ξίφη τους σ’ έναν παγκόσμιο πόλεμο». Έτσι, απέρριψε την επιμονή για μια προκαταρκτική φάση μιας αστικής επανάστασης στη Γερμανία και μετέθεσε την προβληματική σε διεθνή κλίμακα. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της αυξανόμενης δυσπιστίας του για τις προσπάθειες τακτικής συμμαχίας με τις μεσαίες τάξεις. Κάθε προδοσία των εργατών απ’ τους αστούς, κάθε παράδοση των τελευταίων στη μοναρχία έσπρωχνε τον Μαρξ προς την προοπτική «διάρκειας» για την επανάσταση που είχε αρχικά σκιαγραφήσει το 1844.

Από την εξορία τους στην Αγγλία, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέχισαν να ριζοσπαστικοποιούν τις αντιλήψεις τους. Έτσι π.χ. τον Μάρτιο–Απρίλιο του 1850 ο Ένγκελς, στο κείμενο Η καμπάνια για το γερμανικό αυτοκρατορικό σύνταγμα, συμπέραινε: «Από την ήττα του Ιούνη 1848, το ερώτημα για το πολιτισμένο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου τίθεται έτσι: κυριαρχία είτε του επαναστατικού προλεταριάτου είτε των τάξεων που κυριαρχούσαν πριν τον Φλεβάρη. Ένας ενδιάμεσος δρόμος δεν είναι πλέον εφικτός… Στη Γερμανία ιδιαίτερα… η επανάσταση δεν μπορεί να φτάσει σ’ ένα τέλος παρά με την απόλυτη κυριαρχία του προλεταριάτου».

Την ίδια περίοδο, οι Μαρξ–Ένγκελς θα γράψουν την περίφημη Προσφώνηση στην ΚΕ της Ένωσης των Κομμουνιστών, το ντοκουμέντο όπου με τη μεγαλύτερη καθαρότητα, συνοχή και λεπτομέρεια δίνει την προοπτική τους για τη διαρκή επανάσταση. Αφετηρία τους ήταν η καταδίκη της ανίερης συμμαχίας μεταξύ της «φιλελεύθερης» μπουρζουαζίας και του απολυταρχισμού. Ενάντια σ’ αυτή προωθούσαν την κοινή δράση του προλεταριάτου με τα δημοκρατικά κόμματα των μικροαστών. Αλλά αυτή η «δημοκρατική ενότητα» έμπαινε πλέον σε προοπτική πολύ πιο διεθνιστική και «διάρκειας» για την επαναστατική διαδικασία: «… ενώ οι δημοκράτες μικροαστοί θέλουν η επανάσταση να φτάσει στο τέλος της όσο το δυνατόν πιο γρήγορα… είναι συμφέρον και καθήκον μας να κάνουμε την επανάσταση διαρκή μέχρι όλες οι λίγο ή πολύ ιδιοκτήτριες τάξεις να έχουν πεταχτεί από τις θέσεις κυριαρχίας τους, μέχρι το προλεταριάτο να έχει κατακτήσει την κρατική εξουσία και μέχρι η ένωση των προλεταρίων να έχει προχωρήσει αρκετά –όχι μόνο σε μια χώρα αλλά σε όλες τις ηγετικές χώρες του κόσμου– ώστε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους προλετάριους να πάψει και τουλάχιστον οι αποφασιστικές παραγωγικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν στα χέρια των εργατών». Αυτό το χτυπητό απόσπασμα περιέχει τρία από τα θεμελιακά θέματα της Διαρκούς Επανάστασης, που αργότερα θα αναπτύξει ο Τρότσκι: 1) Την αδιάκοπη ανάπτυξη της επανάστασης σε μια μισοφεουδαρχική χώρα, που οδηγεί στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. 2) Την εφαρμογή αντικαπιταλιστικών και σοσιαλιστικών μέτρων από το προλεταριάτο που έχει έρθει στην εξουσία. 3) Τον αναγκαστικά διεθνή χαρακτήρα της επαναστατικής διαδικασίας και της νέας σοσιαλιστικής κονωνίας, χωρίς τάξεις ή ατομική ιδιοκτησία.

