Tο Κομμουνιστικό Μανιφέστο και η εποχή του – Αναδρομή με αφορμή τα 200 χρόνια του Μαρξ

Κείμενο της σ/σας Άννας Ασλανίδη στο περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη (τόμ. 26, Ιούνιος – Σεπτέμβριος 2018)

«Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού. [..]Είναι καιρός πια οι κομμουνιστές να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν’ αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του κομμουνιστικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο του ίδιου του κόμματος.»

Η επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννηση του Μαρξ συμπίπτει με τη συμπλήρωση των 170 χρόνων από τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου από τους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς (Φλεβάρης 1848). Το Μανιφέστο ήταν ένα κολοσσιαίο έργο της ανθρώπινης διανόησης και της παγκόσμιας φιλολογίας, που γαλούχησε και γαλουχεί γενιές κομμουνιστών. Η συγγραφή του λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα με τη δημιουργία του σύγχρονου εργατικού κινήματος και την ολοκληρώνει.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο εισάγουν στο στοιχειώδες κίνημα της αυθόρμητης έκφρασης και αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης, το πρόγραμμα, τις αρχές δηλαδή του επιστημονικού σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, προσπαθώντας έτσι να γεφυρώσουν τη βασική αντίφαση της αστικής κοινωνίας: την αντίφαση ανάμεσα στην ωρίμανση των αντικειμενικών παραγόντων αναγκαίων για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την ανωριμότητα του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή του επιπέδου συνείδησης της εργατικής τάξης και της ηγεσίας της. Με αυτή την έννοια είναι το έργο που μετατρέπει το κομμουνιστικό όραμα από «φάντασμα», όπως αναφέρεται στις θρυλικές γραμμές του προλόγου του Μανιφέστου, στη μόνη ρεαλιστική λύση ενάντια στις αντιφάσεις και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, σε μια απτή προοπτική που στηρίζεται πλέον σε επιστημονική ανάλυση και προγραμματικές αρχές.

Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με τις προγενέστερες σοσιαλιστικές θεωρίες και τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής του Μανιφέστου, για να δείξουμε και να θέσουμε μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο τα νέα στοιχεία που αυτό έφερε, θεμελιώνοντας το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα.

Η ταξική κοινωνία δημιουργεί το σοσιαλιστικό όραμα

Μια από τις πιο διάσημες κοινοτυπίες που χρησιμοποιούνται ενάντια στο σοσιαλισμό και από τους επικριτές του μαρξισμού, είναι ότι «πάει κόντρα στην ανθρώπινη φύση». Η ατομική ιδιοκτησία υποτίθεται ότι είναι «έμφυτη» στο ανθρώπινο είδος. Η ίδια η ανθρωπολογία αποδεικνύει πως η θέση αυτή είναι άτοπη. Ατομική ιδιοκτησία και κοινωνία υπάρχουν για ένα πολύ μικρό κομμάτι της ιστορίας της ανθρώπινης ύπαρξης, λιγότερο από 10 χιλιάδες χρόνια.

Το ανάποδο, η κοινωνική ανισότητα αμφισβητείται μόνιμα μέσα στην ίδια την ταξική κοινωνία. Η πάλη ενάντια στην ταξική κοινωνία, διαρκεί από τις πρωταρχές της εμφάνισής της. Από τις αγροτικές εξεγέρσεις στη φαραωνική Αίγυπτο, μέχρι τις εξεγέρσεις των δούλων στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη και τα ισχυρά κινήματα των δούλων που τις διαδέχτηκαν, όπως των Bagaudae στην Δυτική Ευρώπη και των Donatians στη Βόρεια Αφρική. Οι αμέτρητες αγροτικές εξεγέρσεις στην ιστορία της Ινδίας και της κλασικής Κίνας, αρκετές από τις οποίες ήταν νικηφόρες και γέννησαν αυτοκρατορίες και δυναστείες. Στην Ιαπωνία μεταξύ 1603 και 1863 έγιναν πάνω από 1100 αγροτικές εξεγέρσεις. Και η τσαρική Ρωσία έζησε πολλούς αγροτικούς ξεσηκωμούς, με πιο γνωστό εκείνο του Pugachev στην Ουκρανία τον 17ο αιώνα.

Στις Ισπανικές και Πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής είχαμε τις εξεγέρσεις που οργάνωσαν οι Ινδιάνοι σκλάβοι με πιο γνωστή εκείνη των Περουβιάνων Ινδιάνων με ηγέτη τον Τούπακ Αμάρου στα μέσα του 18ου αιώνα. Είχαμε ακόμη τη νικηφόρα εξέγερση των Μαύρων Σκλάβων της Αϊτής, των Μαύρων Γιακωβίνων στο τέλος του 18ου αιώνα. Πολυάριθμες ήταν και οι εξεγέρσεις των Μαύρων Σκλάβων της Βόρειας Αμερικής το 19ο αιώνα, κυρίως εκείνη που ηγήθηκε ο Νατ Τέρνερ το 1831.

Στην Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, μια σχεδόν αδιάκοπη σειρά από αγροτικές εξεγέρσεις ενάντια στην κυριαρχία των ευγενών και των πλουσίων εμπόρων εκδηλώθηκαν από τον 13ο ως τον 16ο αιώνα (οι Ζακερί στη Γαλλία και η εξέγερση των Άγγλων αγροτών το 1381 με ηγέτη τον Τζον Μπολ). Όλα αυτά οδηγήθηκαν στις μεγάλες αστικές επαναστάσεις σε Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία και ΗΠΑ.

Πολλές από τις φωνές που αναδύθηκαν από αυτή τη μακριά αλυσίδα των εξεγέρσεων μιλούσαν ξεκάθαρα ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και επικαλούνταν μία κοινωνία ισότητας, στη βάση της συλλογικής ιδιοκτησίας. Έτσι δημιουργείται μία σοσιαλιστική παράδοση και ένα σοσιαλιστικό ιδεώδες πριν καν ακόμα την εμφάνιση, ανάπτυξη και επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, που όμως εκφράζεται κυρίως μέσα από τον κοινωνικό στοχασμό και τη λογοτεχνία. Έργα όπως η «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ, το «Κράτος του Ήλιου» του Τομάσο Καμπανέλα, ο «Κώδικας της Φύσης» του Μορέλι, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Με την εμφάνιση και την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οι σοσιαλιστικές ιδέες επεξεργάζονται σε συγκεκριμένα σχέδια αυτής της εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης.

