«Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» Και πάλι περί Ενότητας της Αριστεράς

«Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς»

Και πάλι περί Ενότητας της Αριστεράς

Η κρίση και η αντιμετώπισή της δημιουργεί έντονες πιέσεις για την ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς. Έτσι και τώρα έχουν δημιουργηθεί διάφορες κινήσεις, που επιδιώκουν -και δεν αμφιβάλλουμε για τις καλές προθέσεις τους- την ενότητα της αριστεράς.

Καταρχάς, δεν είναι η πρώτη φορά που ανακινούνται τέτοια σχέδια. Από την Μεταπολίτευση και μετά έχουμε πολλές παρόμοιες κινήσεις: Τα πρώτα χρόνια αφορούσαν από τη μια μεριά την ενότητα των ρεφορμιστικών δυνάμεων -και κυρίως του πρώην ενιαίου ΚΚΕ- και από την άλλη την ενότητα των δυνάμεων της άκρας αριστεράς – κυρίως μεταξύ των συγγενικών δυνάμεων. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέχρι τα τέλη του ’90 έχουμε πολλές τέτοιες κινήσεις, που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν τον χώρο της άκρας και επαναστατικής αριστεράς. Όλες απέτυχαν, με μοναδική εξαίρεση για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα το ΜΕΡΑ. Από τις αρχές του 2000, αρχής γενομένης με το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (2004) για πρώτη φορά οι κινήσεις ενότητας θα αφορούν όλη την αριστερά (ρεφορμιστική και άκρα) για να πληθύνουν με την επιδείνωση της κρίσης (βλ. «Μέτωπο Ανατροπής» του Αλαβάνου, «Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης» – και φυσικά πάντοτε μια τέτοια κίνηση είναι και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ παρά τα προβλήματά του).

Αυτό που διδάσκουν όλες αυτές οι πρωτοβουλίες δεν είναι οι τάσεις για ενότητα, αλλά οι πραγματικές τάσεις σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, κρίσης, πολυδιάσπασης και αποσύνθεσης δυνάμεων της ρεφορμιστικής και άκρας αριστεράς. Στο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ συμμετέχει ένα σημαντικό μέρος της άκρας αριστεράς (μετά τις τελευταίες εξελίξεις αυτή η συμμετοχή είναι ένα ερωτηματικό), στις νέες κινήσεις συμμετέχει στην πράξη η πλειοψηφία των οργανώσεών της, αφήνοντας στην άκρη τα μεγάλα σχέδια για αντικαπιταλιστικούς πόλους (ΜΕΡΑ, ΕΝΑΝΤΙΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), κάτι που ασφαλώς είναι το αποτέλεσμα της κρίσης, των πολιτικών αλλαγών και μετατοπίσεων, της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού.

Όπως και το «Μέτωπο Ανατροπής» του Αλαβάνου, έτσι και το νεότευκτο «Αριστερό Βήμα» επί της ουσίας δεν αποτελούν τίποτα διαφορετικό από την προϋπάρχουσα «ενωτική» κίνηση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Η απήχηση και η διείσδυση που έχει το «Αριστερό Βήμα» στο χώρο της άκρας αριστεράς δεν οφείλεται τόσο στην επιθυμία και την πρακτική κοινής δράσης των δυνάμεων της αριστεράς (ή καλύτερα με τα ρεφορμιστικά κόμματα), όσο η πολιτική προσέγγιση της άκρας αριστεράς με τον ρεφορμισμό και ο απλός ακολουθητισμός χωρίς ξεχωριστή πρακτική (μάλιστα η πλειοψηφία των οργανώσεων αυτών ανάγει αυτή την προσέγγιση σε στρατηγικό στόχο).

Τα διάφορα «αριστερά» ή «επαναστατικά» αιτήματα στις προτάσεις για κοινή δράση του «Αριστερού Βήματος» δεν αποτελούν κάτι το σημαντικό αφ’ εαυτού για την επαναστατική πολιτική. Για τον επαναστατικό μαρξισμό δεν υπάρχουν εξ ορισμού ρεφορμιστικά και επαναστατικά αιτήματα. Ο χαρακτήρας των αιτημάτων καθορίζεται από την ένταξή τους σε μια συνολική επαναστατική πολιτική και πρακτική και ασφαλώς από το επαναστατικό υποκείμενο στο οποίο απευθύνονται, από το οποίο υιοθετούνται και προωθούνται, δηλαδή την εργατική τάξη. Έτσι, τα αιτήματα του «Αριστερού Βήματος» για πάλη απλά έξω από την ΟΝΕ, παύση πληρωμών-διαγραφή του χρέους κλπ. όχι μόνο δεν αποτελούν καμιά «θεραπεία», αλλά υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποτελέσουν λύσεις για τη διάσωση του καπιταλισμού και την μερική ενσωμάτωση των μαζών, με καταστροφικά αποτελέσματα για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοια παραπλήσια αιτήματα συναντά κανείς μέσα στον αστικό κόσμο, ίσως στο πιο οξυδερκές κομμάτι του.