Με αυτή την προοπτική, ο Μαρξ υπέθετε ότι το επόμενο επαναστατικό κύμα στη Γερμανία θα έφερνε στην εξουσία το (αστικό/μικροαστικό) δημοκρατικό κόμμα, αλλά οι εργάτες «δίπλα στις νέες επίσημες κυβερνήσεις… θα πρέπει ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσουν τις δικές τους επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή τοπικών εκτελεστικών επιτροπών και συμβουλίων είτε μέσω εργατικών λεσχών ή επιτροπών, έτσι ώστε η αστική–δημοκρατική κυβέρνηση όχι μόνο να χάσει αμέσως την υποστήριξη των εργατών αλλά να βρεθούν από την πρώτη στιγμή υπό την επίβλεψη και την απειλή αρχών που πίσω τους στέκεται όλη η μάζα των εργατών». Χρειάζεται να τονιστεί η εξαιρετική ομοιότητα ανάμεσα σ’ αυτό το πρόγραμμα δράσης και την κατάσταση στη Ρωσία του 1917 από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη; Οι Μαρξ και Ένγκελς προχωράνε τονίζοντας την ανάγκη αυτά τα εργατικά συμβούλια να συγκεντροποιηθούν και να εξοπλιστούν: «Οι εργάτες πρέπει να προσπαθήσουν να οργανωθούν ανεξάρτητα ως μια προλεταριακή φρουρά, με εκλεγμένους ηγέτες και με το δικό τους εκλεγμένο γενικό επιτελείο – πρέπει να προσπαθήσουν να βάλουν τους εαυτούς τους όχι κάτω από τις διαταγές της κρατικής αρχής αλλά των επαναστατικών τοπικών συμβουλίων που έφτιαξαν οι εργάτες».[10]

Όσο κι αν οι Μαρξ και Ένγκελς δεν μίλησαν για την εφαρμογή του σοσιαλισμού από το προλεταριάτο στις καθυστερημένες χώρες (τείνουν προς τα εκεί, αλλά η εποχή τους δεν επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τέτοιας θεωρίας), όσο κι αν το παραπάνω απόσπασμα γεννάει εύλογα ερωτήματα (πως θα μπορούσε στην πράξη να εφαρμοστεί μια τέτοια «διαρχία», επιχειρώντας να παγιωθεί, χωρίς είτε να καταρρεύσει είτε να κινηθεί προς την ολοκλήρωσή της σε δικτατορία του προλεταριάτου), είναι προφανές ότι αυτά τα κείμενα είναι γροθιά στο στομάχι των σοσιαλδημοκρατών οπορτουνιστών ή των Μενσεβίκων (και βέβαια των σταλινικών). Που γι’ αυτό θεωρούσαν ότι δεν εκφράζουν την πραγματική σκέψη του Μαρξ, ότι είναι μια γιακωβίνικη–μπλανκιστική παρέκλιση και ότι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Μπερνστάιν, η αντίληψη του μετασχηματισμού της επανάστασης στη Γερμανία σε «διαρκή επανάσταση» ήταν ο καρπός της χεγκελιανής διαλεκτικής («ακόμα πιο επικίνδυνη επειδή είναι εντελώς λανθασμένη»), η οποία επιτρέπει «το απότομο πέρασμα από την οικονομική ανάλυση στη βία» όπως και «τη μετατροπή κάθε πράγματος στο αντίθετό του».

Πράγματι, μόνο με τη διαλεκτική προσέγγιση μπορούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς να μετασχηματίσουν τον άκαμπτο δυισμό ανάμεσα στην οικονομική εξέλιξη και την πολιτική βία, ανάμεσα στη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό έγινε εφικτό με την κατανόησή τους για την αντιφατική ενότητα αυτών των διαφορετικών στιγμών, για τη δυνατότητα ποιοτικών αλμάτων («απότομα περάσματα»). Ενάντια σ’ αυτή τη διαλεκτική μέθοδο, ο Μπερνστάιν μπορούσε μόνο να αντιτάξει «μια επιστοφή στον εμπειρισμό» ως «το μόνο μέσο για την αποφυγή των πιο τρομερών λαθών».[11]

Είναι γεγονός ότι οι προβλέψεις της Προσφώνησης δεν υλοποιήθηκαν άμεσα – υπήρξαν ωστόσο μια λαμπρή προεικόνιση των επαναστάσεων του 20ου αιώνα. Η εξαιρετικά γόνιμη διαλεκτική προσέγγιση των Μαρξ και Ένγκελς άγγιξε ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων σχετικά με την ταξική πάλη στις πιο καθυστερημένες καπιταλιστικές χώρες. Πράγματι, ήδη από τις αρχές του 1850 τα γραφτά τους περιέχουν μια διαίσθηση ότι η επανάσταση θα μπορούσε να ξεσπάσει πιο εύκολα στην περιφέρεια παρά στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος. «Αυτοί οι βίαιοι σπασμοί πρέπει υποχρεωτικά να συμβούν στα άκρα του αστικού οργανισμού μάλλον παρά στην καρδιά του, όπου οι δυνατότητες αποκατάστασης της ισορροπίας είναι μεγαλύτερες» (Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία).