Δημιουργία και ωρίμανση του εργατικού κινήματος

Ο 19ος αιώνας είναι η εποχή της εγκαθίδρυσης, επέκτασης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων σε Δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, με τέτοιο ρυθμό που καλύπτονται προσωρινά όλες οι αντιθέσεις του συστήματος, οι οποίες γιγαντώνονται. Η νεοαναδυόμενη ευρωπαϊκή μπουρζουαζία συνεχώς πλουτίζει και εδραιώνει την κυριαρχία της. Παράλληλα στις βασικές χώρες της Ευρώπης που τότε εκβιομηχανίζονται –Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, γερμανικά κράτη– η εργατική τάξη πληθαίνει, γίνεται η βασική τάξη της νέας κοινωνικής δομής και ο μοχλός παραγωγής όλου του κοινωνικού πλούτου.

Αυτή όμως η ανάπτυξη πατάει πάνω στη σκληρή εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και εσωκλείει μία άγρια αντιπαράθεση: ανάμεσα στον εξωφρενικό πλούτο των αστών και την ακραία εξαθλίωση των εργατών, ανάμεσα στην απόλυτη εξουσία και την απόλυτη εξάρτηση και καταπίεση. Αναπτύσσονται δύο κόσμοι ξένοι, εχθρικοί και ασυμβίβαστοι μεταξύ τους. Η ζωή στις εργατικές συνοικίες των νέων πόλεων είναι κόλαση. Το προσδόκιμο ζωής των εργατών φτάνει έως και το μισό από το ήδη χαμηλό επίπεδο των εξαθλιωμένων αγροτών, λόγω κακής διατροφής, εργατικών ασθενειών και ατυχημάτων, άθλιων συνθηκών υγιεινής. Μέσα στο κύμα ανάπτυξης, δεν λείπουν οι περιοδικές κρίσεις της βιομηχανίας που πετούν χιλιάδες εργάτες, ολόκληρες πόλεις ή συνοικίες στην απόλυτη ένδεια. Οι γυναίκες και τα παιδιά είναι τα μεγάλα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δουλεύοντας εξοντωτικά ωράρια για άθλιες αμοιβές.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γεννιέται το εργατικό κίνημα, που εξελίσσεται και ωριμάζει μέσα από την σύγκρουση όλων αυτών των αντιφάσεων, καταρχάς μέσα στην ίδια την ταξική πάλη. Εργατικοί αγώνες ξεσπούν, που παίρνουν πολλές φορές τη μορφή των αυθόρμητων εξεγέρσεων, όχι μόνο πλέον των φτωχών εναντίον των πλουσίων, αλλά των εργατών εναντίον των εργοδοτών, των βιομήχανων και των αστών. Εμφανίζονται και ωριμάζουν οι πρώτες μορφές μόνιμης συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων ως κομμάτια της ίδιας ενιαίας κοινωνικής τάξης: ενώσεις εργατικής αλληλοβοήθειας, σωματεία κ.ά.

Η κλασική χώρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η Βρετανία, είναι και η χώρα όπου το εργατικό κίνημα εμφανίζεται για πρώτη φορά ανεξάρτητα στην ιστορική σκηνή. Στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, έχουμε το κίνημα των Λουδιτών. Στόχος της δράσης τους ήταν οι αυξήσεις των μισθών των εργατών, ο αγώνας ενάντια στο υψηλό κόστος ζωής και την ανεργία. Το σπάσιμο των μηχανών στα εργοστάσια ήταν μία από τις τακτικές που χρησιμοποίησαν, όχι επειδή ήταν αντίθετοι στη χρήση τους όπως λέει ο μύθος που διαδόθηκε από τους ταξικούς εχθρούς τους, αλλά γιατί πίστευαν ότι η αχρήστευση των μηχανών ήταν ο μόνος τρόπος για να κάνουν την απεργία πραγματικά γενική. Ακολουθεί από τη δεκαετία του 1830 το κίνημα των Χαρτιστών, που θα συνταράξει ως τη δεκαετία του 1850 τη χώρα. Το κίνημα αυτό θέτει για πρώτη φορά πολιτικά αιτήματα όπως η καθολική ψηφοφορία, κινητοποιώντας εκατομμύρια εργάτες, που υπογράφουν τις εκκλήσεις του και παίρνουν μέρος σε εξεγέρσεις και διαδηλώσεις. Το εργατικό κίνημα εμφανίζεται επίσης στη Γαλλία και σε άλλες χώρες.

Οι κραυγές εξέγερσης και διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης ανοίγουν παραπέρα σταδιακά το δρόμο σε πιο συστηματικές προτάσεις και μοντέλα αναδιοργάνωσης της κοινωνίας στη βάση της συλλογικής ιδιοκτησίας.

Ο ουτοπικός σοσιαλισμός

Οι κύριοι εκφραστές του προ-μαρξιστικού σοσιαλισμού, από τους πρώτους που προσπάθησαν να συνδυάσουν τις λογοτεχνικές περιγραφές μίας νέας κοινωνίας με μία πρακτική πάλη για την πραγματοποίησή της ήταν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές

Οι πιο σπουδαίες προσωπικότητες αυτής της νέας γενιάς ήταν:

Ο Γάλλος κόμης Κλωντ ντε Σαιν-Σιμόν (1760-1825), που ήταν ένας ιδεολόγος της νέας βιομηχανικής μπουρζουαζίας παρά της εμφανιζόμενης εργατικής τάξης. Ο Ουαλλός μεγαλοβιομήχανος Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858), ο Γάλλος εμπορικός πράκτορας Φουριέ (1772-1837), ο Γάλλος δικηγόρος Ετιέν Καμπέ (1788-1856) – ο τελευταίος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο κομμουνιστής για να περιγράψει τον άνθρωπο της θεωρητικής και μελλοντικής του κοινωνίας. Το έργο του «Το ταξίδι στην Ικαρία» διαβάστηκε από χιλιάδες εργάτες. Τέλος η Γαλλίδα σοσιαλίστρια Φλόρα Τριστάν (1803-1844), που οι ιδέες της έμελλε να εμπνεύσουν τις προσπάθειες «οργάνωσης της εργασίας» που έγιναν κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848 και την οποία ο Μαρξ την υπερασπίστηκε απέναντι στις κριτικές των Νέων Χεγκελιανών.