Η ρεφορμιστική αριστερά και ένα σημαντικό μέρος της άκρας αριστεράς στην Ελλάδα, καθώς βέβαια και τέτοιες ενωτικές κινήσεις, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό του προγράμματος ή των προτάσεών τους ένα αντι-μαρξιστικό μίγμα αιτημάτων της εργατικής τάξης, της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Αυτό συνήθως συνοδευόταν από μια λυσσαλέα -στη θεωρία- επίθεση στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τα μονοπώλια. Η ουσία αυτής της πολιτικής και του σχήματος «Μονοπώλια-Αντιμονοπωλιακή πολιτική» ήταν και είναι ο παραμερισμός της πάλης ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.

Όμως, ο καπιταλισμός είναι ένα αδιαίρετο σύνολο μονοπωλίων, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κλπ. και δεν χωρίζεται σε «κομμάτια». Η πρακτική της «Αντιμονοπωλιακής πολιτικής» (στην ουσία της επρόκειτο για στρατηγική) ήταν τα Λαϊκά Μέτωπα, που εγκατέλειπαν την εργατική τάξη και τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, αντικαθιστώντας τον στόχο της Σοσιαλιστικής Επανάστασης με την αστικοδημοκρατική επανάσταση, όπως αυτή η πολιτική κατά καιρούς εκδηλώθηκε (Πλατιά Δημοκρατία, Λαϊκή Δημοκρατία, Αντιμονοπωλιακή Δημοκρατία κλπ.).

Βέβαια, η απόρριψη αυτής της προδοτικής πολιτικής και η υιοθέτηση μιας επαναστατικής πολιτικής δεν σημαίνει μονότονη και γενικόλογη επίκληση της επανάστασης, όπως κάνουν διάφοροι υπεραριστεροί και κυρίως αναρχικοί. Σημαίνει παρακολούθηση και αντίληψη της ταξικής πάλης και των διαθέσεων των μαζών – και βέβαια επαναστατικό πρόγραμμα και σχέδιο, όχι για τα χαρτιά αλλά για να προωθούνται καθημερινά ενεργά σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες από τις επαναστατικές δυνάμεις.

Η ΟΚΔΕ δεν έχει φυσικά καμιά αντίρρηση για διάλογο και κοινή δράση των δυνάμεων της αριστεράς – και κυρίως της άκρας και επαναστατικής αριστεράς. Από την ιδεολογία της έχει μια ενωτική πολιτική και πρακτική, είναι η οργάνωση που έχει στο πρόγραμμά της το Ενιαίο Μέτωπο, είναι η οργάνωση που επιζητούσε πάντοτε το διάλογο και την κοινή δράση των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, εγκαινιάζοντάς τα κυρίως μετά την Μεταπολίτευση και επιβάλλοντάς τα στην πράξη, αρχικά σ’ ένα τμήμα της άκρας αριστεράς και κατόπιν σχεδόν στο σύνολό της. Όμως, τον διάλογο και την κοινή δράση δεν τα εννοούμε ως αυτοσκοπό, αλλά ως βήματα για την απόκρουση της επίθεσης αστικής τάξης-κυβέρνησης-ΔΝΤ/ΕΕ, για την ανάπτυξη του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, για την οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος, για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όσο αυτοί οι στόχοι δεν εκπληρούνται -ή τουλάχιστον δεν ενισχύονται και δεν προωθούνται- από τις λεγόμενες κινήσεις «ενότητας», αυτές στο μόνο που τελικά καταλήγουν είναι ένα εφήμερο εκλογικό κατέβασμα, δεν εξυπηρετούν καμιά αναγκαιότητα του εργατικού και επαναστατικού κινήματος παρά μόνο υποκειμενικές διαθέσεις. Η ΟΚΔΕ διατηρεί τα ενωτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της αλλά τα υποτάσσει στις σημερινές ανάγκες του κινήματος και της οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος, ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να διαχωριστεί από ορισμένους αμφίβολους συνοδοιπόρους.