Μια σχετική ιδέα, που άσκησε μεγάλη επίδραση, ήταν για τον ρόλο της αγροτιάς ως βοηθού της προλεταριακής επανάστασης.[12]

Είναι εμφανές ότι αυτή η στρατηγική των Μαρξ–Ένγκελς στα 1848–50 εμπνεόταν στη μορφή της από τους ρυθμούς της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, με τη διαδοχή αυξανόμενα ριζοσπαστικών δυνάμεων στην εξουσία εν μέσω μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας πολιτικού και κοινωνικού ξεσηκωμού. Αυτό φαίνεται π.χ. σε άρθρα του Ένγκελς για τον Μαρά και την Ουγγρική Επανάσταση, όπου ο όρος «διαρκής επανάσταση» χρησιμοποιείται με αυτή την αναλογία,[13] αν και δεν είχε τονίσει αρκετά όσα διαφοροποιούσαν το κοινωνικό περιεχόμενο της Γαλλικής Επανάστασης από τη Διαρκή Επανάσταση.

Η επαναστατική προοπτική στη Γαλλία και τη Ρωσία

Οι Μαρξ–Ένγκελς είδαν και την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία ως μια διαδικασία «διαρκούς επανάστασης», παρότι ήταν η χώρα–«πρότυπο» της ήδη συντελεσμένης αστικής επανάστασης αλλά και η πιο εκβιομηχανισμένη στην ήπειρο. Το μοναρχικό κράτος και η συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια μιας αριστοκρατίας του χρήματος υπαγόρευαν συγκεκριμένα επαναστατικά–δημοκρατικά καθήκοντα. Η Γαλλία βρισκόταν σε μια θέση ενδιάμεση ανάμεσα στην «καθυστερημένη» Γερμανία και την «ώριμη» Αγγλία. Αναλύοντας αυτή τη σύνθετη κατάσταση (Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία), ο Μαρξ αρνήθηκε έναν οικονομισμό των σταδίων, αναγνώρισε τη σοσιαλιστική επανάσταση ως εφικτή, με την προϋπόθεση του κερδίσματος ενδιάμεσων/λαϊκών στρωμάτων στη συμμαχία με το προλεταριάτο – πρωταρχικά της αγροτιάς. Στη 18η Μπριμέρ αυτή η ιδέα επεκτείνεται για όλα τα «αγροτικά έθνη»: η γενικευμένη εκβιομηχάνιση και προλεταριοποίηση δεν προτείνονται πλέον ως απόλυτες προϋποθέσεις της εργατικής εξουσίας – το πρόβλημα επανατοποθετείται πολιτικά: είναι η ικανότητα του προλεταριάτου να κερδίσει την ηγεμονία του κινήματος των πληβειακών μαζών, που καθορίζει αν μπορεί να ξεδιπλωθεί μια δυναμική διαρκούς επανάστασης.[14]

O επόμενος μεγάλος σταθμός της συζήτησης αφορούσε την επανάσταση στη Ρωσία.[15]

Στην πολεμική του με τον θεωρητικό των Ναρόντνικων Μιχαϊλόβσκι το 1877 (κατηγορούσε τον Μαρξ ότι θέλει να φυτέψει τεχνητά στη Ρωσία το μοντέλο του της «πρωταρχικής συσσώρευσης»), ο Μαρξ έγραψε με εξαιρετική σαφήνεια το παρακάτω απόσπασμα, κεφαλαιώδους σημασίας: «Γι’ αυτόν είναι απόλυτα αναγκαίο να αλλάξει την εικόνα μου για την καταγωγή του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη σε μια ιστορική–φιλοσοφική θεωρία μιας Καθολικής Διαδικασίας, μοιρολατρικά επιβαλλόμενης σε όλους τους λαούς, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες όπου αυτοί βρίσκονται» (Μαρξ–Ένγκελς, Η ρωσική απειλή στην Ευρώπη, εκδ. Λονδίνο 1953).

Το 1881, στην αλληλογραφία του με τη Βέρα Ζάσουλιτς διαμαρτυρόταν για τους ρώσους «Μαρξιστές» που του απέδιδαν «μια θεωρία της ιστορικής αναγκαιότητας όλων των χωρών του κόσμου να περάσουν μέσω των φάσων της καπιταλιστικής παραγωγής» (στο ίδιο).

Έτσι ο Μαρξ ξεκάθαρα αποσυνδέεται από μια εξελικτίστικη, αυστηρά γραμμική, μηχανική ή αφηρημένη αντίληψη της ιστορικής κίνησης και της κοινωνικο–πολιτικής εξέλιξης. Το πρότυπο της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, της επικράτησης και σταδιακής ανάπτυξης του καπιταλισμού, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα σε όλες τις χώρες όπως π.χ. στην Αγγλία ή και Γαλλία.

Έτσι, στα γραφτά του της περιόδου 1877–82 για τη Ρωσία πέτυχε μια αξιοσημείωτη διαλεκτική σύνθεση του γενικού και του ειδικού, που του επέτρεψε να κατανοήσει τις συγκεκριμένες αντιθέσεις της ρωσικής οικονομίας και κοινωνίας εκείνης της εποχής.