Δεν τους άξιζε η κατηγορία ότι είναι κάποιοι ονειροπόλοι ιδεαλιστές, αποκομμένοι από την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής τους. Το αντίθετο, ήταν λαμπροί κριτικοί της αστικής κοινωνίας, που συνέλαβαν τα βασικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης και των αντιφάσεών της. Ήταν πρόδρομοι των αλλαγών που απαιτούνταν για την εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας. Οι Μαρξ και Ένγκελς τους οφείλουν πολλά. Διδάχτηκαν απ’ αυτούς και ανέπτυξαν πολλές από τις ιδέες τους.

Παρ’ όλ’ αυτά ο ουτοπικός σοσιαλισμός διέπονταν από πολλές αντιφάσεις, που έπρεπε να ξεπεραστούν:

α) Το σχέδιο για το σοσιαλισμό αντιτάσσονταν απλά στην υπάρχουσα αστική κοινωνία, χωρίς να υπάρχει μία επιστημονική ανάλυση και μελέτη της προόδου και των αντιφάσεων της τελευταίας. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αντίθετα, το εγχείρημα της αταξικής κοινωνίας θα απορρέει από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πηγές που ξεκινούν ακριβώς απ’ αυτές τις προόδους και τις αντιφάσεις.

β) Η κύρια κινητήρια δύναμη για το εγχείρημα της νέας κοινωνίας ήταν η εκπαίδευση και η προπαγάνδα, φαινόμενα ατομικά. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές πίστευαν πολύ στην «προπαγάνδα της πράξης», που αργότερα θα επηρεάσουν τους αναρχικούς αλλά και τα ρεύματα της λεγόμενης «ατομικής τρομοκρατίας». Από αυτό προέρχεται η μεγάλη σημασία που έδιναν οι ουτοπικοί σοσιαλιστές στην άμεση δημιουργία “κυττάρων” της μελλοντικής κοινωνίας, συνεταιρισμών κ.λπ. ως άμεσα παραδείγματα για τους εργάτες. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς η αστική κοινωνία θα μπορούσε να καταργηθεί μόνο σαν σύνολο και όχι χωράφι-χωράφι, εργοστάσιο-εργοστάσιο και άρα η κατάργησή της απαιτούσε την ενεργή συμμετοχή στην ταξική, ιδιαίτερα την πολιτική, πάλη. Αν και ποτέ δεν αμφισβήτησαν την αποδεικτική αξία αυτών των κομμουνιστικών πειραματισμών, υποστήριζαν ότι ήταν καταδικασμένοι να απορροφηθούν ξανά από την αστική κοινωνία όσο παρέμεναν απομονωμένοι.

γ) Η υπερτίμηση του ρόλου της «λογικής» στον τρόπο που λειτουργούν οι πλατιές μάζες. Δεν καταλάβαιναν αρκετά ότι αυτό που μπορεί να είναι αποφασιστικό για τον καθένα ξεχωριστά είναι πολύ δυνατό να ουδετεροποιηθεί όταν ένας μεγάλος αριθμός ατόμων δρα μαζί. Έδιναν κατ’ επέκταση μεγαλύτερη βαρύτητα στην ατομική υπόσταση υποβιβάζοντας την κοινωνική – ταξική. Γι’ αυτό οι Μαρξ και Ένγκελς βασίστηκαν στα κοινά συμφέροντα των ατόμων που ανήκουν σε μία κοινωνική τάξη, το προλεταριάτο, που έμελλε να γίνει η πλειοψηφία της αστικής κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούσαν τη σημασία της προπαγάνδας και της εκπαίδευσης, ούτε των συναισθημάτων στην πάλη για τον σοσιαλισμό, αρκεί όλα αυτά να εξυπηρετούν τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου.

δ) H αντίληψη ότι η πολιτική δράση είναι σπατάλη δυνάμεων, ότι όλες οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην οικονομική απελευθέρωση του προλεταριάτου.

Ο ουτοπικός σοσιαλισμός αντιπροσώπευε την ιδεολογική έκφραση μιας αντίστασης στην ταξική κοινωνία και στην κοινωνική ανισότητα από προ-προλεταριακές κοινωνικές τάξεις, που δεν είχαν επαρκή οικονομική δύναμη και κοινωνική συνοχή για να εξασφαλίσουν τη νίκη. Η αποτυχία και οι αντιφάσεις του ουτοπικού σοσιαλισμού, αντανακλούν επομένως την ανωριμότητα των υλικών συνθηκών μέσα στις οποίες έδωσαν τη μάχη τους για μία αταξική κοινωνία. Όπως είχε διαπιστώσει πολύ εύστοχα και ο Ερνέστ Μαντέλ, ο χαρακτηρισμός «ουτοπικοί» πρέπει να απευθύνεται όχι στο στόχο που ήθελαν να πετύχουν αυτοί οι σοσιαλιστές, αλλά στις συνθήκες και στις μεθόδους στις οποίες προσπάθησαν να τον πετύχουν. Οι βασικές αδυναμίες τους ξεπεράστηκαν από τον επιστημονικό σοσιαλισμό.

Η εμφάνιση των πρώτων προλεταριακών οργανώσεων

Το ρεύμα των προλεταριακών οργανώσεων έχει τις ρίζες του στη θεωρητική κληρονομιά των ουτοπικών σοσιαλιστών αλλά και στην επαναστατική πρακτική και οργάνωση της μικροαστικής άκρας αριστεράς που δημιουργήθηκε μέσα από τη Γαλλική Επανάσταση, τους Γιακωβίνους. Οι κύριοι εκφραστές του ήταν οι Βάιτλινγκ, Μπλανκί και Μπαμπέφ.

Το ζήτημα γι’ αυτές τις πρώτες προλεταριακές οργανώσεις ήταν ξεκάθαρα η επαναστατική διεκδίκηση της εξουσίας και όχι απλά οι διεκδικήσεις για δημοκρατικές ελευθερίες. Επιπλέον έθεταν συγκεκριμένους συλλογικούς στόχους για την ικανοποίηση των οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων των πιο φτωχών και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων του πληθυσμού, πάνω απ’ όλα του προλεταριάτου. Οι μπαμπεφιστές προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία με πραξικόπημα ενώ η θερμιδοριανή αντεπανάσταση ήταν στο φόρτε της, το 1797. Ο ίδιος ο Γράκχος Μπαμπέφ, ηγέτης της Συνομωσίας των Ίσων, εκτελέστηκε. Ένας από τους επιζώντες της οργάνωσης, ο Μπουοναρότι, αγωνίστηκε να διατηρήσει τη συνέχεια των επαναστατικών αρχών και στόχων του Μπαμπέφ με την Οργάνωση των Εποχών το 1830. Ο Μπλανκί έγινε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της.

