Γερμανία: Συνεχίζεται η πολιτική κρίση

Γερμανία: Συνεχίζεται η πολιτική κρίση

Από την Εργατική Πάλη Μαρτίου

Μετά από διαπραγματεύσεις αρκετών εβδομάδων, το SPD και η Ένωση (Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές) κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για μια νέα κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού». Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεραστούν δεν αφορούσαν στο κυβερνητικό πρόγραμμα αλλά στο ζήτημα του διαμοιρασμού των χαρτοφυλακίων ανάμεσα στα δύο κόμματα. Η ηγεσία Σουλτς διαπραγματεύτηκε πολύ σθεναρά την εκπροσώπηση των σοσιαλδημοκρατών στη νέα κυβέρνηση της Μερκελ, αποσπώντας, μεταξύ άλλων, τα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και Εξωτερικών, δηλαδή τα υπουργεία με τη μεγαλύτερη επιρροή και τους περισσότερους πόρους.

Στην ουσία η νέα συμφωνία είναι η συνέχιση της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης, μαζί με μια σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής και της πολιτικής ασύλου. Στην συμφωνία υπάρχουν και μερικές υποσχέσεις για παροχές – κοροϊδία, ίσα – ίσα για να μπορέσει η ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να δικαιολογήσει τη συμμετοχή της. Ακόμα και αυτές όμως είναι αμφίβολο αν θα υλοποιηθούν. Αντίθετα, στο προσφυγικό συμφωνήθηκε ότι δεν θα γίνονται δεκτοί κάθε χρόνο περισσότεροι από 180.000 – 220.000 πρόσφυγες (συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που εμπίπτουν στην επανένωση των οικογενειών) και ότι δεν θα μπορούν περισσότεροι από 1.000 πρόσφυγες κάθε μήνα να ζητούν επανένωση των οικογενειών τους. Συμφωνήθηκε ακόμα να καταργηθεί η χορήγηση οικονομικής βοήθειας σε όλους τους πρόσφυγες και να αντικατασταθεί από υλική βοήθεια υπό προϋποθέσεις.

Η προοπτική μιας νέας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού κοντεύει να διαλύσει το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. «Λάκκο με φίδια» χαρακτήρισε την ηγετική ομάδα του SPD η Ντόρις Χαρστ, μέλος του κόμματος και αδελφή του Μάρτιν Σουλτς. Κατηγόρησε την Αντρέα Νάλες, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος και υποψήφια για την προεδρία του (με ομόφωνη απόφαση της ηγεσίας), και τον αντιπρόεδρο Όλαφ Σολτς, μεταβατικό πρόεδρο του κόμματος και μελλοντικού υπουργού Οικονομικών, ότι είπαν ψέματα, ότι εξαπάτησαν και ότι θέλουν να χρησιμοποιήσουν τον Σουλτς ως «αποδιοπομπαίο τράγο». Βαριές κουβέντες ανταλλάχθηκαν και ανάμεσα στον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην πρόεδρο του κόμματος και νυν υπουργό Εξωτερικών, και τον Σουλτς ο οποίος εποφθαλμιούσε την θέση του. Τελικά ο Σουλτς έχασε σε όλα τα μέτωπα και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Τίποτα δεν θυμίζει πια σήμερα τον πολιτικό, που λιγότερο από ένα χρόνο πριν αναλάμβανε τα ηνία των Σοσιαλδημοκρατών για να βγάλει το κόμμα από το τέλμα. Τότε είχε αναλάβει ομόφωνα την ηγεσία του κόμματος και το SPD ξεπερνούσε στις δημοσκοπήσεις τους Συντηρητικούς στην πρόθεση ψήφου. Στις εκλογές όμως ήρθε το το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του 20% και κάπου εκεί τελείωσε και η ηγεσία Σουλτς.