Ποιος θα ήταν ο χαρακτήρας της ρωσικής επανάστασης, που οι Μαρξ–Ένγκελς περίμεναν με ανυπομονησία από το 1870 κι έπειτα; Ο Ένγκελς, θεωρώντας (το 1894) ότι η ρωσική μπουρζουαζία ήταν απίθανο να παίξει έναν φιλελεύθερο ρόλο, πόσο μάλλον επαναστατικό, είχε μιλήσει για την πιθανότητα «απρόβλεπτων» εξελίξεων, για ένα «ρωσικό 1789, που θα ακολουθούνταν αναγκαστικά από ένα 1793» (κείμενα και γράμματα του 1878 και 1885). Δεν ήταν πάντως ξεκάθαρο αν αυτό το «1793» ήταν ένα συνώνυμο της επανάστασης «σε διάρκεια» (en permanence) ή αναφέρεται στην υλοποίηση καθηκόντων της αστικής επανάστασης από τις πληβειακές μάζες (όπως στα κείμενα του Μαρξ το 1848–50).

Σε μια άλλη περίσταση, οι Μαρξ–Ένγκελς χρησιμοποίησαν τη φόρμουλα «μελλοντική εγκαθίδρυση μιας Ρωσικής Κομμούνας». Αυτό μάλλον έχει μεγαλύτερο βάθος από ότι συνήθως έχει προσεχτεί: αφορά τη θέση ότι η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή αγροτική κομμούνα (obschtchina) ως κοινωνική βάση μιας επαναστατικής παράκαμψης της καπιταλιστικής εξέλιξης. Γράφοντας στη Ζάλουσιτς το 1881, ο Μαρξ χαρακτήρισε την obschtchina «στρατηγικό σημείο της κοινωνικής αναγέννησης της Ρωσίας» – τονίζοντας τις πολιτικές συνθήκες που θα της επέτρεπαν αυτό το ρόλο. Η προοπτική έμπαινε σε ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Ήδη σε άρθρο του από το 1873 ο Ένγκελς είχε ισχυριστεί ότι η επανάσταση στη Δύση θα ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση (για να δωθούν στη Ρωσία αγροτικά μηχανήματα κ.λπ.). Ενώ στον πρόλογό τους της έκδοσης του Μανιφέστου του 1882, οι Μαρξ–Ένγκελς γράφουν: «Αν η ρωσική επανάσταση αποτελέσει το σύνθημα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, έτσι που οι δυο μαζί να συμπληρώνουν η μια την άλλη, τότε η τωρινή ρωσική κοινή ιδιοκτησία της γης μπορεί να χρησιμεύσει σαν αφετηρία για μια κομμουνιστική εξέλιξη» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 12–13).

Μετά τον θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς εξέφρασε αμφιβολίες γι’ αυτές τις προοπτικές, καθώς μετά το 1890 η Ρωσία αναπτυσσόταν βιομηχανικά. Ωστόσο, για ακόμα μια φορά, το λάθος πρόβλεψης εμπεριείχε μια πιο θεμελιώδη αλήθεια: η Ρωσία θα μπορούσε πράγματι να πάρει μια «κομμουνιστική πορεία εξέλιξης» παράλληλα με την εκβιομηχανισμένη Δυτική Ευρώπη ή και πιο νωρίς – όπως έγινε με την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Τα γραφτά των Μαρξ και Ένγκελς για τη Ρωσία μας παρέχουν μια κρίσιμη διαίσθηση (όχι μια πλήρη θεωρία) του πως μια επανάσταση μπορεί να ξεσπάσει σε μια καθυστερημένη χώρα με ευρεία προκαπιταλιστικά κατάλοιπα, πως μπορεί μια τέτοια επανάσταση να ξεκινήσει τη μετάβαση προς τον σοσιαλισμό. Μια από τις αποφασιστικές μεθοδολογικές πλευρές τους ήταν η απόρριψη κάθε μορφής «δομικού φαταλισμού», κάθε αντίληψης (όπως των Μενσεβίκων) ότι η ιστορία της Ρωσίας είχε προαποφασιστεί από την οικονομική δομή της. Οι κοινωνικο–οικονομικές συνθήκες αναμφίβολα οριοθετούσαν τις βιώσιμες εναλλακτικές, αλλά η τελική ετυμηγορία εξαρτιόταν από αυτόνομους πολιτικούς παράγοντες: τις επαναστάσεις σε Ρωσία και Ευρώπη.