Ο Αύγουστος Μπλανκί ήταν ο μεγαλύτερος Γάλλος επαναστάτης του 19ου αιώνα. Προσπάθησε επανειλημμένως να καταλάβει με πραξικόπημα την εξουσία, συνελήφθηκε πολλές φορές, πέρασε πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή, όμως πέτυχε να διατηρήσει τη συνέχεια της μυστικής του οργάνωσης. Όταν ξέσπασε η Παρισινή Κομμούνα, ο Μπλανκί ήταν φυλακή. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων των Μαρξ και Ένγκελς, τον αναγνώριζαν ως φυσικό ηγέτη της Κομμούνας. Η επαναστατική κυβέρνηση πρότεινε στο Θιέρσο την αποφυλάκισή του, με αντάλλαγμα όλους τους αιχμαλώτους του Παρισιού, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τόσο πολύ φοβόταν η γαλλική μπουρζουαζία τις ηγετικές και οργανωτικές ικανότητες του Μπλανκί. Το μπλανκιστικό ρεύμα κατέληξε να συγχωνευτεί με το μαρξιστικό κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1880 και 1890, στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μαζικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος στη Γαλλία.

Ο Βίλχελμ Βάιτλινγκ, αντίθετα με τους υπόλοιπους, ήταν ένας αυτοδίδακτος εργάτης, που έφτασε στον επαναστατικό και κομμουνιστικό σκοπό όχι μόνο μέσα από τη μελέτη, αλλά και λόγω της δικής του προσωπικής εμπειρίας. Το 1838 ιδρύθηκε η Ένωση των Δικαίων στη Γερμανία, με ηγέτη τον Βάιτλινγκ, και υιοθέτησε ένα ουτοπικό πρόγραμμα. Όπως είχε κάνει το κίνημα των μπαμπεφιστών στην Γαλλία, η Ένωση διατήρησε την παράδοση της μυστικής επαναστατικής οργάνωσης στη Γερμανία.

Οι επαναστάτες μπλανκιστές, μπαμπεφιστές και οι γερμανικές επαναστατικές οργανώσεις, ήταν ένας κρίκος της αλυσίδας που οδήγησε από τις αστικές επαναστάσεις του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα στην επαναστατική προλεταριακή δράση του 19ου και του 20ού. Τα κύρια επιτεύγματά τους ήταν:

α) Η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας πολιτικής δράσης του προλεταριάτου για την κατάληψη της εξουσίας, καθώς είχαν καταλάβει πως η πολιτική εξουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην παγίωση της εκμετάλλευσης που είχε επιβληθεί στην εργατική τάξη. Οι Μπαμπέφ, Μπλανκί και Βάιτλινγκ υποστήριξαν την πολιτική δράση νέου επαναστατικού τύπου συνδεδεμένη με την προοπτική της ανατροπής του αστικού κράτους, προσαρμόζοντας την μορφή οργάνωσης στον στόχο που είχαν θέσει.

β) Η υπεράσπιση μιας επαναστατικής οργάνωσης της πρωτοπορίας. Ενός πυρήνα δηλαδή βαθιά συνειδητοποιημένων, σκληρών και πειθαρχημένων κομμουνιστών που θα μπορούσαν να νικήσουν τον ισχυρό εχθρό. Ήταν πεπεισμένοι ότι καθοδηγούμενοι από μία τέτοιου είδους μειοψηφία, οι καταπιεσμένοι θα μπορούσαν να διαπρέψουν σε μελλοντικές επαναστατικές αναμετρήσεις. Με αυτή την έννοια, ο Μπαμπέφ και ιδιαιτέρως ο Μπλανκί ήταν οι πρόδρομοι της λενινιστικής αντίληψης περί “επαγγελματιών επαναστατών”.

γ) Η υπεράσπιση της επαναστατικής παράδοσης και συνέχειας, που κληροδοτήθηκε κυρίως από τις αστικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου αιώνα.

Παρόλα αυτά, μαζί με τις αρετές τους, πρέπει να σημειωθούν τα λάθη των επαναστατικών σχεδιασμών τους:

α) Γι’ αυτά τα ρεύματα η πάλη για την εξουσία πηγάζει από μία μικρή μειοψηφία της κοινωνίας. Αυτό μετέδιδε αναγκαστικά στην επαναστατική δράση ένα βίαιο και συνωμοτικό χαρακτήρα, στον όποιο η “τεχνική του πραξικοπήματος” ήταν πιο σημαντική από την πολιτική μαζική δράση.

β) Η οργάνωση που ταιριάζει σε αυτή την πολιτική σκέψη είναι αναγκαστικά μυστική και ελιτίστικη. Η επαναστατική αυτενέργεια υπό την καθοδήγηση μιας ηγεσίας αντικαθίσταται από τον επαναστατικό  βολονταρισμό.

γ) Οι προσπάθειες για κυρίως μυστική οργάνωση και οι κυρίως ανατρεπτικές δραστηριότητες οδήγησαν αυτούς τους επαναστάτες σε μια  ελιτίστικη και απολυταρχική αντίληψη του κράτους που θα προέρχονταν από τη νίκη της επανάστασης. Αυτό το νέο κράτος θα υπηρετούσε το λαό, θα ήταν για το λαό, αλλά η εξουσία δεν θα ασκούνταν απευθείας απ’ αυτόν (ο Βάιτλινγκ ως προλετάριος  ο ίδιος ήταν πιο προσεκτικός σε αυτό το θέμα απ’ τον Μπλανκί).

δ) Οι οικονομικοί στόχοι του αγώνα θα επιτυγχάνονταν μέσα από την επανάσταση και μ’ αυτή την έννοια πήγαν στο αντίθετο άκρο από τον «οικονομισμό» των ουτοπικών σοσιαλιστών, υποτιμώντας τη σημαντικότητα της πάλης για μεταρρυθμίσεις.

Αυτοί οι πρώτοι πυρήνες προλεταριακών επαναστατών ήταν οργανώσεις που προέρχονταν από το προβιομηχανικό προλεταριάτο της χειροτεχνίας και της μανιφακτούρας, που δεν ήταν ακόμα ικανές να γενικεύσουν, και μερικές φορές ακόμα και να κατανοήσουν, τις πρώτες πραγματικές εμπειρίες της μαζικής πάλης και οργάνωσης του βιομηχανικού προλεταριάτου.