Ενόψει της ψηφοφορίας των περίπου 470 χιλιάδων μελών του SPD, για την επικύρωση της συμμετοχής του κόμματος στην κυβέρνηση συνασπισμού και της αλλαγής αρχηγού, πληθαίνουν οι φωνές διαφωνίας με τους χειρισμούς της ηγετικής ομάδας. Η ηγεσία του κόμματος ξεκίνησε ήδη εκστρατεία για να πειστούν τα μέλη να υπερψηφίσουν τη συμφωνία, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Παράλληλη εκστρατεία πραγματοποιούν κι οι αντίπαλοι της συνεργασίας, επικεφαλής των οποίων βρίσκεται ο πρόεδρος της νεολαίας του κόμματος, Κέβιν Κιούνερτ. Η παράδοση θέλει τη βάση να υπερψηφίζει την πρόταση. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι κατηγορηματικός. Μόλις το 53,9% των ψηφοφόρων του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος βλέπουν θετικά τη συμμετοχή σε μια νέα κυβέρνηση «μεγάλου» συνασπισμού.

Η κατάσταση δεν είναι καλή ούτε στο στρατόπεδο της Ένωσης. Έντονες είναι οι αντιδράσεις στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος για τη «θυσία» τόσων υπουργείων προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία και ειδικά για την απώλεια του υπουργείου Οικονομικών. «Μεγάλο κόστος» και «βαρύ χτύπημα» χαρακτηρίζει αυτή την παραχώρηση το μέλος του προεδρείου το κόμματος και εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας των χριστιανοδημοκρατών, Γιενς Σπάαν. Όπως υποστηρίζει ο νυν υφυπουργός Οικονομικών σε συνέντευξή του, το υπουργείο Οικονομικών έχει συμβολική σημασία για το κόμμα του, επειδή παρήγαγε «αυθεντικά» χριστιανοδημοκρατική πολιτική. Αλλά εκτός από τη Γερμανία, το συγκεκριμένο υπουργείο έχει μεγάλη σημασία και για ολόκληρη την ευρωζώνη, τονίζει ο Σπάαν: «Δεν θέλω να ανοίξουν σαμπάνιες στον Αλέξη Τσίπρα επειδή ορισμένοι πιστεύουν πως με έναν σοσιαλδημοκράτη υπουργό θα υπάρξουν ξανά περισσότερα χρέη και λιγότερες μεταρρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο θα ζημίωνε όλους μας», ανέφερε. Ο σύμβουλος της Μέρκελ, Αλτμάιερ, διαβεβαιώνει ότι στη συμφωνία προστέθηκαν όλες οι αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες για να συνεχιστεί η πολιτική του Σόιμπλε. Για το κάθε ευρώ που θα ξοδεύεται, την κάθε απόφαση που θα λαμβάνεται στις Βρυξέλλες, θα πρέπει να αποφασίζει το σύνολο της κυβέρνησης, επισημαίνει. Αξιοσημείωτο είναι ότι η συμφωνία για τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι ακόμη λιγότερο δημοφιλής ανάμεσα στους ψηφοφόρους των χριστιανοδημοκρατών: μόλις το 44,6% των ψηφοφόρων του κόμματος την βλέπουν με θετικό μάτι.

Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο φύλλο, η συνέχιση της διακυβέρνησης από τους δύο μεγάλους χαμένους των εκλογών δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Μένει να αποδειχθεί αν θα είναι βιώσιμη ή αν ο κύκλος της πολιτικής αστάθειας θα οδηγήσει σύντομα σε νέα προσφυγή στις κάλπες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται για πρώτη φορά πίσω από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο κατακτά τη δεύτερη θέση με ποσοστό 16%, ενώ το SPD κυριολεκτικά καταβαραθρώνεται στο 15,5%, από το 20,5% των εκλογών του περασμένου Σεπτεμβρίου. Οι χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) παίρνουν 32%, Οι Πράσινοι (Die Gruenen) 13%, η Αριστερά (Die Linke) 11% και οι φιλελεύθεροι (FDP) 9%.