Συμπέρασμα

Σίγουρα τα γραφτά των Μαρξ και Ένγκελς για την επανάστασης σε υπανάπτυκτες και μισοφεουδαρχικές χώρες αποκαλύπτουν αντιφάσεις: ανάμεσα σε μια στρατηγική «σταδιακίστικη» και σε μια «διάρκειας» – επίσης, στο εσωτερικό των ίδιων των κειμένων που τοποθετούνται υπέρ μιας στρατηγικής «διάρκειας», ανάμεσα στα άμεσα εμπειρικά λάθη και στη βαθιά ιστορική τάση. Αυτές οι αντιφάσεις, επιπλέον, είναι η αντανάκλαση μιας αντίφασης στην ίδια την πραγματικότητα, στη φύση της ιστορικής εποχής των Μαρξ και Ένγκελς. Τον 19ο αιώνα, σε χώρες όπως η Γερμανία, η μπουρζουαζία δεν μπορούσε πλέον να γίνει άφοβα η ηγεμονική δύναμη του έθνους, αλλά και η εργατική τάξη δεν ήταν ακόμα έτοιμη γι’ αυτό το ρόλο (βλ. Τρότσκι, Αποτελέσματα και Προοπτικές). Με άλλα λόγια, ήταν πολύ αργά για την αστική επανάσταση, αλλά ακόμα πολύ νωρίς για την προλεταριακή.

Ωστόσο, έχει γίνει σαφές ότι η θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης δεν είναι μια αυθαίρετη μετέπειτα επινόηση του Τρότσκι (όπως εξυπηρετεί η παρουσίασή της από τον Σταλινισμό και από πολλά κεντριστικά ρεύματα, ώστε να την αρνηθούν), αλλά βρίσκουμε ρίζες της βαθιά στην σκέψη και την πρακτική των ίδιων των Μαρξ και Ένγκελς.

Η διαρκής επανάσταση από τον Μαρξ στον Τρότσκι

Η πολιτική του Μαρξ για τη «διαρκή επανάσταση» στην επανάσταση του 1848–50 θα «αναγεννηθεί», με διάφορες παραλλαγές, από την αριστερή (επαναστατική) πτέρυγα της Β΄ Διεθνούς, στις σφοδρές συζητήσεις για τη φύση της επερχόμενης ρωσικής επανάστασης, που θα ξεσπάσουν ειδικά μετά την πρώτη επανάσταση του 1905. Το κοινό έδαφος όλων (από τον Κάουτσκι μέχρι τον Τρότσκι) είναι η αποδοχή ότι η αστική τάξη έχει γίνει αντεπαναστατική και συνεπώς ανίκανη να ηγηθεί της επερχόμενης επανάστασης. Κατά συνέπεια, η ηγεσία πέφτει στις πλάτες του προλεταριάτου και της αγροτιάς, αν και κανείς, εκτός του Τρότσκι, δεν θα υποστηρίξει ότι ο χαρακτήρας της επερχόμενης επανάστασης θα είναι σοσιαλιστικός, παρόλο που η επανάσταση θα ξεκινήσει ως αστικοδημοκρατική. Οι απόψεις του Κάουτσκι (ανήκει στην «ορθόδοξη επαναστατική» πτέρυγα τουλάχιστον μέχρι το 1909–11), του Λένιν, της Λούξεμπουργκ, ακόμη και του Πάρβους, παραμένουν, παρόλη την εσώτερη δυναμική τους (μεγαλύτερη ή μικρότερη), στο έδαφος της πραγματοποίησης του δημοκρατικού σταδίου, αν και υπό την εξουσία ή την κυβέρνηση του προλεταριάτου σε συμμαχία με την αγροτιά.

Ωστόσο αυτό το κοινό έδαφος τούς διαφοροποιεί πλήρως από την στρατηγική των Μενσεβίκων, που όχι μόνο πιστεύουν στον αστικό χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης αλλά αναθέτουν και την εξουσία της στην αστική τάξη. Αυτό ακριβώς το σχέδιο θα αναγεννηθεί από την σταλινική γραφειοκρατία κάτω από τον τίτλο «επανάσταση κατά στάδια» και θα οδηγήσει στον στραγγαλισμό της σοσιαλιστικής επανάστασης τόσο στις καθυστερημένες χώρες όσο και στις ανεπτυγμένες.

Ο Κάουτσκι σε πολυάριθμα άρθρα την περίοδο 1902–07 θα υποστηρίξει τη θέση για τον αντεπαναστατικό ρόλο της ρωσικής αστικής τάξης και την ανάγκη να ηγηθεί το προλεταριάτο, ακόμη και μόνο του, στην επερχόμενη επανάσταση. «Από τη στιγμή που το προλεταριάτο εμφανιστεί ως μια ανεξάρτητη τάξη με ανεξάρτητους επαναστατικούς στόχους, η μπουρζουαζία παύει να είναι μια επαναστατική τάξη (…) γι’ αυτό η μπουρζουαζία δεν ανήκει στις κινητήριες δυνάμεις του σημερινού επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία και στον βαθμό αυτό δεν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίζει ως αστικό». Βέβαια την ίδια στιγμή ξεκαθαρίζει ότι: «Αυτό δεν μας επιτρέπει να γράψουμε ότι αυτό [το κίνημα] είναι ένα σοσιαλιστικό κίνημα. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια καθαρά προλεταριακή εξουσία, στην δικτατορία του. Για κάτι τέτοιο το ρωσικό προλεταριάτο είναι πολύ αδύναμο και υπανάπτυκτο» (Οι κινητήριες δυνάμεις και οι προοπτικές της Ρωσικής Επανάστασης –  Νοέμβριος 1906)