Το προτσές εκείνης της περιόδου, μέχρι και την ολοκλήρωση της συγγραφής του Μανιφέστου, αφορά την πάλη και τη σύγκρουση μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος για τον κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό διαχωρισμό του από τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό που εκπροσωπούσαν τα ρεύματα των ουτοπικών σοσιαλιστών, των μπαμπεφιστών, μπλανκιστών και προυντονιστών και την επικράτηση των αρχών του επαναστατικού κομμουνισμού των Μαρξ και Ένγκελς.

Η συγγραφή του Μανιφέστου

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέλαβαν τη γιγάντια προσπάθεια, να συγκρουστούν με αυτές τις αδυναμίες και να τις ξεπεράσουν. Ταυτόχρονα επηρεάστηκαν και οι ίδιοι από τις ιδέες των ουτοπικών σοσιαλιστών, έπιασαν τη συνέχεια της επαναστατικής δράσης και της επαναστατικής οργάνωσης που αναπτύχθηκε από τον μπαμπεφισμό και τον μπλανκισμό, και τις συνδύασαν με την εμπειρική παρατήρηση της εξέλιξης του καπιταλισμού, της αστικής τάξης και του προλεταριάτου. Χρησιμοποίησαν το τεράστιο σώμα γνώσης που αντλήθηκε από πολλές εμπειρίες και εμπειρικά δεδομένα και το συνέδεσαν με τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου, του οποίου την αντίληψη τελικά εξέφρασαν με το πρώτο προλεταριακό επαναστατικό πρόγραμμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Συνέδεσαν το πρόγραμμα της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας με μία σειρά οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν την απελευθέρωση του προλεταριάτου.

Η όλο και βαθύτερη κατανόηση της κοινωνίας των Μαρξ και Ένγκελς δεν ήταν αποτέλεσμα μίας διανοητικής προσπάθειας αποκομμένης από την πραγματική ζωή που ξετυλίγονταν γύρω τους. Τόσο τα επιστημονικά, όσο και τα ηθικά τους κίνητρα πήγαζαν από τη διάθεση να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές συνθήκες: η φτώχεια των εργατών, οι εξεγέρσεις τους, οι πολιτικοί τους αγώνες, που ξεδιπλώνονταν μπροστά τους. Δε ζύμωναν όμως θεωρίες μόνο για να παραμείνουν στη σφαίρα του επιστημονικού κόσμου, με τον οποίο όξυναν την ιδεολογική αντιπαράθεση. Προέβαλαν τις θεωρίες και τα συμπεράσματά τους και τα δοκίμαζαν στην ίδια την εργατική τάξη, μέσα στη ζωντανή δράση.

Η συγγραφή του Μανιφέστου ήταν μία παράλληλη διαδικασία με την προσπάθεια οργανωτικής συγκρότησης από τους Μαρξ και Ένγκελς, με τη δημιουργία των πρώτων οργανώσεων/ενώσεων. Το 1847 η Ένωση των Δικαίων μετατρέπεται σε Ένωση των Κομμουνιστών, με την επικράτηση στο εσωτερικό της των αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Στο πρώτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους, εγκρίθηκε το καταστατικό της. Το σύνθημα της Ένωσης των Δικαίων «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια» το αντικατέστησε ένα καινούριο, καθαρά ταξικό, προλεταριακό σύνθημα, το «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»! Το πρώτο άρθρο του καταστατικού διατύπωνε τον πολιτικό σκοπό της Ένωσης: «να ανατραπεί η αστική τάξη, να κυριαρχήσει το προλεταριάτο, να καταργηθεί η παλαιά αστική κοινωνία που στηρίζεται στον ανταγωνισμό των τάξεων και να δημιουργηθεί μια καινούρια κοινωνία χωρίς τάξεις και χωρίς ατομική ιδιοκτησία».

Στον Μαρξ και στον Ένγκελς ανατέθηκε από το πρώτο συνέδριο να γράψουν το πρόγραμμα της Ένωσης, το “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος”. Η συγγραφή ξεκίνησε με ένα πρώτο υλικό που αποτελούνταν από την «ομολογία πίστης» στην Ένωση, που έγραψε ο Ένγκελς ως εκπρόσωπός της από το Παρίσι. Ο Ένγκελς, στην προσπάθειά του να πείσει για την ορθότητα των δικών του ιδεών και του Μαρξ, κόντρα σε μικροαστικές αντιλήψεις άλλων μελών της Ένωσης, ξεκίνησε συζητήσεις μέσα στους εργάτες, κυρίως στους ράφτες και τους επιπλοποιούς. Οι συζητήσεις αυτές απέδωσαν καρπούς, αφού οι εργάτες του Παρισιού τον εξουσιοδότησαν να γράψει αυτός την «ομολογία πίστης» εξ ονόματος των «Δικαίων» του Παρισιού προς την Ένωση. Αυτό έγινε τον Οκτώβρη του 1847 και την έγραψε σε 25 ερωτήσεις – απαντήσεις. Την έστειλε στον Μαρξ, στα πλαίσια της αναγκαιότητας επεξεργασίας του προγράμματος της Ένωσης των Κομμουνιστών, γράφοντάς του τα εξής:

«Σκέψου λίγο την ομολογία πίστης. Πιστεύω ότι το καλύτερο είναι η απάλειψη της μορφής της κατήχησης και ο τίτλος ‘Κομμουνιστικό Μανιφέστο’. Πρέπει να του προσθέσουμε έναν ορισμένο όγκο ιστορίας και η σημερινή του μορφή δεν προσφέρεται πολύ καλά γι’ αυτό. Θα πάρω μαζί μου από το Παρίσι ό,τι έγραψα. Είναι απλά αφηγηματικό, αλλά έχει άθλια συνταχθεί, με τρομερή βιασύνη» (γράμμα στον Μαρξ της 23ης – 24ης Νοέμβρη 1847).

Το σχέδιο αυτό του Ένγκελς διασώθηκε. Ο ίδιος του έδωσε τον τίτλο Βάσεις του Κομμουνισμού αλλά όταν εκδόθηκε ο τίτλος του ήταν Αρχές του Κομμουνισμού. Το αποτέλεσμα των συζητήσεων στο συνέδριο ήταν η ανάθεση στον Μαρξ να συντάξει τη νέα «ομολογία πίστης» της Ένωσης σαν το επίσημο πρόγραμμά της. Ο Μαρξ δέχτηκε και έτσι κατέληξε να γράψει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, σε ηλικία μόλις 28 χρόνων. Το ολοκλήρωσε στις αρχές του Φλεβάρη του 1848. Το χειρόγραφο στάλθηκε στο Λονδίνο όπου και εκδόθηκε στα μέσα του ίδιου μήνα. Ήταν η περίοδος που ξέσπασε η επανάσταση στο Παρίσι, την οποία και μελέτησε ο Μαρξ γράφοντας αργότερα το έργο του Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848-1850.