Η εξέλιξη του Λένιν είναι γνωστή, γι’ αυτό μόνο παρεκβατικά σημειώνουμε πως η στρατηγική του, που αναπτύσσει στις Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζει ότι το καθεστώς μετά την επανάσταση θα πρέπει να είναι η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Αυτή η φόρμουλα όντως έχει έναν αλγεβρικό χαρακτήρα, όπως θα υποστηρίξει αργότερα ο Τρότσκι. Και αυτό πιστοποιείται και από τις ταλαντεύσεις του Λένιν, που ενίοτε θα υποστηρίζει ότι αυτή η δημοκρατία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ και θα δώσει γρήγορα τη θέση της στη δικτατορία του προλεταριάτου, ή, ακόμη περισσότερο, όταν υποστηρίζει τη θέση της «δικτατορίας του προλεταριάτου με την υποστήριξη της αγροτιάς» όπως στο Συνέδριο της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας το 1909, αλλά –από την άλλη– σε γενικές γραμμές παραμένει στο κλασικό σχήμα, για ένα παρατεταμένο δημοκρατικό στάδιο. Η ταλάντευση θα σταματήσει με τις Θέσεις του Απρίλη όταν ο Λένιν θα συμφωνήσει πλήρως με τον Τρότσκι.

Ίσως οι πιο προωθημένες θέσεις, δηλαδή πιο κοντά στη διαρκή επανάσταση, είναι της Λούξεμπουργκ: «Η σημερινή επανάσταση στη Ρωσία πηγαίνει πέρα από το περιεχόμενο όλων των προηγούμενων επαναστάσεων. (…) Είναι ένας ριζικά νέος τύπος επανάστασης, τόσο στη μέθοδο όσο και στο περιεχόμενο. Αστικο-δημοκρατική στη μορφή, προλεταριακή-σοσιαλιστική στην ουσία· είναι επίσης στο περιεχόμενο και στη μορφή μια μεταβατική μορφή μεταξύ τη αστικής επανάστασης του παρελθόντος και των προλεταριακών επαναστάσεων του μέλλοντος». Αλλά ενώ η Λούξεμπουργκ φθάνει μέχρι το σημείο να υποστηρίζει και την εξουσία του προλεταριάτου (με την στήριξη αλλά όχι την συγκυβέρνηση της αγροτιάς) επιστρέφει στην παραδοσιακή προϋπόθεση ότι: «το προλεταριάτο δεν πρέπει να θέσει ως καθήκον του την υλοποίηση του σοσιαλισμού αλλά πρώτα πρέπει να δημιουργήσει τις καπιταλιστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του σοσιαλισμού» (Η Ρωσική επανάσταση: 164917891905).

Μόνο ο Τρότσκι θα φτάσει το 1905 στην ολοκληρωμένη διατύπωση της διαρκούς επανάστασης, κι αυτό όχι μόνο γιατί αναπτύσσει κι αυτός τα ίδια επιχειρήματα που ήδη αναφέρθηκαν, αλλά γιατί μετακινεί εντελώς τον άξονα της συζήτησης. Ο Τρότσκι θα επαναλάβει κι αυτός: α) τον αντεπαναστατικό ξεπεσμό της μπουρζουαζίας από την στιγμή που έχει ένα προλεταριάτο να φοβάται ως ανταγωνιστή, β) ότι είναι αδύνατο από την στιγμή που το προλεταριάτο πάρει την εξουσία (είτε μόνο του είτε σε συμμαχία με την αγροτιά) να αυτοπεριοριστεί στην εκπλήρωση μόνο των αστικοδημοκρατικών καθηκόντων, γ) ότι η διεθνοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και η διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς δίνει άλλες δυνατότητες στον χαρακτήρα της επερχόμενης επανάστασης της Ρωσίας κ.ά.