To επαναστατικό περιεχόμενο του Μανιφέστου

«Το έργο αυτό χαρακτηρίζει με διαύγεια και σαφήνεια τη νέα κοσμοθεωρία, τον συνεπή υλισμό που αγκαλιάζει επίσης και το χώρο της κοινωνικής ζωής, τη διαλεκτική ως την πιο πολύπλευρη και βαθιά διδασκαλία για την εξέλιξη, τη θεωρία της ταξικής πάλης και τον κοσμοϊστορικό ρόλο του προλεταριάτου, του δημιουργού μιας καινούριας κομμουνιστικής κοινωνίας». Β. Ι. Λένιν (Άπαντα, τ. 26)

Η συμβολή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στην απόδοση/επεξήγηση των βασικών αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού με ένα καθαρό και απλό τρόπο και στη διάδοσή τους στην εργατική τάξη και στην πρωτοπορία εκείνης της εποχής αλλά και των μεταγενέστερων, είναι κοσμοϊστορική. 170 χρόνια μετά τη συγγραφή του, την εποχή της ιστορικής παρακμής του καπιταλισμού, που όλες οι αντιφάσεις του ξεσπούν με τον πιο βίαιο και εκρηκτικό τρόπο παρασύροντας την ανθρωπότητα στη βαρβαρότητα της φτώχειας και της ανεργίας, των επισιτιστικών κρίσεων, του πολέμου και της οικολογικής καταστροφής, οι θεμελιώδεις αρχές του Μανιφέστου είναι τόσο αποκαλυπτικές και αληθινές όσο όταν πρωτοδιατυπώθηκαν.

Το Μανιφέστο αποτυπώνει στα περισσότερα σημεία του τον επαναστατικό μετασχηματισμό που έφερε με την εμφάνισή του ο μαρξισμός στις κοινωνικές επιστήμες τη δεκαετία του 1840: στην κλασική γερμανική φιλοσοφία, στην αγγλική πολιτική οικονομία και στη γαλλική κοινωνιολογική ιστοριογραφία. Συνδυάζει την εξέλιξη αυτών των βασικών κοινωνικών επιστημών με το σχέδιο για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας που περνά μέσα από την απελευθέρωση του προλεταριάτου. Οι θεμελιώδεις αρχές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου είναι οι εξής:

  1. Η μετατροπή από τους Μαρξ-Ένγκελς της ιδεαλιστικής διαλεκτικής σε υλιστική διαλεκτική: α) Η υλική πραγματικότητα, όπως η φύση και οι κοινωνίες, υπάρχει ανεξάρτητα από τις ιδέες εκείνων που προσπαθούν να την ερμηνεύσουν. Υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία προσπαθεί να εξηγήσει η ανθρώπινη σκέψη, όπως εκείνη διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, β) Η σκέψη δεν μπορεί να ταυτιστεί ποτέ απόλυτα με την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς η δεύτερη πάντα προηγείται της πρώτης. Η μόνο επαλήθευση της σκέψης, είναι η πράξη και άρα επιστημονική σκέψη είναι αυτή που επιβεβαιώνεται στην πράξη. γ) Οι άνθρωποι, δεν είναι πνευματικά ή γενικά απλά όντα, αλλά κοινωνικά και ιστορικά συγκεκριμένα. Υπάρξεις που καθορίζονται από τις συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και ταυτόχρονα δημιουργούν και καθορίζουν αυτές τις συνθήκες, πρώτα και κύρια με την παραγωγική εργασία. δ) Η πάλη των ανθρώπων για την απελευθέρωσή τους αφορά καταρχάς την αναζήτηση όλο και μεγαλύτερου υλικού χώρου για ζωή και τη δυνατότητα απόλαυσής της.
  2. Αυτή η μεθοδολογία σκέψης οδήγησε τον Μαρξ στην θεμελίωση του ιστορικού υλισμού, που τον εφαρμόζει πλήρως στο Μανιφέστο. Οι πιο κεντρικές θέσεις του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: α) Το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής καθορίζει όλες τις ταξικές σχέσεις και επομένως την ίδια την κοινωνική δομή. β) Η κοινωνική ύπαρξη καθορίζει και την κοινωνική συνείδηση. Η ιδεολογία της τάξης που ελέγχει το κοινωνικό υπερπροϊόν, είναι η κυρίαρχη ιδεολογία κάθε εποχής. γ) Το κράτος είναι προϊόν της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και εργαλείο σταθεροποίησης, διατήρησης και αναπαραγωγής της εξουσίας μίας τάξης. Στο Μανιφέστο διατυπώνεται η πρώτη –και μοναδική για την εποχή της– επιστημονική θεώρηση του κράτους: «η διοίκηση του σημερινού κράτους δεν είναι παρά μία επιτροπή για τη διεύθυνση των κοινών υποθέσεων ολόκληρης της μπουρζουαζίας». Η αστική δημοκρατία είναι μια από τις μορφές της ταξικής δικτατορίας των αστών πάνω στο προλεταριάτο και μπορεί να εξυπηρετήσει μόνο αυτούς. Το προλεταριάτο για να απελευθερωθεί πρέπει να τη συντρίψει. δ) Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που δημιουργούνται, της νίκης και επικράτησης κάποιων κοινωνικών τάξεων, πάνω σε άλλες. «Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων». Και αυτή η πάλη θα συνεχίζεται ώσπου να εξαφανιστούν οι βάσεις της ταξικής διαίρεσης, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. ε) Οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι διαρκείς και αιώνιοι θεσμοί της ανθρώπινης κοινωνίας. Εμφανίζονται σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης και μ’ αυτή την έννοια η μελλοντική/αταξική κοινωνία είναι ένα στάδιο στην πορεία αυτής της εξέλιξης. Στην υλική βάση της οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας βρίσκεται η δυνατότητα να παράγεται όσο το δυνατόν περισσότερος πλούτος με όσο το δυνατόν λιγότερη κοινωνική εργασία. Δηλαδή η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης παραγωγικότητας της εργασίας.

Αυτές τις αρχές είχαν επεξεργαστεί οι Μαρξ και Ένγκελς και σε προηγούμενα έργα τους όπως η Αγία Οικογένεια, η Γερμανική Ιδεολογία, η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας κ.ά.

  1. Στο Μανιφέστο ο Μαρξ διατυπώνει διεισδυτικά όλα τα κύρια γνωρίσματα και τις τάσεις του καπιταλισμού, παρά το ότι εκείνη την εποχή δεν είχε ολοκληρώσει την μελέτη/κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αναλύει τις ρίζες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: την αποσύνθεση της φεουδαρχίας και την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, τη γέννηση της μανιφακτούρας και την ανάπτυξη της βιομηχανίας, την πολύ μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που αποτέλεσε ένα ιστορικά προοδευτικό στοιχείο του καπιταλισμού. Περιγράφει τις νέες κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, τις κοινωνικές τάξεις που διαμορφώθηκαν μέσα απ’ αυτές και τον ανταγωνισμό μεταξύ τους: την καταστροφή των ενδιάμεσων τάξεων –της μικρομπουρζουαζίας των πόλεων και της αγροτιάς–, τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ενός συνεχώς μειούμενου αριθμού ιδιοκτητών, μιας κοινωνικής μειοψηφίας της αστικής τάξης και απ’ την άλλη πλευρά τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό του προλεταριάτου. «Η σύγχρονη βιομηχανία μετέτρεψε το μικρό εργαστήρι του πατριαρχικού μάστορα στο μεγάλο εργοστάσιο του βιομήχανου καπιταλιστή. Οι εργατικές μάζες, στριμωγμένες στα εργοστάσια, οργανώνονται στρατιωτικά. Τους βάζουν σαν απλούς στρατιώτες της βιομηχανίας κάτω από την επίβλεψη μιας ολόκληρης ιεραρχίας από υπαξιωματικούς και αξιωματικούς. Δεν είναι μονάχα σκλάβοι της αστικής τάξης, του αστικού κράτους, αλλά κάθε μέρα, κάθε ώρα, υποδουλώνονται από τις μηχανές, από τον αρχιεργάτη και πριν απ’ όλα από τον ίδιο τον αστό εργοστασιάρχη.»

Διατύπωσε σε μια πρώτη μορφή τους βασικούς νόμους κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας: την πληρωμή της εργατικής δύναμης σαν ισοδύναμο του κόστους αναπαραγωγής της, την ιδιοποίηση της υπεραξίας της εργασίας από τους καπιταλιστές. Την τάση για τη διαρκή επαναστατικοποίηση της παραγωγής και την τεχνολογική καινοτομία: «η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί την παραγωγή, να παραμερίζει τις παλιές σχέσεις».

Σκιαγράφησε την τάση του καπιταλισμού να ρίχνει το βιοτικό επίπεδο των εργατών και να τους εξαθλιώνει και προέβλεψε τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούσαν οι καπιταλιστές την τεχνολογική πρόοδο και την αυτοματοποίηση των μηχανών, για να τους ξεζουμίζουν: «Εξαιτίας της εκτεταμένης χρήσης του μηχανολογικού εξοπλισμού και του καταμερισμού της εργασίας, η εργασία των προλετάριων έχει χάσει κάθε ατομικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια όλη τη γοητεία για τον εργαζόμενο. Ο εργαζόμενος γίνεται εξάρτημα της μηχανής και αυτό που απαιτείται από αυτόν είναι μόνο η πιο απλή, η πιο μονότονη και η πλέον εύκολη επιδεξιότητα. Με τον τρόπο αυτό το κόστος παραγωγής για τον εργαζόμενο περιορίζεται σχεδόν εντελώς και υποχωρεί στα επίπεδα που απαιτεί η συντήρησή του και η διατήρηση του είδους του. Όμως η τιμή των αγαθών και κατά συνέπεια και της εργασίας, ισοδυναμεί με το κόστος της παραγωγής τους. Σε αναλογία, συνεπώς, καθώς η αποκρουστική εικόνα της εργασίας εντείνεται, τα ημερομίσθια πέφτουν. Επιπλέον, σε αναλογία με την αύξηση της χρήσης της μηχανολογικού εξοπλισμού και του καταμερισμού της εργασίας, αυξάνει και το φορτίο του μόχθου, είτε με την επέκταση των ωρών εργασίας, είτε με την αύξηση του έργου που παράγεται κατά τον δεδομένο χρόνο ή με την αύξηση της ταχύτητας λειτουργίας του μηχανολογικού εξοπλισμού κ.λπ.»

Περιέγραψε τις εμπορικές και βιομηχανικές κρίσεις, ως μία σειρά εκτεταμένων καταστροφών, άρρηκτα συνδεδεμένων με τον καπιταλισμό. Διέβλεψε την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς και του καπιταλισμού ως παγκόσμιου και διεθνούς συστήματος.

  1. Αυτή η διεθνής ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι η υλική βάση της διαμόρφωσης του προλεταριάτου ως μίας ενιαίας και παγκόσμιας κοινωνικής τάξης, που δίνει αντικειμενικά διεθνιστικό χαρακτήρα στην πάλη του προλεταριάτου κάθε χώρας και που προκαθορίζει τον διεθνιστικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Μαρξ στο Μανιφέστο καταρρίπτει τα κούφια λάβαρα της «εθνικής παρτίδας και συνείδησης» που σήκωσε η αστική τάξη, για να κρατά διαιρεμένο, υπνωτισμένο και άρα πειθήνιο το προλεταριάτο και τα αντικαθιστά με τις βασικές διεθνιστικές αρχές: «Oι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Αντιπαρατίθεται προκαταβολικά στη μετέπειτα καταστροφική άποψη της σταλινικής γραφειοκρατίας περί σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα. «Ενιαία δράση των κύριων πολιτισμένων χωρών τουλάχιστον, είναι ένας από τους πρώτους όρους για την απελευθέρωση του προλεταριάτου».
  2. Εισάγει την αναγκαιότητα της πολιτικής οργάνωσης και πάλης του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο για να μπορέσει να συντρίψει τη δικτατορία της αστικής τάξης και να της αποσπάσει την εξουσία θα πρέπει να αναπτύξει την πολιτική του πάλη και άρα να οργανωθεί σε δικό του πολιτικό επαναστατικό κόμμα. «Κάθε ταξική πάλη, είναι πολιτική πάλη», «η οργάνωση του προλεταριάτου σαν τάξης, είναι κατά συνέπεια η οργάνωσή του σε πολιτικό κόμμα».
  3. Παρά το γεγονός πως μέχρι και την Παρισινή Κομμούνα (1871) δεν υπήρχε καμία αντίστοιχη ιστορική εμπειρία για το πως το προλεταριάτο θα συγκεντρώσει και θα ασκήσει την εξουσία του μετά τη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, οι Μαρξ και Ένγκελς συνέλαβαν και σκιαγράφησαν στο Μανιφέστο, αν και δεν χρησιμοποιούν ακόμη αυτό τον όρο, την ουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου και τα χαρακτηριστικά της, αλλά και του σοσιαλισμού δευτερευόντως. «Το προλεταριάτο ως κυρίαρχη τάξη… Όταν στην πορεία της ανάπτυξης, οι ταξικές διακρίσεις έχουν εξαφανιστεί και όλη η παραγωγή έχει συγκεντρωθεί στα χέρια μιας ευρείας ένωσης ολόκληρου του έθνους, η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα».