Η διαφορά του Τρότσκι βρίσκεται ακριβώς με τη μεγαλοφυή ανάπτυξη του νόμου της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης, που όχι μόνο εμπλουτίζει τα προαναφερθέντα επιχειρήματα αλλά βάζει κάτω από μια άλλη οπτική την επανάσταση στη Ρωσία, και όχι μόνο. Ο νόμος αυτός όχι μόνο δεν αναιρεί τον γενικό νόμο του ιστορικού υλισμού για την διαδοχή των κοινωνικών συστημάτων στην ιστορία της ανθρωπότητας αλλά τον βαθαίνει ή, καλύτερα, τον συγκεκριμενοποιεί. Ο ρωσικός κοινωνικός σχηματισμός δεν βρίσκονταν απλώς σε μια ανισόμετρη ή άνιση σχέση με τον αγγλικό, γαλλικό κ.ά. ιμπεριαλισμό, αλλά ήταν ένας κοινωνικός σχηματισμός που είχε «μπλοκάρει» αναμεταξύ ιμπεριαλισμού και φεουδαρχίας. Κατ’ επέκταση η επανάσταση στην Ρωσία θα οδηγούσε στη δικτατορία του προλεταριάτου με την στήριξη της αγροτιάς, πραγματοποιώντας όχι μόνο τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα αλλά και το σοσιαλιστικό πρόγραμμα.

Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα ήταν παράλειψη να μην παρουσιάσουμε την θεωρία όσο και στρατηγική της «διαρκούς επανάστασης» στην πιο ανεπτυγμένη της μορφή, όπως την διατυπώνει ο Τρότσκι στην εισαγωγή της ρωσικής έκδοσης (30-11-1929) της Διαρκούς Επανάστασης:

«…είναι αναγκαίο να διακρίνουμε τρεις γραμμές σκέψης που ενώνονται σ’ αυτήν την θεωρία:

Πρώτα αγκαλιάζει το πρόβλημα της μετάβαση από την δημοκρατική στη σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτή είναι στην ουσία η ιστορική καταγωγή της θεωρίας.

(…) Η θεωρία της διαρκούς επανάστασης, που γεννήθηκε το 1905, κήρυξε τον πόλεμο ενάντια σε αυτές τις ιδέες και διαθέσεις. Τόνισε ότι τα δημοκρατικά καθήκοντα των καθυστερημένων αστικών εθνών οδηγούσαν άμεσα, στην εποχή μας, στη δικτατορία του προλεταριάτου και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου βάζει τα σοσιαλιστικά καθήκοντα στην ημερήσια διάταξη. Ενώ η παραδοσιακή άποψη ήταν ότι ο δρόμος για την δικτατορία του προλεταριάτου περνούσε μέσα από μια μακρά περίοδο δημοκρατίας, η θεωρία της διαρκούς επανάστασης απόδειχνε το γεγονός ότι για τις καθυστερημένες χώρες ο δρόμος για την δημοκρατία περνάει μέσα από την δικτατορία του προλεταριάτου. Έτσι η δημοκρατία δεν είναι ένα καθεστώς που παραμένει αυτοδύναμο για δεκαετίες αλλά αποτελεί μόνο το άμεσο πρελούδιο για την σοσιαλιστική επανάσταση. Το κάθε ένα είναι δεμένο με το άλλο με άθραυστες αλυσίδες. (…)

Η δεύτερη όψη της διαρκούς επανάστασης ασχολείται με τη σοσιαλιστική επανάσταση σαν τέτοια. Για μια απεριόριστη μακριά περίοδο και με σταθερούς εσωτερικούς αγώνες, όλες οι κοινωνικές σχέσεις υφίσταται μια μεταμόρφωση. Η κοινωνία εξακολουθεί να αλλάζει το δέρμα της. Κάθε στάδιο της μεταμόρφωσης απορρέει άμεσα από το προηγούμενο. Αυτό το προτσές αναγκαστικά διατηρεί έναν πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή αναπτύσσεται μέσα από συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες της κοινωνίας που βρίσκεται σε μετασχηματισμό. (…) Οι επαναστάσεις στην οικονομία, την τεχνική, την επιστήμη, την οικογένεια, την ηθική και στην καθημερινή ζωή, αναπτύσσονται με μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση και δεν αφήνουν την κοινωνία να πετύχει μια ισορροπία. Σε αυτό βρίσκεται ο διαρκής χαρακτήρας της σοσιαλιστικής επανάστασης ως τέτοιας.

Ο διεθνής χαρακτήρας της σοσιαλιστικής επανάστασης, που αποτελεί την τρίτη όψη της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης, πηγάζει από την σημερινή κατάσταση της οικονομίας και την κοινωνική δομή της ανθρωπότητας. Ο διεθνισμός δεν είναι μια αφηρημένη αρχή αλλά μια θεωρητική και πολιτική αντανάκλαση του χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομίας, της παγκόσμιας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του παγκόσμιου χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Η σοσιαλιστική επανάσταση αρχίζει σε εθνική βάση αλλά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε αυτή τη βάση. Η διατήρηση της προλεταριακής επανάστασης μέσα σε εθνικά πλαίσια δεν μπορεί να είναι παρά μια προσωρινή κατάσταση, αν και, όπως μας δείχνει η εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης, μεγάλης διάρκειας. Σε μια απομονωμένη προλεταριακή δικτατορία οι εσωτερικές και εξωτερικές αντιφάσεις αναπτύσσονται αναπόφευκτα μαζί με τα επιτεύγματά της. Αν παραμείνει απομονωμένο το προλεταριακό κράτος πρέπει τελικά να πέσει θύμα αυτών των αντιφάσεων. (…) μια εθνική επανάσταση δεν αποτελεί ένα αυτάρκες όλο. Δεν είναι παρά ένας κρίκος στη διεθνή αλυσίδα. Η διεθνής επανάσταση αποτελεί ένας διαρκές προτσές παρ’ όλες τις προσωρινές υφέσεις και αμπώτιδες.»