Η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν είναι παρά το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Η εργατική τάξη έχει συγκεντρώσει την εξουσία και μέσα από τις μορφές αυτοοργάνωσής της, την ασκεί σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια αυτού του μεταβατικού σταδίου και καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται κάτω από τη λειτουργία της σχεδιασμένης οικονομίας και της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, οι ταξικές διαιρέσεις σταδιακά σβήνουν και μ’ αυτή την έννοια το ίδιο το κράτος –ως εργαλείο καταπίεσης μίας τάξης απέναντι σε μία άλλη– σβήνει. Το ακριβώς αντίθετο από την τερατώδη κρατική καταπίεση που δημιούργησε ο σταλινισμός στις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Αυτή η διαδικασία θα στηρίζεται στην εργατική δημοκρατία, θα ξενικά από την εργατική τάξη και θα καταλήγει σε αυτή, «η χειραφέτηση των εργατών πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργατών».

  1. Αποτυπώνεται με την μορφή δέκα συγκεκριμένων αιτημάτων η λογική του πρώτου μεταβατικού προγράμματος, της προσπάθειας να γεφυρωθεί η διαφορά/αντίφαση μεταξύ των αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, ώστε να γίνει εφικτή η νίκη της προλεταριακής επανάστασης. Παρότι στην εισαγωγή της έκδοσης του 1872 οι Μαρξ και Ένγκελς γράφουν πως τα αιτήματα είναι απαρχαιωμένα, καθώς αναφέρονταν σε επαναστατική εποχή –και αυτό ισχύει–, ήταν μία ισχυρή γροθιά στη λογική των ρεφορμιστών σοσιαλιστών εκείνης της εποχής όπως ο Λουί Μπλαν, των οποίων τα αιτήματα ποτέ δεν ξεπερνούσαν τα όρια της αστικής δημοκρατίας.
  2. Στο Μανιφέστο ο Μαρξ ασκεί σκληρή κριτική στον «αντιδραστικό σοσιαλισμό» του 19ου αιώνα, τον φεουδαρχικό σοσιαλισμό, τον μικροαστικό σοσιαλισμό, τον συντηρητικό κ.ά. και καθορίζει τη θέση των κομμουνιστών σε σχέση με τα τότε κόμματα της αντιπολίτευσης. Και αυτό το κομμάτι, όσον αφορά το υλικό, ξεπεράστηκε καθώς όλα αυτά τα κινήματα και τα κόμματα σαρώθηκαν από την επανάσταση του 1848 και την αντεπανάσταση που ακολούθησε. Παρόλα αυτά, όπως τονίζει και ο Τρότσκι, η μέθοδος που χρησιμοποιεί στην κριτική και την εξέτασή τους είναι εξαιρετικά διαχρονική. (Βλ. Λέων Τρότσκι, Tα 90 χρόνια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, Κογιοακάν, Οκτώβρης 1937).
  3. Τέλος, οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν το ρόλο των κομμουνιστών ως της πρωτοπορίας, του πιο συνειδητού κομματιού του κινήματος, που έχει την πιο ξεκάθαρη συνείδηση των μακροχρόνιων σκοπών του.

Όλο το Μανιφέστο διακατέχεται από μία αστείρευτη πίστη και εμπιστοσύνη στις ικανότητες και τις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Στον επαναστατικό ρόλο που είναι ικανή να παίξει μέσα στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας, ως ο ηγετικός φορέας  της κοινωνικής αλλαγής, που θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά του καπιταλισμού και θα τον μετασχηματίσει σε μία ανώτερη οντότητα. Την στιγμή που οι υπόλοιποι σοσιαλιστές εκείνης της εποχής, έβλεπαν την πεινασμένη και αμόρφωτη εργατική τάξη ως μία «πληγή» που αυξάνεται όσο εξαπλώνεται η βιομηχανία, οι Μαρξ και Ένγκελς στήριξαν σε αυτήν όλες τις ελπίδες τους. Αναγνώρισαν το ιστορικό υποκείμενο που θα τσακίσει όλους τους θεσμούς και τις συνθήκες που κάνουν τους ανθρώπους δυστυχισμένους, εκμεταλλευόμενους, καταπιεσμένους, αλλοτριωμένους και ακρωτηριασμένους, και άρα ανίκανους να αντιληφθούν και να αναπτύξουν όλες τις δυνατότητές τους.

«Ας τρέμει η κυρίαρχη τάξη από την κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους. Αλλά θα κερδίσουν όλο τον κόσμο. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!».

Επί 170 χρόνια το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πάλης του παγκόσμιου προλεταριάτου, των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων σε κάθε άκρη του πλανήτη. Ένας από τους πιο σημαντικούς κρίκους της κόκκινης αλυσίδας που συνδέει την κινέζικη επανάσταση των Ταϊπίνγκ (1853) με την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, την εξέγερση των Σεπόι στην Ινδία (1857) με τη δεύτερη μεξικάνικη επανάσταση Reforma (1857-1867). Την Παρισινή Κομμούνα (1871) με τη μεγαλειώδη Οκτωβριανή Επανάσταση (1917) και τη Γερμανική Επανάσταση (1919), την Ισπανική Επανάσταση (1936) και τα αντιφασιστικά κινήματα αντίστασης με τον Μάη του 1936 στην Ελλάδα και τον Μάη του 1968 στη Γαλλία. Την Αλγερινή επανάσταση (1954-1962) με την επανάσταση στην Κούβα (1953-1959), την επανάσταση στο Κονγκό (1960) με την επανάσταση των γαρυφάλλων στην Πορτογαλία (1974). Την εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973) και την εξέγερση στην Τιέν Αν Μεν (1989) – και τους αγώνες του σύγχρονου προλεταριάτου στο σήμερα, για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.