Σημειώσεις

[1] Karl Popper, The Open Society and Its Enemies.

[2] Καρλ Κάουτσκι, Ο δρόμος προς την εξουσία.

[3] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. Ι, πρόλογος στην πρώτη έκδοση, σελ. 12–15, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[4] Παντελής Πουλιόπουλος, Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;, κεφ. 9: Η θεωρητική παράδοση του επαναστατικού μαρξισμού, σελ. 112–129, εκδ. Εργατική Πάλη.

[5] Michael Löwy, The Politics of Uneven and Combined Development – The Theory of Permanent Revolution, Verso editions and NLB, London 1981 – ιδιαίτερα το πρώτο κεφάλαιο: Conceptions of Revolution in Marx and Engels.

[6] Richard B. Day – Daniel Gaido, Witnesses to Permanent Revolution: The Documentary Record, Brill editions, Leiden–Boston 2009.

[7] Στο Karl Marx, Κείμενα από τη δεκαετία του 1840 – μια ανθολογία, εκδ. ΚΨΜ (επιλογή–μετάφραση–επιμέλεια Θανάση Γκούρα), σελ. 157.

[8] Στο ίδιο, σελ. 501–502.

[9] Στο ίδιο, σελ. 535.

[10] Οι αναφορές παρατίθενται στο Λεβί, σελ. 15–16, ό.π.

[11] Έντουαρντ Μπερνστάιν, Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού.

[12] Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των μαρξιστών σε Ευρώπη και Ρωσία αποδέχονταν την ανάλυση του Μαρξ (από την 18η Μπριμέρ) ότι η αγροτιά είναι μια τάξη «διαιρεμένη και μικροαστική», άμορφη «σαν ένα σακί με πατάτες». Το Μανιφέστο γενικά δεν ασχολείται με το θέμα της αγροτιάς. Ο Τρότσκι μεγάλωσε μ’ αυτή την παράδοση, όπως και ο Λένιν, αλλά θα κάνει τη ρήξη και θα θεωρήσει την αγροτιά σαν αποκλειστικό στήριγμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τη Διαρκή Επανάσταση και το σοσιαλισμό. Ο Λένιν είχε δει τον ρόλο της αγροτιάς μετά το 1903, με τη «Δημοκρατική Δικτατορία των Εργατών και Αγροτών» (με τις γνωστές αμφισημίες της, που έμεναν εντέλει σε ένα αστικοδημοκρατικό πλαίσιο). Η 3η Διεθνής ασχολήθηκε με τον ρόλο της αγροτιάς έχοντας και την εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αργότερα ο Τρότσκι θα επεξεργαστεί το θέμα ακόμη περισσότερο (έχοντας την εμπειρία της Κινέζικης Επανάστασης 1925–1927 και γενικά των χωρών της Ανατολής), όπως φαίνεται και στα τρία σχετικά κεφάλαια του Μεταβατικού Προγράμματος. Σε ένα από τα τελευταία κείμενά του, Τρείς προσεγγίσεις της Ρώσικης Επανάστασης (1939), γράφει: «Ο μαρξισμός δεν απέδωσε ποτέ έναν χαρακτήρα απόλυτο και αμετάβλητο στη αντίληψή του για την αγροτιά ως τάξη μη σοσιαλιστική». Βλ. Σωφρόνης Παπαδόπουλος – Σταύρος Σκεύος, Η κρυφή γοητεία του σταλινισμού (Απάντηση στον Δ. Μπελαντή), Μάρτιος 2016, https://www.okde.gr/archives/4660

[13] Βλ. σε Ντέι–Γκαϊντό, σελ. 14–15 και Λεβί, σελ. 18, ό.π.

[14] Ένα μέρος –εν πολλοίς άγνωστο– της συζήτησης αφορά τα χρόνια 1848–56 στην Ισπανία, όπου παρότι θεωρούνταν γενικά –και από τον Μαρξ– «ανώριμη», υπήρξαν φάσεις της ταξικής πάλης που έδωσαν βάση για παραπέρα προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της διαρκούς επανάστασης, καθώς παρακολουθούσε τα γεγονότα ως αρθρογράφος της New York Herald Tribune. Βλ. σε Λεβί, σελ. 21–22, ό.π.

[15] Οι παραθέσεις για τη Ρωσία στο Λεβί, σελ. 23 κ.έ., ό.π.